Πολιτισμός|21.04.2020 18:20

Η Ελένη Αναστασοπούλου γράφει για το Πάσχα: Η κουλουρίτσα με το κόκκινο αυγό

Newsroom

Τα τζάκια δεν πρόλαβαν να σβήσουν κι έφτασε Πάσχα, είπε σηκώνοντας το κεφάλι της απ’ το κορφολόγημα. Απ’ το αμπελάκι, στην Πέρα Ράχη, έβλεπε όλο το χωριό.  Εικοσιδύο, κι ένα το δικό της, εικοσιτρία τζάκια, μέτρησε η Φωτούλα και μια χαρά πήγε να σηκωθεί μέσα της,σαν τον καπνό, μα την μπούκωσε με τις σκέψεις της.Και τι σανκαπνίζουν;…πόσα είναι,τάχα,τα δικά τους;… έφεραν αυτούς τους ξένουςαπ’ τη Συρία… κατά που πέφτει αυτή η Συρία;… τι γυρεύουν  εδώ;…τώρα θα μου πεις άλλο που δεν ήθελαν  οι χωριανοί…οι παραδόπιστοι… για δυο ψωροδεκάρες τους έβαλαν στα σπίτια τους… αλλά θα μου πεις έτσι κι αλλιώς  παρατημένα τα είχαν… όπως και τ’ αμπέλια τους, γέμισε η Ράχη κούτσουρα... ακούς εκεί, να τους πληρώνουν και το νοίκι... που ακούστηκε!Και τοδικό της το παιδί ξενιτεύτηκε αλλά δεν πήγε κανείς να του πει, να, πάρε αυτό το σπίτι, κάτσε μέσα κι εγώ θα σε ταΐζω και θα σου πληρώνω και το νοίκι.

Η κυρά-Φωτούλα,απροσδιορίστου ηλικίας, όπως όλες οι γυναίκες σ’ αυτά τα σκληρά μέρη, εβδομήντα πέντε και βάλε, έπνιξε τη χαρά μέσα της, πριν φτάσει στα μάτια  και τα φωτίσει με κείνη τη λάμψη που μόνο η χαρά δίνει.

Φορούσε φουστάνι καφέ σκούρο, μάλλινο, ξεθωριασμένο στους αγκώνες, στους ώμους και  στους γοφούς, εκεί που ξεκουράζουν τα χέρια ή τα στηρίζουν για να  τεντώσουν τη ραχοκοκαλιά τους,  οι γυναίκες της υπαίθρου. Ξεθωριασμένο στο χρώμα της ώχρας, ίσα  να σπάει η σκοτεινιά του καφέ. Όταν δεν φοράει την μαύρη ζακέτα και την σφιχτοδεμένη γκρίζα ποδιά από πάνω, η ώχρα γλυκαίνει κάπως το πρόσωπό της, παρά τις σκιές που ρίχνει  το κατεβασμένο κεφαλομάντηλο και κάνει τις γωνίες του προσώπου τηςνα μοιάζουν με τα βράχια του τόπου της. Παράξενη φυσιογνωμία, δεν μπορείς εύκολα να πεις όμορφη,είναι και τα γεράματα βλέπεις,ή συμπαθητική, έστω καλοσυνάτη ή μοβόρα όπως λένε συχνά τους αγέλαστους. Η όψη της θύμιζε τα  πετρόχτιστα σπίτια του χωριού της αλλά μερικές φορές και τις ξερολιθιές, που έμοιαζαν ευάλωτες και θαρρούσες πως ανάσαιναν, καθώς περνούσε ο αέρας ανάμεσα από τις πέτρες. Το πηγούνι, οι γωνίες των σαγονιών, τα ζυγωματικά, τα  τόξατων φρυδιών της, δίνουν την αίσθηση της συμμετρίας  ενός στιβαρού οικοδομήματος.  Το στόμα της, μια οριζόντια γραμμή, ανάμεσα στις κάθετες αυλακιές του πάνω και κάτω χείλους. Τα ζυγωματικά της, δυο καμπύλα οροπέδια, στην άκρη των οποίων θρόιζαν πευκοβελόνες, τα ματοτσίνορά της. Αφύσικα πυκνά και μεγάλα, για γυναίκα της ηλικίας της. Αυτά ήταν,θαρρώ, που έκαναν τα μάτια της να φαίνονται φτιαγμένα άλλοτε από το γκρίζο της πέτρας κι άλλοτε απόουρανό στη δύση του, σπάνιο φαινόμενο, αλλά όταν συνέβαινε  ήθελες να αφήσεις τη ματιά σου να περιπλανηθεί στο βασιλεμένο πρόσωπό της.  Η μύτη της,  πλαγιά ενός λοφίσκουανάμεσα στα οροπέδια των ζυγωματικών.Η Φωτούλα.  Ακούς Φωτούλα και περιμένεις να δεις μια μικροκαμωμένη και πρόσχαρη γυναίκα. Αντίθετα βλέπεις μια ψηλή, αυστηρή και αγέλαστη. Γι’ αυτό στο χωριό κάποιοι την έλεγαν Φωτούλα και άλλοι Λάμπραινα, απ’ τον Λάμπρο τον άντρα της, τον μακαρίτη.

