Σινεμά|24.02.2020 21:22

Γιώτα Φέστα: Ζήσαμε μια ζωή εις βάρος των παιδιών μας

Άντα Δαλιάκα

Σήμα κατατεθέν τα κοντοκουρεμένα μελαχρινά μαλλιά της, ο τρυφερός δυναμισμός της. Η Γιώτα Φέστα συνδέθηκε με το ελληνικό σινεμά και μεγάλωσε μαζί του ως πρωταγωνίστρια πολύ διαφορετικών μεταξύ τους ταινιών: από την εποχή του πειραματισμού στις αρχές της δεκαετίας του ’80 με τις ταινίες της Μαρίας Γαβαλά ως την «Ρεβάνς» (1983) του Νίκου Βεργίτση στο πλευρό του Αντώνη Καφετζόπουλου και αργότερα σε εκείνη των «χρυσών« κωμωδιών, όπως το «Βαλκανιζατέρ» (1997) του Σωτήρη Γκορίτσα, αλλά και των τρυφερών κομεντί όπως οι «Ακροβάτες του κήπου» (2001) του Χρήστου Δήμα, έχτισε το δικό της σημαντικό κεφάλαιο σε πολυετείς διαδρομές.

Φέτος, την συναντάμε ξανά στον «Απόστρατο» του Ζαχαρία Μαυροειδή, μία από τις καλύτερες ελληνικές ταινίες της χρονιάς, στην οποία ο γιος της, γλυφαδιώτης εργένης με το όνομα Άρης Νικολόπουλος (Μιχάλης Σαράντης), «αποστρατεύεται» στο σπίτι του ένδοξου παππού Αριστείδη στη γειτονιά του Παπάγου, καθώς η ελληνική κρίση σηκώνει κεφάλι. Εκείνη τον βοηθάει να εγκατασταθεί, μόνο που ό,τι ακολουθεί, κρύβει πολλές εκπλήξεις για όλους, μαζί και ένα…στοκ μηχανών εσπρέσο που στοιβάζεται στο αραχνιασμένο γραφείο του απόστρατου αξιωματικού.

Την ίδια ώρα, ο εγγονός ξανασμίγει με παιδικούς φίλους, και τον πρώην συναγωνιστή φίλο του παππού του (Θανάσης Παπαγεωργίου), παραδόξως κομμουνιστή. Τι θα πράξει η κυρία Στέλλα καθώς ο γιος της αντιμετωπίζει το φάντασμα του ένδοξου παρελθόντος; Η Γιώτα Φέστα μας μιλάει για τον «Απόστρατο», τα μαθήματα ιστορίας της ελληνικής κρίσης και για το πως είναι να επιστρέφει στη «χαμένη λεωφόρο του ελληνικού σινεμά».

Πώς προέκυψε ο ρόλος σας στον «Απόστρατο»;

Το σινεμά επανήλθε τυχαία στη ζωή μου τον τελευταίο ενάμιση χρόνο με δύο ταινίες. Εκτός από τον «Απόστρατο» γύρισα τη μικρού μήκους ταινία του Νίκου Παναγιωτόπουλου «Νερό στον Άρη» με τον Γιώργο Μπένο και τον Βαγγέλη Μουρίκη. Η συμμετοχή μου στην ταινία του Ζαχαρία Μαυροειδή ήταν μια πρόταση της Σωτηρίας Μαρίνη και του Άκη Γουρζουλίδη που ειδικεύονται στο κάστινγκ. Μετά από συναντήσεις με τον Ζαχαρία και κουβέντες – δεν έγιναν οντισιόν – του άρεσε η ιδέα να είμαι εγώ η Στέλλα, η μαμά του Άρη.

Θα ήταν ωραίο αν ο ρόλος σας είχε μεγαλύτερη διάρκεια διότι κρύβει ένα ειδικό συναισθηματικό βάρος.

Αν και κάποιες σκηνές έχουν κοπεί από την ταινία – οι ταινίες λειτουργούν με βάση την αφήγηση και όχι με βάση την/τον ηθοποιό – η Στέλλα παραμένει ένας σημαντικός ρόλος. Εκτός από μητέρα του Άρη, είναι και κόρη του παππού Αριστείδη, ενός απόντος προσώπου που για τον Άρη γίνεται μυθικό πρόσωπο, καθώς ψάχνει το παρελθόν του και ενδύεται τη δόξα του. Οπότε η Στέλλα κατά τη διάρκεια της αφήγησης προκύπτει να είναι περισσότερο κόρη του Αριστείδη παρά μητέρα του Άρη. Προστατεύει πολύ τον χώρο του πατέρα της, το σπίτι το οποίο έχει μείνει όπως ήταν κάποτε. Της είναι δύσκολο να βλέπει τις αλλαγές και προτιμά να αναβιώνει η παλιά δόξα του σπιτιού το οποίο αφορά τον πατέρα της. Νομίζω ότι ο Άρης καθορίζεται πολύ από τη μητέρα του.

