Σινεμά|08.03.2020 11:51

Βασίλης Μπισμπίκης: Η «Μπαλάντα» θέλει να ξεριζώσει την καρδιά του θεατή

Άντα Δαλιάκα

O Βασίλης Μπισμπίκης, που παίζει στην Μπαλάντα της τρύπιας καρδιάς, δεν έχει πολλά πολλά µε το σινεµά. Είναι αναγνωρισµένος µέσα από τις τηλεοπτικούς του ρόλους, αλλά κυρίως από την ξέφρενη πορεία του στο θέατρο τα τελευταία χρόνια. Κάνει θραύση µε τον τεχνοχώρο «Cartel» στον Βοτανικό, σκηνοθετώντας είτε παραστάσεις σαν το ακραία ρεαλιστικό «Ανθρωποι και ποντίκια» του Τζον Στάινµπεκ (το οποίο οδεύει προς την ολοκλήρωση της δεύτερης σεζόν του µε sold out παραστάσεις) είτε σαν τον «Πατέρα» στο θέατρο «Αποθήκη», προκλητική µεταφορά του έργου του Στρίντµπεργκ στο 2020.

Φορτσάροντας για την πρεµιέρα του νέου του θεατρικού, τα «Κόκκινα φανάρια» του Αλέκου Γαλανού, έναν ύµνο στο queer περιθώριο που ο Μπισµπίκης ήθελε να τιµήσει προσωπικά και θα κάνει πρεµιέρα στις 15 Μαρτίου στο «Cartel», ο ηθοποιός και θεατρικός σκηνοθέτης κάνει ένα διάλλειµα για να µας µιλήσει για τη συνεργασία του µε τον Γιάννη Οικονοµίδη.

Καθόλου τυχαία, ο σκηνοθέτης του «Σπιρτόκουτου», της «Ψυχής στο στόµα» και του «Μαχαιροβγάλτη», αλλά και της θεατρικής επιτυχίας «Στέλλα, κοιµήσου», τον επέλεξε για τον ρόλο ενός πρώην λαϊκού τραγουδιστή και νυν ιδιοκτήτη νυχτερινού κέντρου στη Λαµία, που το σκάει µε τη γοητευτική σύζυγο εργοστασιάρχη, ο οποίος θα τον κυνηγήσει µε λύσσα γιατί, εκτός των άλλων, του έχει κλέψει και 1 εκατοµµύριο ευρώ.

Οι µαµάδες των δύο αντεραστών δεν θα κάτσουν µε σταυρωµένα χέρια, ενώ ο υπόκοσµος της νύχτας αναλαµβάνει δράση κάνοντας τη µικρή επαρχιακή πόλη να µοιάζει µε Φαρ Ουέστ. Τύφλα να έχει ο Κουέντιν Ταραντίνο και οι αδελφοί Κοέν, δηλαδή, διότι η «Μπαλάντα της τρύπιας καρδιάς» έχει πολύ (σκληρό) µαύρο, απελευθερωτικό χιούµορ στο γνώριµο «βρώµικο» ύφος του Οικονοµίδη και οι καταστάσεις της είναι ακραίες, αλλά ταυτόχρονα οικείες, όπως µας εξηγεί ο Βασίλης Μπισµπίκης, ο οποίος άφησε στην άκρη το θέατρο για χάρη ενός κινηµατογραφικού κόσµου που γνωρίζει και πιστεύει ότι «υπάρχει εκεί έξω», όπως µας λέει ο ίδιος.

Με τον Γιάννη Οικονοµίδη είστε φίλοι, αλλά συνεργάζεστε στην «Μπαλάντα της τρύπιας καρδιάς» για πρώτη φορά. Πώς προέκυψε η κινηµατογραφική συνάντησή σας;

Η φιλία µε τον Γιάννη ξεκίνησε πριν από πέντε-έξι χρόνια. Ο ίδιος είναι ένας άνθρωπος που αν δεν σε γνωρίσει σε επίπεδο συµπεριφοράς και δεν µάθει τον κόσµο σου, δύσκολα θα σε επιλέξει να παίξεις σε µια ταινία του. Οπότε πρώτα γνωριστήκαµε σε φιλικό επίπεδο και κατόπιν προέκυψε η πρόταση για να παίξω στην ταινία, όπου και τον έζησα σαν επαγγελµατία. Τον άνθρωπο τον γνώριζα από πριν – ήξερα ότι ο Γιάννης είναι καλλιεργηµένος και καλός σαν άτοµο. Προετοιµάζοντας την ταινία κάναµε πολλές πρόβες. Εκεί πάνω έµαθα ότι µπορεί να είναι ευγενικός αλλά και ταυτόχρονα σκληρός. Η δουλειά ήταν πολύωρη, αλλά ποτέ δεν σε πρόσβαλλε. Για εµένα ήταν δάσκαλος, µέντορας, µπορούσε εύκολα να αποκωδικοποιήσει αν κάτι ήταν ψέµα ή αλήθεια. Ο Γιάννης έχει µια δική του µέθοδο δουλειάς και δηµιουργεί τις ιδανικές συνθήκες για να δώσουν οι ηθοποιοί του το εκατό τις εκατό του εαυτού τους. Ηταν όνειρο. Είναι σπάνιο αυτό.