Πάσχα ήταν, σαν και τώρα, όταν ήρθε καινούρια νύφη στο χωριό, γεμάτη όνειρα και χαρά.Άμα σε σημαδέψει όμως ο Θεός, η Πασχαλιά, κρατάει μια μέρα  και η μεγαλοβδόμαδα μια ζωή.Ο Λάμπρος, ο άντρας της, ήταν μάστορας. Πετράς.  Τι μάστορας δηλαδή, χρυσοχέρης. Ομόρφυνε τα καμποχώρια. Τι εκκλησιές, τι αρχοντόσπιτα, τι βρύσες και πηγάδια.!Έπιανε την πέτρα, πελεκούσε τις γωνίες, την ημέρευε, την μαλάκωνε. Έτσι ημέρεψε και τη Φωτούλα. Την πήρε απ’ τον κάμπο,με βιολιά και νταούλια και την πήγε νύφη  στο χωριό του, τρεις ώρες δρόμο. Μέρα Πασχαλιά. Η Φωτούλα τ’ αγάπησε το χωριό, τον κάμπο δεν τον ήθελε.Μόνο πίκρα θυμόταν από δαύτον.

Τουρκόσπορους τις ανέβαζαν, ξενομερίτισσες τις κατέβαζαν. Η μάνα της,  χήρα,έριξε τον μπόγο με το σπιτικό της  στην πλάτη, δυο κορίτσιαστο ένα χέρι και μια γριά, την πεθερά της στ’ άλλο,κι έφυγε απ’ το Ακσαράι να σώσει ό,τι είχε απομείνει.Ούτε τον άντρα της δεν πρόλαβε να κλάψει. Πότε δω, πότε κει, πότε σε θάλασσα και πότε σε στεριά, μέχρι που της είπαν, θα πας στη Γούνιτσα. Ούτε το διάλεξε, ούτε παραπονέθηκε. Μεροδούλι μεροφάι  στα χωράφια, κατάφερε να στήσει το καλύβι της. Έβαλε μια σειρά. Αναθάρρησε!  Αμ δε! Θέλει ν’ ανθίσει το δεντρί κι η πάχνη δεν τ’ αφήνει. Αυτό δεν ήταν πάχνη, θειάφι ήταν. Σε αυτό το σημείο, οι σκέψεις της Φωτούλας πάντα αλλαξοδρομούσαν  και τα μάτια της γίνονταν γκρίζα, μολυβένια. Με τέτοια μάτια γύρισε στο σπίτι και κάθισε να πάρει μια ανάσα στο πλατύσκαλο. Αυτά τα μάτια αντίκρυσαν  τα παιδιά και η «δασκάλα», με τα λαζαράκια και τα καλαθάκια στα χέρια,όταν πλησίασαν στην αυλή της Φωτούλας για να πουν τα κάλαντα του Λαζάρου.