Ο χαρακτήρας που υποδύεστε εκπροσωπεί τη γενιά που στη διάρκεια της ελληνικής κρίσης κατηγορήθηκε αρκετά ως αιτία του «κακού» που μας έβαλε στη δίνη της κατάρρευσης…

Και δικαίως νομίζω…Αν και η δική μου γενιά δεν ανήκει ακριβώς σε εκείνη του Πολυτεχνείου, αλλά έπεται, θα έλεγα ότι η κατηγορία είναι δίκαιη. Ζήσαμε μια ζωή εις βάρος των παιδιών μας – όλοι έχουμε ένα μερίδιο ευθύνης σ’ αυτό. Υπήρξε μια περίοδος ανεξέλεγκτης αφθονίας και έλλειψης μέτρου και ορίων. Αυτά τα δύο στοιχεία της ελληνικής κοινωνίας πληρώνουν οι νέοι σήμερα: το «ζούμε σαν να μην υπάρχει αύριο, χωρίς να σκεφτόμαστε το μέλλον». Η αφήγηση της ταινίας διατρέχει τη μεταπολίτευση, τη δικτατορία και τον εμφύλιο.  Αν δεν υπήρχε ο πόλεμος, δεν θα υπήρχε ο εμφύλιος, αν δεν υπήρχε η δικτατορία, δεν θα υπήρχε η μεταπολίτευση – όλα συνδέονται όπως οι κρίκοι της ιστορίας που βιώνουμε κι εμείς και τα νέα παιδιά.

Ο ήρωας της ταινίας αναζητάει μια ταυτότητα στον μύθο του παππού του…

Αναζητάει αυτή την ταυτότητα χωρίς να τον ενδιαφέρει το πολιτικό περιβάλλον στο οποίο ζούμε. Είναι απολιτίκ σαν άνθρωπος και δεν φταίει αυτός γι’ αυτό.

Οι νεότερες γενιές βρήκαν μέσα στην κρίση τα πρότυπα που ήθελαν για να συνεχίσουν;

Νομίζω ότι θα τα βρουν. Η διαδικασία συνεχίζεται. Ο Άρης πολύ σωστά κοιτά κατάματα αυτόν τον ήρωα – παππού. Είναι πολλοί οι νέοι που αδιαφορούν ως προς τις πολιτικές εξελίξεις των τελευταίων χρόνων. Πολύ συχνά παραμυθιάζονται με ιδέες όπως συμβαίνει συνήθως στη νεότητα, όμως σιγά-σιγά βρίσκουν ένα πάτημα σε σχέση με τη ζωή τους. Ό,τι κάνει ο Άρης, ο οποίος νιώθοντας την κενότητα της ύπαρξης του σκαλίζει την ιστορία της οικογένειάς του. Ψάχνει την ιστορία για να πιαστεί από εκεί.

Πήραμε το μάθημά μας στα χρόνια της κρίσης;

Αναγκαστικά κάτι πρέπει να μάθαμε – δεν έχουμε βγει τελείως από όλη αυτή την ιστορία. Οι νέοι άνθρωποι σήμερα κάνουν δύο και τρεις δουλειές για να επιβιώσουν επειδή δεν είναι καλά αμειβόμενη η εργασία στην Ελλάδα. Και αυτό στοιχίζει. Όταν αναγκάζεσαι να δουλεύεις σε τρεις παραστάσεις αντί για μία, αφιερώνεις λιγότερο χρόνο και λιγότερη εμβάθυνση σ’ αυτό που κάνεις. Οπότε θεωρώ ότι η κρίση εξακολουθεί να μας επηρεάζει.

«Ξέρετε, όσο περνούν τα χρόνια, πιστεύω όλο και περισσότερο ότι το σινεμά είναι υπόθεση των νέων. Δεν είναι πολλοί οι ρόλοι που μπορεί να κάνει μια μεγάλη γυναίκα στο σινεμά.»

Στον «Απόστρατο» συνυπάρχετε τρεις διαφορετικές γενιές ηθοποιών. Είστε εσείς, η Ξένια Καλογεροπούλου και η Μαίρη Μηνά. Σας γεμίζει η συνεργασία με τους νέους καλλιτέχνες;

Χαίρομαι όταν δουλεύω με νέους ανθρώπους γιατί συχνά συναντώ την φρεσκάδα και την αθώα ματιά. Ζούμε όμως και σε μια εποχή που επικρατεί το δόγμα «οποιοσδήποτε νέος είναι ντε και καλά και καλύτερος από έναν γηραιότερο». Δεν ισχύει αυτό. Υπάρχουν άνθρωποι μεγάλοι σε ηλικία που η ματιά τους είναι πολύ πιο φρέσκια από αυτή των νέων ανθρώπων. Χάρηκα την συνεργασία μου στην ταινία με τους νέους ανθρώπους όπως χάρηκα και το γεγονός ότι ο Θανάσης Παπαγεωργίου κρατάει έναν από τους βασικούς ρόλους. Όλο το καστ της ταινίας μου έδινε την αίσθηση ότι ήμασταν εκεί γιατί ο καθένας αποτελούσε την ιδανική επιλογή για τον ρόλο του.