Οι δυο σας µοιάζετε ως καλλιτέχνες… Ο ακραίος ρεαλισµός του κινηµατογράφου του Οικονοµίδη κάπου συναντιέται µε τον ακραίο ρεαλισµό του θεατρικού Βασίλη Μπισµπίκη...

Συναντιόµαστε ούτως ή άλλως. Πολύ πριν γνωρίσω τον Γιάννη έκανα σκληρό «in your face» θέατρο. Προσανατολιζόµουν στο θέατρο του σοκ. Από την άλλη, η δουλειά που κάναµε µε τον Γιάννη µε επηρέασε πιο πολύ στο κοµµάτι της υποκριτικής και όχι της φόρµας. Εγώ παίρνω κλασικά κείµενα και τα δουλεύω, ο Γιάννης φτιάχνει δικά του κείµενα. Η φόρµα που χρησιµοποιούµε µπορεί να είναι διαφορετική, αλλά ο στόχος µας είναι κοινός.

Που σηµαίνει;

Ο σκοπός είναι αυτό που κάνουµε να σοκάρει, να ταρακουνήσει, να αφυπνίσει, να ξεριζώσει την καρδιά του θεατή. Να τον εµβολίσει. Ακόµα και να τον κάνει να αποχωρήσει ξεβολεµένος από την καρέκλα του. Κάτι να του συµβεί και να µη συνεχίσει να κάθεται στα βελούδινα καθίσµατά του παρακολουθώντας κάτι από απόσταση.

Τον κινηµατογράφο φαίνεται να τον αποφεύγετε. Δεν έχετε πολλές συµµετοχές σε ταινίες...

Εχω κάνει κάποιες ταινίες µικρού µήκους και έχω παίξει και στην «Πόλη των παιδιών» (2011) του Γιώργου Γκικαπέππα, που είχε πάει πολύ καλά. ∆εν µε έπαιζαν, όµως, ποτέ πολύ στο σινεµά. Ηµουν και ζεν πρεµιέ, έκανα και σίριαλ καθηµερινά – τα οµορφόπαιδα δεν τα ήθελαν στον κινηµατογράφο. Ολα ήταν αρνητικά για να κάνω κινηµατογραφική καριέρα. Μπαίνουν τα ταµπού και οι ταµπέλες από ένα σηµείο και έπειτα.

Θα θέλατε να εµφανίζεσαι συχνότερα στο σινεµά;

Αν οι συνθήκες είναι όπως στην ταινία του Γιάννη Οικονοµίδη, ναι. Αλλά δεν καίγοµαι για το σινεµά – για το θέατρο καίγοµαι πιο πολύ.

Στην «Μπαλάντα της τρύπιας καρδιάς» ποιος ήταν ο στόχος; Πώς ταυτιστήκατε µε τον χαρακτήρα του Μάνου Ζαφειρόπουλου που υποδύεστε;

Ο Γιάννης είχε στο µυαλό του τον Νίκο Μακρόπουλο, τον τραγουδιστή. Από αυτόν πήρα µόνο µια αίσθηση και προσπάθησα θησα να βρω τις δικές µου εκδοχές πάνω σε αυτόν τον ήρωα, τον λαϊκό τραγουδιστή που τα έχει παρατήσει όλα και τον έχουν φάει τα κυκλώµατα. Μου ήταν εύκολο σαν αντιστοιχία να το καταλάβω γιατί και στο θέατρο πολλοί ηθοποιοί γκρινιάζουν για αυτό που δεν πέτυχαν να κάνουν – για τα θεατρικά λόµπι που τους πέταξαν στην άκρη κ.λπ. Χρησιµοποίησα την ψυχολογία του ηθοποιού για να τη φορέσω στον χαρακτήρα ενός άλλου καλλιτέχνη, του τραγουδιστή Μάνου Ζαφειρόπουλου, που έκανε δύο δισκάρες και επιτυχίες και έπειτα αποτραβήχτηκε και πήγε µε τη µάνα του να ανοίξει ένα µπουζουξίδικο στην επαρχία, όπου βρέθηκε στην πλευρά του αφεντικού. Στη θέση αυτού που ελέγχει τώρα τα πράγµατα στο µαγαζί.

Εχετε µιλήσει εκτενώς για τη σχέση σας στο παρελθόν µε τον κόσµο της νύχτας και του περιθωρίου. Αναρωτιέµαι πόσα στοιχεία του δικού σας χαρακτήρα βάλατε στον χαρακτήρα του Μάνου;

Αρκετά. Ακριβώς γιατί ο Γιάννης το ζητάει αυτό και θέλει ο ηθοποιός να βάζει τον εαυτό του στον ήρωα που υποδύεται. Να είσαι ο χαρακτήρας, να µην υποδύεσαι. Γι’ αυτό οι ηθοποιοί του Γιάννη έχουν στις ταινίες του διαφορετική υποκριτική από αυτή που χρησιµοποιείται σε άλλες ταινίες.