Είχαν πολλά χρόνια  ν’ ακουστούν παιδικές φωνές στο χωριό.  Όταν οι χωριανοί άκουσαν ότι θα φέρουν  στο χωριό  οικογένειες προσφύγων, αναστατώθηκαν. Μόνο αυτοί τους έλλειπαν, δεν πρόκαναν να ησυχάσουν  από τις επιδρομές των Αλβανών, τώραθα έφερναν  τους πρόσφυγες,  γιατί δεν έμειναν στην πατρίδα τους κι έρχονται εδώ,  τους βάζουν στα σπίτια τους και να δεις που με τον καιρό θα τους τα πάρουν για δικά τους… Ανησυχία,κουβέντες του καφενείου, κι απ’ το ένα στόμα στο άλλο οι κουβέντες μεγάλωσαν κι έγιναν φόβος κι απ’ το φόβο διπλοκλείδωσαν τα σπίτια και τις καρδιές τους και  κοίταζαν τους πρόσφυγες πίσω από τα πλεχτά κουρτινάκια. Απόρθητοι.

«Όλα τα φρούρια  έχουν την κερκόπορτά τους», σκεφτόταν η υπεύθυνη της Ύπατης Αρμοστείας για τα παιδιά των προσφύγων,  η «δασκάλα» όπως την έλεγαν στο χωριό.Η άλωση άρχισε από το καφενείο. Η «δασκάλα», πολιόρκησε τους παππούδες με τα χαμόγελα και τις φωνούλες των παιδιών. Τα πήγαινε στο καφενείο, τάχα για να πιει κι αυτή ένα καφέ. Η αρχή έγινε με μια καραμέλα, μετά μια πορτοκαλάδα, κερδισμένη στην πρέφα και ύστερα  παππούδες και παιδιά άρχισαν να ξεθαρρεύουν. Τα νοήματα έδιναν κι έπαιρναν αφού τα παιδιά δεν ήξεραν γρυ, ελληνικά.Γκριμάτσες, χειρονομίες, εκφράσεις, γέλια και φωνούλες βομβάρδιζαν τους φόβους και τις άμυνες των παππούδων που άφησαν για λίγο την πρέφα. Η πρώτη λέξη που τους έμαθαν, ήταν «παππούς». Όταν μάλιστα ήρθε και κόλλησε δίπλα το όνομα και τα παιδιά φώναζαν από μακριά παππού -Νίκο, παππού-Σωτήρη, ή παππού-Μανώλη, εκεί πια, τα κάστρα έπεσαν. Μετά ήρθε η λέξη «γιαγιά», ύστερα απέκτησεπρόσωπο,  γιαγιά-Μαρία, γιαγιά -Κούλα και το πρόσωπο έγινε αγκαλιά, διψασμένη για χάδι παιδικό.  Τα παιδιά λειτούργησαν σαν συγκολλητική ουσία κι έφεραν κοντά τους κατοίκους με τους γονείς τους. Όλοι αναζητούσαν την ίδια πατρίδα. Την πατρίδα των παιδικών χρόνων. Αυτή που μοιάζει μ’  αιώνιο καλοκαίρι ακόμη κι όταν  συνειδητοποιείς  ότι η  αθωότητα, η ελευθερία και τα όνειρα δεν ήταν παρά μια ψευδαίσθηση. 

Η Φωτούλα έμεινε έξω από αυτή την ώσμωση. Δεν κατάλαβε αλλά ούτε και ήθελε να συμμετέχει σε αυτόν τον συγχρωτισμό και την αλλαγή  στις  διαθέσεις και τα συναισθήματα των συγχωριανών της.Στο γειτονικό  σπίτι, παρατημένο από χρόνια, είχε εγκατασταθεί μια οικογένεια προσφύγων. Τόσους μήνες δεν γύρισε, ούτε μια φορά, το κεφάλι της να τους κοιτάξει. Έβγαινε  στην πίσω αυλή με τον  ψηλό τοίχο για να μη τους βλέπει.

