Πολιτισμός|20.01.2019 14:56

Ιστορίες τριών προσφύγων: Πέρασαν τα σύνορα με την τέχνη τους

Μαρία Ριτζαλέου

H Ζάχρα έφυγε από το Ιράν κυνηγηµένη από τον πρώην σύζυγό της, ο οποίος απειλούσε -και απειλεί ακόµη- να τη σκοτώσει επειδή ζήτησε διαζύγιο. Ο Ρισάρ, γιος ενός από τους σπουδαιότερους ζωγράφους της Λαϊκής Δηµοκρατίας του Κονγκό, σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών στην Κινσάσα, αλλά το καθεστώς τον κυνήγησε επειδή αποφάσισε να στήσει ένα εργαστήριο και να κάνει δωρεάν µαθήµατα σε άπορους και άστεγους φερέλπιδες καλλιτέχνες. Ο Τζαµέλ έφυγε στα 16 του από το Αφγανιστάν, µαζί µε τον µεγαλύτερο αδελφό του, επειδή δεν άντεχε την καταπίεση, και αναζήτησε µια καλύτερη τύχη στην Ευρώπη.

Οι τρεις τους συναντήθηκαν στη Θεσσαλονίκη όπου µένουν πλέον και ασχολούνται µε τη ζωγραφική. Με προτροπή του Ρισάρ δηµιούργησαν την οµάδα «ΜΑΖΙ». «Μαζί» τους πήγαν 7 Ελληνίδες εικαστικοί αλλά και µία Σουηδέζα νοσοκόµα, «µαθήτρια» της Ζάχρα, και η πρώτη τους έκθεση έχει τίτλο «MIMONISA», που στη διάλεκτο Lingala του Κονγκό σηµαίνει «να γίνεις ορατός» και σε ελεύθερη µετάφραση «να πας ψηλά για να σε βλέπουν». «Η έκθεση αυτή έχει µια ιδιαίτερη αξία. Φέρνει κοντά νέους καλλιτέχνες µε ταλέντο, που προέρχονται από διαφορετικούς ορίζοντες και ενώνουν την έµπνευσή τους ΜΑΖΙ -όπως λέει και το όνοµα της οµάδας-, µε νέες Ελληνίδες ζωγράφους» δήλωσε κατά την τελετή των εγκαινίων της έκθεσης ο Γάλλος πρόξενος και διευθυντής του Γαλλικού Ινστιτούτου Θεσσαλονίκης, Φιλίπ Ρε.

Η Ζάχρα Βαζιφεσένα γεννήθηκε πριν από 35 χρόνια στην Τεχεράνη και µεγάλωσε σε µια συντηρητική οικογένεια. Το όνειρό της ήταν να γίνει ζωγράφος και µουσικός και ήθελε να παίζει βιολί σε µεγάλες ορχήστρες.

Άγριες Συνθήκες

Φορώντας την µπούργκα της, τελείωσε το σχολείο και µέσα σε πολύ άγριες συνθήκες -κυρίως λόγω της σθεναρής άρνησης του πατέρα της πήγε σε µια σχολή εικαστικών.

Ήταν µόλις 20 χρόνων όταν οι γονείς της την πάντρεψαν µε έναν σκληρό άντρα, στέλεχος των µυστικών υπηρεσιών του ιρανικού καθεστώτος, που δεν τον αγάπησε, δεν περνούσε καλά, αλλά έµεινε µαζί του κάποια χρόνια και έκανε ένα αγόρι, τον 11χρονο σήµερα Χεσάµ. Δούλευε σε ένα σχολείο ως δασκάλα εικαστικών και στα κρυφά µελετούσε βιβλία ζωγραφικής. Αγαπηµένος της ζωγράφος ήταν -και είναι- ο Ιρανός Kamal ol Molk (1848-1940), ένας σπουδαίος καλλιτέχνης του 19ου αιώνα, γνωστός για τις προσωπογραφίες και τις ακουαρέλες του.

Πριν από τέσσερα χρόνια αγάπησε έναν άλλο άντρα και ζήτησε διαζύγιο από τον σύζυγό της, πράξη ανήκουστη για τη συντηρητική, θεοκρατική κοινωνία του Ιράν. Εκείνος αρνήθηκε, την κλείδωσε στο σπίτι και απείλησε να τη σκοτώσει.

Η Ζάχρα κατάφερε να αποδράσει και µαζί µε τον αγαπηµένο της έφτασαν στα τουρκικά παράλια -για ευνόητους λόγους δεν θέλει να αποκαλύψει πολλές λεπτοµέρειες από το ταξίδι της- και µε βάρκα πέρασαν απέναντι στη Λέσβο.

