Πολιτισμός|21.10.2018 16:24

Η σύγχρονη τέχνη σε αρμονία με την παράδοση

Ναταλί Χατζηαντωνίου

Είναι όμορφα, περιτριγυρισμένα από ένα μαγευτικό ορεινό τοπίο και από «συστάδες» διάσημων για το κάλλος τους χωριών. Εχουν κοσμοπολίτικο παρελθόν συνύπαρξης διαφορετικών εθνοτήτων και θρησκειών. Σήμερα, διατηρώντας σε ικανοποιητικό σημείο την ιδιαίτερη αρχιτεκτονική και πολιτισμική τους φυσιογνωμία γύρω από την περίφημη λίμνη, φιλοξενούν τουλάχιστον 20.000 φοιτητές που δίνουν τον τόνο σε αυτή την πόλη των κατά τα άλλα 120.000 κατοίκων. Και έχουν βέβαια μεταξύ των πανεπιστημιακών σχολών μια Σχολή Καλών Τεχνών. Μ’ αυτά και μ’ αυτά, τα Γιάννενα ήταν εξαρχής ένας κατάλληλος τόπος υποδοχής της πρώτης Μπιενάλε Δυτικών Βαλκανίων που είναι... γέννημα θρέμμα της Σχολής Καλών Τεχνών. Αλλωστε, και ως ιδέα «συνελήφθη» στο Εργαστήριο Ιστορίας της Τέχνης με διευθυντή τον αναπληρωτή καθηγητή Χρήστο Δερμεντζόπουλο.

«Επειδή συζητιέται το θέμα της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς, με έμφαση και από την UNESCO, σκεφτήκαμε μια Μπιενάλε επικεντρωμένη σε αυτό, εξετάζοντας όμως πώς νέοι καλλιτέχνες συνδυάζουν τις νέες τεχνολογίες με την παράδοση» εξήγησε εξαρχής ο κ. Δερμεντζόπουλος, βαφτίζοντας την πρώτη διοργάνωση «Η παράδοση εκ νέου» και αναλαμβάνοντας την καλλιτεχνική της διεύθυνση όταν η πρωτοβουλία αγκαλιάστηκε από το υπουργείο Πολιτισμού και την Περιφέρεια Ιωαννίνων, που προσέφεραν και την κύρια οικονομική ενίσχυση. Σε αυτήν συμμετείχε και ο δήμος, με λιγότερα χρήματα και περισσότερη γκρίνια εκ μέρους κάποιων δημοτικών συμβούλων. Κακώς, αφού η διοργάνωση (που πραγματοποιήθηκε 11 με 14 Οκτωβρίου) έχει πολλά να προσφέρει στην πόλη. Και καταρχάς έναν λόγο να είναι ανά διετία σε περίοπτη θέση στον βαλκανικό χάρτη του σύγχρονου πολιτισμού, να ενδυναμώσει την πολιτισμική -και όχι μόνο-συνύπαρξη και να λειτουργήσει ως επιπλέον πόλος τουριστικής-πολιτιστικής έλξης. Αλλωστε είναι χαρακτηριστικό ότι ένας από τους διακεκριμένους καλεσμένους αυτής της πρώτης Μπιενάλε ήταν ο βραβευμένος με Γκράμι μουσικός παραγωγός, μουσικολόγος Κρίστοφερ Κινγκ, ο άνθρωπος που ανακάλυψε μόνος του τα ηπειρώτικα και έγραψε το βιβλίο «Μοιρολόι από την Ηπειρο». Ο Κινγκ μετείχε στις εκδηλώσεις της Μπιενάλε ετοιμάζοντας μαζί με τον Σέρβο ερευνητή Νέναντ Βούζιτς ένα μουσικοαφηγηματικό πρότζεκτ που εστίαζε στην περίπτωση ενός Σέρβου με καταγωγή από τα Ζαγοροχώρια μουσικού της πειραματικής πανκ σκηνής του ’80.

Δύο βασικές εκθέσεις

Η παρουσίαση αυτή, αρκετά μεγάλης διάρκειας για τις αντοχές του μέσου ακροατή, ήταν μία απ’ όσες έγιναν στο πάρκο Λιθαρίτσια μέσα στη τεράστια διάφανη φούσκα, εγκατάσταση της βερολινέζικης ομάδας των Plastique Fantastique. Εκεί έγινε κι ένα μεγάλο μέρος των πιο πειραματικών εκδηλώσεων, όπως π.χ. η ηχητική περφόρμανς της Σκοπιανής κολεκτίβας των Τ. Ντιμιτρόφ και Μ. Γκεοργκιέφσκι. Υπήρχαν και πιο προσιτές προτάσεις για τον μέσο θεατή, όπως μια επιλογή από τις καλύτερες εθνογραφικές ταινίες των τελευταίων ετών, που προβλήθηκαν ωστόσο με δυσκολία μια που η υλικοτεχνική υποδομή της Μπιενάλε δεν ήταν η καταλληλότερη για ένα τόσο φιλόδοξο εγχείρημα.