Η Φωτούλα μπήκε στο σπίτι πριν προλάβουν ν’αρχίσουν τον «Λάζαρο». Έφτασε η Μεγάλη Πέμπτη και στο διπλανό σπίτι, των προσφύγων,  υπήρχε μεγάλη κινητικότητα. Η Φωτούλα, πίσω από την κουρτίνα, έβλεπε πολλές γυναίκες, από αυτές τις ξένες, να πηγαινοέρχονται μαζί με τα παιδιά τους. Γέμισε η αυλή παιδιά και φωνές.  «Σήμερα της Σταύρωσης κι αυτές έχουν πανηγύρι» μονολογούσε η Φωτούλα. Βγήκε στην αυλή, τάχα για να σκαλίσει το παρτέρι με τα λουλούδια, κάτι ζουμπούλια που ανθίζουν κάθε χρόνο, μόνα τους. «Μόλις περάσει το Πάσχα, θα φωνάξω τον Αποστόλη να μου χτίσει ένα τοίχο μέχρι πάνω» σκέφτηκε κοιτάζοντας τα αραιά ξύλα του φράχτη που χώριζαν τις δυο αυλές. Μια μυρωδιά της τρύπησε τα ρουθούνια. Μυρωδιά ψωμιού, κουλούρας. Έμεινε ανακούρκουδα, με το σκαλιστήρι στο χέρι. Ένα κοριτσάκι μπήκε, σχεδόν μισό, ανάμεσα στα ξύλα του φράχτη κι άπλωσε το χέρι προς τη Φωτούλα, κρατώντας  μια κουλουρίτσα μ’ ένα κόκκινο αυγό στο κέντρο. Η Φωτούλα πάνιασε λες και είδε φάντασμα. Από τα μάτια της έτρεχαν τα δάκρυα ποτάμι,  βουβό.

Είχε να κλάψει από τότε που ήταν εννιά χρονών. Αυτή εννιά και η Μορφούλα,η αδερφή της, έξι. Μεγάλη Πέμπτη ήταν και τότε.  Η γιαγιά έδωσε τιςζεστές  κουλουρίτσες στα κορίτσια και τις έστειλε να βγάλουν τις κατσίκες για βοσκή, δίπλα στο ποτάμι,  μέχρι να ξεφουρνίσει και τ’ άλλα ψωμιά. Η Μορφούλα έτρεχε κυνηγώντας τις κατσίκες,  της έπεσε η κουλουρίτσα απ’ το χέρι, κατρακύλησε στην όχθη… έτρεξε να την πιάσει… το ποτάμι είχε φουσκώσει… η όχθη σε μερικά σημεία είχε γίνει βάλτος… η Φωτούλα δεν πρόλαβε…  το σπιτικό τους σταυρώθηκε…

Η Φωτούλα δεν έκανε ποτέ της μήτε Λαζαράκια, μήτε κουλούρες, μήτε κι έκλαψε από τότε. Μόνο τώρα, μετά από εβδομήντα χρόνια. Μπήκε στο σπίτι κι έκλαψε ώρες, έκλαψε για τα εβδομήντα άνυδρα χρόνια της. Χρωστούμενες χοές για όλες τις απώλειες της ζωής της.

Το σούρουπο, βγήκε από το σπίτι, με δυο στεφάνια και μια αγκαλιά ζουμπούλια. Άφησε τα λουλούδια και το ένα στεφάνι στην εξώθυρα των γειτόνων. Η μικρή έτρεξε κοντά της, την έπιασε απ’ το χέρι.Στο πλατύσκαλο μια όμορφη νέα γυναίκα κι ένα ακόμη κοριτσάκι της χαμογελούσαν. Στην εκκλησία, στάθηκαν δίπλα της. Η Φωτούλα άπλωσε τα χέρια και δυο παιδικά χεράκια φώλιασαν στα δικά της. Ο παπάς έψελνε, «Προσκυνούμεν σου τα Πάθη, Χριστέ.Δείξον ημίν και την ένδοξόν σου Ανάστασιν.»

Πάσχα