Οι εμφανίσεις σας στο σινεμά έχουν περιοριστεί αισθητά. Η προηγούμενη σας συμμετοχή ήταν στο «Miss Violence» το 2013.

Ξέρετε, όσο περνούν τα χρόνια, πιστεύω όλο και περισσότερο ότι το σινεμά είναι υπόθεση των νέων. Δεν είναι πολλοί οι ρόλοι που μπορεί να κάνει μια μεγάλη γυναίκα στο σινεμά. Συνήθως οι ήρωες είναι νέοι άνθρωποι. Αυτό συμβαίνει στο Χόλιγουντ, πόσω μάλλον σε μια χώρα 10 εκατομμυρίων ανθρώπων. Είναι ελάχιστοι οι ρόλοι κι εγώ δεν είμαι πια εύκολη. Παλιότερα έμπαινα με μεγάλη θέρμη και ενθουσιασμό στις ταινίες, τώρα όχι πια, επειδή δεν είναι εύκολο να βλέπεις τα σημάδια του χρόνου στην οθόνη. Είναι περίεργο για όλους τους ανθρώπους πόσο μάλλον για μια γυναίκα. Παρ’ όλα αυτά, τείνω να το ξεπεράσω... Ωστόσο το αντικειμενικό εμπόδιο παραμένει η έλλειψη ρόλων.

Στη θεατρική σεζόν ολοκληρώσατε τις παραστάσεις του «Γλάρου». Εξακολουθεί να ανταποκρίνεται το κοινό στα θεατρικά πράγματα;

Ο «Γλάρος» ήταν μια παράσταση που μου άρεσε πολύ. Ευτύχησα από την πλευρά της συνεργασίας. Δεν ήταν μια παράσταση πρωταγωνιστών, αλλά ερμηνειών. Πριν τον «Γλάρο» βρισκόμουν στη Θεσσαλονίκη παίζοντας στον «Γυάλινο κόσμο». Και τα δύο αυτά έργα ήταν πολύ σημαντικά για εμένα και επειδή μου αρέσει να επαναλαμβάνω πράγματα, θα ήθελα κάποια στιγμή να ξαναπαίξω σε αυτές τις παραστάσεις. Νομίζω ότι ο κόσμος εξακολουθεί να ανταποκρίνεται στο θέατρο. Και ο «Γλάρος» πήγε καλά παρ’ όλο που ήμασταν έντεκα ηθοποιοί οι οποίοι δεν είχαν τα χαρακτηριστικά της dream team.

Αν σας ζητούσα να μοιραστείτε μια ανάμνηση που κρατάτε από το ξεκίνημα σας στο σινεμά πίσω στη δεκαετία του ’80, ποια θα ήταν αυτή;

Τελείως συμπτωματικά σήμερα προβάλλεται στο Άστορ μία από τις τρεις ταινίες που έχω κάνει με τη Μαρία Γαβαλά, το «Περί έρωτος» (1982), στα πλαίσια του αφιερώματος στην «Χαμένη λεωφόρο του ελληνικού σινεμά». Έχω πολύ περιέργεια να την ξαναδώ, γιατί έχουν περάσει πολλά χρόνια. Το  ρεύμα των νέων σκηνοθετών τότε έψαχνε να βρει το στυλ του. Πολύ συχνά αισθανόμουν ότι μιμούνταν το γαλλικό σινεμά περισσότερο από ότι έπρεπε. Παρ’ όλα αυτά, μέσα στη «χαμένη λεωφόρο του ελληνικού σινεμά», υπάρχουν κάποια μικρά διαμάντια – ταινίες που κάτι λένε για την εποχή. Εγώ μεγάλωσα με το σινεμά, ενηλικιώθηκα. Ήμουν πολύ τυχερή που το έζησα. Ήταν ένα είδος περιπέτειας. Θυμάμαι ότι γυρίζοντας το «Αφήγηση/ Περιπέτεια/Γλώσσα/Σιωπή» (1979), είχαμε μπει σε ένα τρένο τρεις ηθοποιοί και πέντε τεχνικοί από το συνεργείο. Μετά το γύρισμα, τρώγαμε τα σάντουιτς που μας είχε φτιάξει η μαμά της σκηνοθέτιδας γιατί δεν είχαμε χρήματα για να παραγγείλουμε άλλο φαγητό. Ήταν όμως «κάτι» αυτό που μου δημιούργησε την πεποίθηση ότι το σινεμά έχει πρωτίστως σχέση με τη νεότητα.

https://www.youtube.com/watch?v=NUcnpeEAcXI

  • Η ταινία «Απόστρατος» προβάλλεται στις αίθουσες από την Danaos Film 
ΑπόστρατοςΜιχάλης ΣαράντηςΓιώτα ΦέσταΘανάσης Παπαγεωργίου