Πολιτισμός|19.03.2019 18:17

Συναυλία Σταύρου Ξαρχάκου σε ρεπερτόριο Βαμβακάρη

Ναταλί Χατζηαντωνίου

Σαν τελετουργία μεγαλοβδομαδιάτικης ατμόσφαιρας έφτιαξε ο Σταύρος Ξαρχάκος τη μουσική του παράσταση πάνω στον Μάρκο Βαμβακάρη. Ιερουργεί, φλέγεται, διευθύνει και δημιουργεί, αεικίνητος στη φωτισμένη με κεριά σκηνή του Γκαζάρτε κατορθώνοντας να πλάσει το καινούριο από το πολύτιμο αλλά και δύσκαμπτο κι ανελαστικό υλικό που είναι το παλιό ρεμπέτικο (γιατί είναι αδύνατον να το φέρεις στα μέτρα σου, αν δεν σεβαστείς τα δικά του)

Κι όμως στα 80 του εκείνος με έμπνευση εφήβου και αειθαλές ταλέντο βέβαια, χρησιμοποιεί τη ρυθμολογία του χιπ-χοπ και την υποβλητική φυσιογνωμία και φωνή του Μιχάλη Μυτακίδη(είναι βέβαια ο B. D. Foxmoor των Active Member) δημιουργώντας αυτό το ημιφωτισμένο, μυστηριακό περιβάλλον που ευνοεί την αφήγηση της ζωής του Μάρκου.

Και σου υποβάλλει την ιδέα μιάς κάποιας απειλής μέσα στην οποία το τότε «περιθώριο» γεννούσε αυτά τα αριστουργήματα σαν απλές κι αβίαστες μαρτυρίες της καθημερινότητάς του.

Και δεν είναι μόνον αυτό που πετυχαίνει ο Ξαρχάκος: δένοντας την αβίαστη αφηγηματικότητα του ρεμπέτικου -όπου κάθε απλή λεξούλα και νόημα έχουν την ακριβή θέση τους-, με την αρχαία τέχνη των ραψωδών τότε, του χιπ-χοπ τώρα, σε μία απαραβίαστη συνέχεια, αναζητά και βρίσκει επιπλέον και το νήμα της συγγένειας ρεμπέτικου και μπλουζ.

Δεν είναι τυχαίο ότι όσο ο Μυτακίδης επεμβαίνει με πρωτοπρόσωπα αφηγηματικά θραύσματα βασισμένα σε γραπτά και στίχους του Μάρκου ή άλλα γραμμένα από τον ίδιο σαν γραμμένα από τον Βαμβακάρη, η Ορχήστρα με την «παράτολμη» σύνθεση (ναι μπουζούκι αλλά και κοντραμπάσο και πιάνο κι ακορντεόν..) παίζει «πειραγμένη» απ’ τον Ξαρχάκο τη βασική μελωδία της Φραγκοσυριανής σαν τζαζ-μπλουζ εισαγωγή.

Έτσι υποδέχεται αυτή η παράσταση το μπουζούκι και τη ραγισμένη φωνή του Στέλιου Βαμβακάρη που φτάνει απ΄τον εξώστη-εκεί κάθεται καταρχάς ο γιός του Μάρκου. Και υπάρχει βέβαια και η Γαλάνη, θεϊκή στην λιτή λαϊκότητα και απόλυτη ισορροπία της φωνής της ώστε, ό,τι θα απειλούσε να ξεφύγει, να επανέρχεται αμέσως στην κρυστάλλινα λαϊκή ψυχή του.

Στο δεύτερο μέρος που είναι αφιερωμένο στα “ντουζένια και στα καραντουζένια”( στα ιδιαίτερα κουρδίσματα που έκαναν οι ρεμπέτες) όλο αυτό το νταρκ προγκεσιβ αλλά και ταυτοχρόνως οικείο υλικό κορυφώνεται στο διονυσιασμό που κατακτούσε πάντα το «γλέντι» της Ανατολής όταν ήταν αυθεντικό και «βαφτισμένο» στην χαρμολύπη. Τελικά ό,τι συμβαίνει στο Γκαζάρτε είναι ένα από τα σπουδαιότερα πράγματα που εχει καταθέσει ποτέ ο Ξαρχάκος.

Μόνη ένσταση ίσως ότι καθώς αυτά τα τραγούδια φτιάχτηκαν και παίχτηκαν μέσα σε περιβάλλοντα πολύ μακριά από την αποστείρωση του 21ου αιώνα, η εκτέλεση όλης αυτής της παράστασης στις άψογες μεν συνθήκες του χώρου (με τον υποδειγματικό ήχο, την αψογη εξυπηρέτηση, τον ενδεδειγμένο φωτισμό, την άνετη σκηνή), οδηγεί αντιστοίχως σε κάπως αποστειρωμένη ακρόαση. Και πιο ακαδημαική.

Ισως όμως αυτό να ήταν που ήθελε εξαρχής ο Σταύρος Ξαρχάκος. Να επιτύχει την ακρόαση αυτού του μουσικού υλικού χωρίς τσιγάρο, κουβέντα και τις συνθήκες που παιζόταν κάποτε το ρεμπέτικο στα κουτούκια. Αλλά εν προκειμένω κάτι χάνεις και δύο κερδίζεις: Την ουσία της τέχνης του Βαμβακάρη και το απόσταγμα του ταλέντου του Ξαρχάκου.  

Σταύρος ΞαρχάκοςΜάρκος ΒαμβακάρηςΔήμητρα Γαλάνη