Με τους ερασιτέχνες ηθοποιούς πώς δουλέψατε; Τι χρειάστηκε για να ανατραπεί το αρχέτυπο της Ελληνίδας µάνας από τη Σοφία Κουνιά που στην ταινία υποδύεται τη µητέρα σας; Πρόκειται για ένα ρίσκο που δεν κερδίζεται εύκολα…

Ναι, είναι ένα ρίσκο που στο σινεµά του Γιάννη πετυχαίνει. Ηµασταν πολύ δοτικοί µε τους ερασιτέχνες ηθοποιούς στις πρόβες που κάναµε µαζί. Οι ερασιτέχνες ηθοποιοί βγάζουν µια ακατέργαστη ποιότητα, µια άλλη αλήθεια που επηρεάζει και τους επαγγελµατίες ηθοποιούς. Η χρυσή τοµή είναι να συνευρεθούν αυτά τα δύο και να γεννηθεί µια ποιότητα διαφορετική από αυτή που φέρουν µεταξύ τους δύο επαγγελµατίες ηθοποιοί. Οι ερασιτέχνες παίζουν µε ψυχή, δεν οργανώνουν την υποκριτική τους. Και η ακατέργαστη αλήθεια που βγαίνει γράφει στην κάµερα σαν να είναι ντοκιµαντέρ. Το χιούµορ της «Μπαλάντας» και ο σουρεαλισµός των καταστάσεων είναι το ισχυρό ατού της ταινίας.

«Αντί η κρίση να µας κάνει αλληλέγγυους τον έναν προς τον άλλον, µας έκανε περισσότερο εγωιστές.»

Βλέπουµε διαφορετικά το πρόσωπό µας στον καθρέφτη µέσα από το χιούµορ;

Προφανώς. Οι ακραίες ιστορίες δεν σηµαίνει ότι δεν περικλείουν και την πραγµατικότητα µέσα τους. Η σκηνή που ο «Γλάρος» βάζει την «Ωραία Κοιµωµένη» στο κρεβάτι, ενώ κάτω στο υπόγειο υπάρχουν διάφορα σαδοµαζοχιστικά εργαλεία, δεν περιγράφει απλώς την ακραία κατάσταση ενός ήρωα. Οταν βρισκόµασταν στη Λαµία για τα γυρίσµατα της ταινίας, ένας τύπος είχε απαγάγει µια κοπέλα και την είχε κλείσει σε ένα υπόγειο µε σεξουαλικές ορέξεις, µέχρι που κάποια στιγµή αυτή άνοιξε το κινητό της και τους βρήκαν από το σήµα. Θέλω να πω ότι οι καταστάσεις που παρουσιάζονται στην ταινία είναι µεν ακραίες, αλλά δεν σηµαίνει ότι δεν συµβαίνουν. Η ζωή µάς ξεπερνά σε αυτά τα θέµατα και είναι πολύ πιο ακραία. Εγώ τον υπόκοσµο της επαρχίας στην «Μπαλάντα» τον αναγνωρίζω ως πραγµατικό κόσµο εκεί έξω και όχι σαν µια σουρεαλιστική εκδοχή της πραγµατικότητας.

Ποιο είναι το κοινωνικό σχόλιο της ταινίας, κατά την άποψή σας;

Η εξουσία του χρήµατος. Ολα γίνονται για το ένα εκατοµµύριο. Το χρήµα είναι πάνω απ’ όλα.

Περιγράφει πιστά την κοινωνία µας η «Μπαλάντα»;

Στον πυρήνα είµαστε ακριβώς έτσι. Τώρα, µπορεί να µην κάνει καθένας τόσο ακραίες πράξεις -δεν πιάνουµε όλοι τα όπλα να σκοτώσουµε-, αλλά το χρήµα επηρεάζει τις σχέσεις µας. Και οι φιλίες προδίδονται και όλα προδίδονται. Και οι µανάδες είναι χειριστικές και επηρεάζουν τα παιδιά τους – όλα.

Την περίοδο της κρίσης γίναµε καλύτεροι ή χειρότεροι;

Χειρότεροι. Αντί η κρίση να µας κάνει αλληλέγγυους τον έναν προς τον άλλον, µας έκανε περισσότερο εγωιστές. Ο καθένας κοιτάζει πώς να επιβιώσει. Δεν το θεωρώ κακό, καταλαβαίνω την ανάγκη της επιβίωσης στον άνθρωπο, όµως γίναµε και χειρότεροι σαν χαρακτήρες.

Η µαύρη κωµωδία του Γιάννη Οικονοµίδη «Η µπαλάντα της τρύπιας καρδιάς», µε τους Βασίλη Μπισµπίκη, Βίκυ Παπαδοπούλου, Γιάννη Τσορτέκη, Στάθη Σταµουλακάτο,  Βαγγέλη Μουρίκη, Γιώργο Γιαννόπουλο και Λένα Κιτσοπούλου, προβάλλεται αποκλειστικά στο Άστυ από 5 Μαρτίου.

Η μπαλάντα της τρύπιας καρδιάςΒασίλης ΜπισμπίκηςΓιάννης Οικονομίδης