«Ήταν ένα εφιαλτικό ταξίδι. Σε µια βάρκα µικρή, που µετά βίας χωρούσε 25 άτοµα, στριµωχτήκαµε 60 ψυχές. Βάλαµε τις µητέρες µε τα παιδιά στο κέντρο και εµείς καθίσαµε γύρω γύρω. Ήταν νύχτα και φυσούσε. Σε όλη τη διαδροµή η πλάτη µου ήταν στο νερό. Προσευχόµουν να φτάσω σώα, αλλά δεν το πολυπίστευα» λέει στο «Έθνος της Κυριακής».

Έκτοτε ζωγραφίζει κυρίως βάρκες σε ταραγµένες θάλασσες και πάντα έναν φωτεινό ήλιο που τις... περιµένει στην απέναντι ακτή.

Η Ζάχρα και ο σηµερινός της σύζυγος έφτασαν στη Μυτιλήνη, καταγράφηκαν και έφυγαν για τον Πειραιά. Προορισµός τους ήταν η Ολλανδία, όπου είχαν κάποιους συγγενείς. Ήρθαν στη Θεσσαλονίκη, θεωρώντας ότι θα ήταν ευκολότερο να φύγουν από εδώ για το Αµστερνταµ. Και ρίζωσαν.

Ρισάρ Λουσακουµούνου

«Αγαπώ την Ελλάδα»

Σήµερα διδάσκει ζωγραφική και είναι µεταφράστρια σε ΜΚΟ που ασχολούνται µε τους πρόσφυγες. Νοικιάζει ένα διαµέρισµα µε τον σύζυγό της στο κέντρο της Θεσσαλονίκης και πουλά τα έργα της µέσω του Διαδικτύου. Κάποιοι φίλοι τους Αµερικανοί τους έχουν βοηθήσει πολύ και στέλνει πίνακές της µέχρι και στην Αµερική.

«Αγαπώ την Ελλάδα γιατί εδώ νιώθω ελευθερία και δεν φοβάµαι. ∆εν θα ήθελα να ζήσω κάπου αλλού. Η Θεσσαλονίκη µάς καλοδέχτηκε, θα της είµαστε ευγνώµονες εγώ και ο σύζυγός µου και ενώ όταν ήµουν µικρή έκλαιγα κάθε βράδυ και ήθελα να είχα γεννηθεί αγόρι, τώρα πια λέω πως είµαι τυχερή που ζω σε µια χώρα, σε µια πόλη, σε µια νέα πατρίδα που σέβεται και τιµά τις γυναίκες. ∆εν ξέρετε πόσο σπουδαίο είναι αυτό» µας λέει, αφήνοντας ένα δάκρυ να κυλήσει για τον αγαπηµένο της γιο που έχει τέσσερα χρόνια να δει – ο πρώην σύζυγός της δεν σταµάτησε να την αναζητά σε όλο τον κόσµο για να της κάνει κακό.

Ο Ρισάρ Λουσακουµούνου κατάγεται από τη Λαϊκή Δηµοκρατία του Κονγκό και µεγάλωσε στην Κινσάσα σε ένα σπίτι γεµάτο πίνακες, καβαλέτα, πινέλα και χρώµατα ζωγραφικής.

Ο πατέρας του, Εµάνουελ, είναι γνωστός ζωγράφος και ο ίδιος σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών της Κινσάσα. Όταν τελείωσε τις σπουδές του άνοιξε ένα εργαστήριο δίπλα στο ατελιέ του πατέρα του και έκανε δωρεάν µαθήµατα ζωγραφικής σε άπορους και αστέγους.

Η χώρα, που είναι πλούσια σε µεταλλεία ουρανίου, θεωρείται σήµερα «παγκόσµια πρωτεύουσα βιασµών» και οι αντάρτες µαζί και παραστρατιωτικές οµάδες σκορπούν ανεξέλεγκτα τη βία από άκρη σε άκρη.

«Φύγε να σωθείς» ήταν η προτροπή του πατέρα του και πριν από ενάµιση χρόνο ο Ρισάρ έφυγε. Ταξίδεψε αεροπορικώς στην Τουρκία και από εκεί έφτασε µε βάρκα στη Σάµο. Για τρεισήµισι µήνες έµεινε στο hotspot προσφύγων και µεταναστών στο Βαθύ και στη συνέχεια µεταφέρθηκε στην άτυπη δοµή φιλοξενίας στη Βόλβη, έξω από τη Θεσσαλονίκη.