Οι ελλείψεις φάνηκαν και σε μία εκ των δύο βασικών εκθέσεων της διοργάνωσης: με τίτλο «Υφαίνοντας την Ευρώπη/υφαίνοντας τα Βαλκάνια», σε επιμέλεια της Εφης Κυπριανίδου, η έκθεση συγκέντρωσε έργα (κατασκευές, εγκαταστάσεις, βίντεο) εικαστικών από Ελλάδα, Κύπρο, Σερβία, Σκόπια, Βοσνία και Αλβανία, στο Μέκειο που είχε λειτουργήσει στις αρχές του 20ού αι. ως οικοτροφείο θηλέων και ύστερα ως επαγγελματική σχολή ραπτικής και υφαντικής. Παρά τα τεχνικά προβλήματα (π.χ.
στις ηλεκτρολογικές εγκαταστάσεις), η έκθεση ήταν από τα επιτυχέστερα εγχειρήματα της διοργάνωσης. Οι υποβλητικές μνήμες του χώρου λειτούργησαν πολλαπλασιαστικά, «αφηγήθηκαν» την πονεμένη ιστορία των Βαλκανίων και κατέγραψαν τον σύγχρονο προβληματισμό για τον σημερινό ρόλο αυτής της γωνιάς του πλανήτη εντός του ευρωπαϊκού «υφαντού». Εντυπωσιακή ήταν η εγκατάσταση της Κλίτσας Αντωνίου «Παραλληλοτοπία», που με πρώτη ύλη το βιβλίο του Ορχάν Παμούκ «Ιστανμπούλ» «μεταποίησε» τις περιγραφές του Τούρκου νομπελίστα σε (χάρτινους) χώρους, αντικείμενα και διαδρομές. Η σκοπιανή κολεκτίβα των ΟΡΑ, μέσα σε ένα από τα δωμάτια του Μεκείου όπου διατηρούνται τα σιδερένια κρεβατάκια των παλιών οικοτρόφων, προέβαλε ένα βίντεο με τη σημαία της χώρας της να κυματίζει σκισμένη από τον άνεμο. Η Γιούλα Χατζηγεωργίου και ο Ανδρέας Σάββα έφτιαξαν εγκαταστάσεις που υπέβαλαν συγκινητικές αναφορές στις μνήμες του χώρου αλλά και στο ευρωπαϊκό παρόν. Με τους βαλκανικούς στερεότυπους συμβολισμούς έπαιξε ειρωνικά στο «Βαλκανικό έπος» του ο Νίκος Γυφτάκης κ.ά.

Η δεύτερη έκθεση με τίτλο «Common Myths» φιλοξενήθηκε στο Σουφαρί Σεράι, έδρα του Ιστορικού Αρχείου Μουσείου Ηπείρου, παρουσιάζοντας έργα που σε σύμπνοια με τον χώρο ερευνούσαν έννοιες όπως η επανερμηνεία και η αναπαράσταση της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς.

Οι δύο εκθέσεις έδωσαν ξεκάθαρα το στίγμα της διοργάνωσης στον βαθμό που επιδιώκει να αγκαλιάσει την ιστορία, τη μνήμη και την παράδοση της Ηπείρου κατ’ αρχάς και των Βαλκανίων, φλερτάροντας με την υποβλητικότητα κάθε χώρου υποδοχής. Αυτό ανεβάζει και τον πήχη της διοργάνωσης: η ομορφιά του φυσικού αλλά και του αρχιτεκτονικού τοπίου λειτουργεί ως ένα αυτόνομο επιβλητικό έργο που δεν μπορεί να το παρακάμψει η σύγχρονη τέχνη. Κατά τα άλλα, η ίδια η διοργάνωση αντιμετώπισε μεγάλη δυσκολία: ο ελάχιστος χρόνος προετοιμασίας, ο μικρός προϋπολογισμός και η «εγκεφαλικότητα» ορισμένων εκδηλώσεων, εννοιολογικά δυσπρόσιτων ακόμα και για μυημένους, προκάλεσαν δυσλειτουργίες. Αυτά είναι όμως και αναμενόμενα σε μια πρώτη διοργάνωση. Τη διασφάλιση της ομαλής και με καλύτερους όρους (ενδεχομένως ενισχυμένης και από ένα ΕΣΠΑ) συνέχειας της Μπιενάλε εγγυήθηκε ωστόσο η παρουσία στα Γιάννενα της υπουργού Πολιτισμού. Η Μυρσίνη Ζορμπά σαφώς στήριξε την Μπιενάλε, επισημαίνοντας π.χ. ότι «μιλάει για “παράδοση εκ νέου” και είναι ό,τι έχουμε ανάγκη». Σωστά όμως επισήμανε και ότι «πρέπει να εξασφαλίζουμε τη βαθύτερη σχέση της πόλης με τα γεγονότα, τη συμμετοχή, και όχι απλώς να καλούμε τους πολίτες στα γεγονότα»

Μπιενάλε Δυτικών Βαλκανίων