Τις επόµενες µέρες ξεκινά µαθήµατα ελληνικών στο ΑΠΘ, ενώ ήδη συµµετέχει ως µουσικός και τραγουδιστής gospel σε ένα συγκρότηµα. Διδάσκει ζωγραφική και πιάνο σε δοµές φιλοξενίας και βοηθά όπου χρειάζεται ως µεταφραστής αλλά και εµψυχωτής.

«Η έµπνευση είναι οδηγός µου. Με απασχολούν τα προβλήµατα της κοινωνίας, η ταραγµένη ζωή στο Κονγκό, η γενοκτονία, η αδικία. Ο µόνος τρόπος για να επικοινωνήσω το τι πραγµατικά συµβαίνει στην πατρίδα µου είναι η ζωγραφική» λέει ο Ρισάρ στο «Έθνος της Κυριακής», προσθέτοντας ότι «ο ξεριζωµός είναι πολύ άγρια συνθήκη, αλλά µπορεί να συµβεί στον καθένα». Η µέρα που ο Ρισάρ αισθάνθηκε πολύ άσχηµα ήταν «όταν διαπίστωσα πως δεν είχα στην τσέπη µου ούτε ένα ευρώ.

Αν ήµουν στην Κινσάσα θα έβρισκα αµέσως 5 ευρώ, αλλά εδώ δεν ήξερα κανέναν και θα πεινούσα. Τότε ήταν που αποφάσισα να µη βάλω τα κλάµατα, αλλά να παλέψω, γιατί έπρεπε πρώτα να επιβιώσω και µετά να προχωρήσω µπροστά».

Τις ίδιες δυσκολίες αλλά και τις ίδιες αγωνίες συνάντησε στο ταξίδι του για την Ελλάδα και ο 18χρονος σήµερα Τζαµέλ Καν, που κατάγεται από το Αφγανιστάν, έζησε κάποια χρόνια στο Πακιστάν και στα 14 του επέστρεψε στο Αφγανιστάν. Στα 16 του µαζί µε τον µεγαλύτερο αδελφό του έφυγαν αναζητώντας µια καλύτερη τύχη και την ελευθερία τους.

Από τον Έβρο

Περπάτησαν χιλιάδες χιλιόµετρα, ταξίδεψαν µε ΙΧ, µε ταξί, µε νταλίκες, έδωσαν όσα χρήµατα είχαν σε διακινητές και µέσω του Εβρου βρέθηκαν πριν από δύο χρόνια σε camp προσφύγων στην Αθήνα και από εκεί σήµερα στη Θεσσαλονίκη.

Ο Τζαµέλ µιλά άπταιστα αγγλικά και εργάζεται ως µεταφραστής σε ΜΚΟ. Με τη ζωγραφική δεν είχε σχέση, εκτός από το ότι η µεγάλη του αδελφή είναι ζωγράφος.

Μπήκε στην οµάδα «ΜΑΖΙ» θέλοντας να δοκιµάσει τη δεξιότητά του, ενώ µαθαίνει ελληνικά και θα ήθελε στο µέλλον να σπουδάσει µηχανικός στο Πολυτεχνείο.

Σήµερα, η ζωγραφική αντιπροσωπεύει για τον ίδιο ό,τι καλύτερο του έχει συµβεί και όπως µας λέει «είναι η καλύτερη θεραπεία για να ξεπεράσει κανείς τη θλίψη, την κατάθλιψη, τη µοναξιά». Ζωγραφίζει κυρίως άλογα, γιατί, όπως εξηγεί, «είναι όµορφα, συµβολίζουν τη δύναµη και την εξουσία και όλοι τα αγαπούν».

Στην έκθεση MΙMONISA συµµετέχουν, επίσης, η Σουηδέζα νοσηλεύτρια Λίνεα Βέρτερνταλ, η Ντορίνα Μάλλιου - απόφοιτος της Σχολής Καλών Τεχνών του ΑΠΘ, η Βιβή Κωστοπούλου - καθηγήτρια εικαστικών, η Στέλλα Νίνου, η ∆ήµητρα Αργυροπούλου, η Γιάννα Κεσίδου, η Βασιλική Πανταζίδου και η Νόπη Γαϊτανίδου.

Όλα τα έργα εκτίθενται -και πουλιούνται- στην Αίθουσα «Αλλατίνη-Ντασώ», στο ισόγειο του Γαλλικού Ινστιτούτου Θεσσαλονίκης, και θα βρίσκονται εκεί µέχρι τις 8 Φεβρουαρίου.

πρόσφυγεςέργα τέχνης