Πολιτισμός|29.07.2019 16:23

Τατόι - Αρχαιολογικό Μουσείο: Ανάπλαση με ροδοπέταλα και αγκάθια

Γιώργος Βαϊλάκης

Είναι αναμφίβολα δύο φιλόδοξα σχέδια: η αξιοποίηση του πρώην βασιλικού κτήματος στο Τατόι και η υπόγεια επέκταση του Αρχαιολογικού Μουσείου. Αυτό προέκυψε από την συνάντηση που είχαν ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης με την Υπουργό Πολιτισμού, Λίνα Μενδώνη την περασμένη Τρίτη, στο Μέγαρο Μαξίμου. Επιπλέον, στη συνάντηση αυτή συζητήθηκε η σχέση που θα έχει το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο με το Αρχαιολογικό Μουσείο, καθώς και η υπόγεια διασύνδεση του Μουσείου με το Ακροπόλ.

Ακολούθησαν ουκ ολίγες αντιδράσεις και διχογνωμίες για τα ενδεχόμενα αυτά – είχαν προηγηθεί οι προγραμματικές δηλώσεις του πρωθυπουργού στη Βουλή όπου είχε κάνει λόγο για «ενοποίηση» του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου με το Πολυτεχνείο – ενέργεια η οποία προσκρούει στο άρθρο 109 του Συντάγματος περί κληροδοτήματος: Το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο αποτελεί κληροδότημα της Ελένης Τοσίτσα, που ορίζει σαφώς τη χρήση του ως εκπαιδευτικού ιδρύματος.

Κάπως έτσι, η κυρία Μενδώνη μίλησε για απλές «συνέργειες» ανάμεσα στα δυο ιδρύματα. Απ’ την άλλη, η σύνδεση υπογείως του Εθνικού Αρχαιολογικύ Μουσείου με τις υποδομές του Ακροπόλ, το οποίο θα λειτουργήσει ως πολιτιστικός χώρος σύγχρονης δημιουργίας, τεχνικά είναι εφικτή. Η ενδεχόμενη, όμως, ενοποίηση του Μουσείου με το Ακροπόλ δεν είναι – αυτό έχει ανακατασκευαστεί με ΕΣΠΑ, με στόχο αποκλειστικά πολιτιστικές χρήσεις του Υπουργείου Πολιτισμού.

Οσον αφορά στην παρέμβαση που αναμένεται να γίνει στο πρώην βασιλικό τμήμα στο Τατόι, έχει ένα βασικό στόχο: Την ανάδειξη του θερινού ανακτόρου Τατοϊου, συνολικά. Δηλαδή, μέσα από τη χρήση των ανακτόρων ως μουσείου, αλλά και με την προβολή της ιστορικής ταυτότητας των υπόλοιπων κτιρίων. Το παλάτι αυτό υπήρξε η κύρια καλοκαιρινή κατοικία των μελών της τέως βασιλικής οικογένειας και το κτήμα Τατοΐου, είναι μια έκταση 42.000 στρεμμάτων καλυμμένη με πυκνό δάσος από κυπαρίσσια, ελιές και πλατάνια.

Ηταν το προσωπικό δημιούργημα του Γεωργίου Α΄ που το ήθελε ένα κτήμα αναψυχής. Το πρώτο κτίριο που ολοκληρώθηκε το 1874 είναι ένα διώροφο σπίτι με δίρρικτη στέγη, το οποίο παραδόξως προοριζόταν να γίνει όχι ανάκτορο, αλλά βασιλικός ξενώνας - χρήση για την οποία δεν διατέθηκε ποτέ. Πάνω από το ήδη χαραγμένο περιβόλι, άρχισε να οικοδομείται από τον αρχιτέκτονα Σάββα Μπούκη, το 1884, το ανάκτορο.

Μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα το Τατόι είχε, επίσης, αποκτήσει δύο ναούς - Προφήτη Ηλία (1873) και Αναστάσεως (1899)- ένα υπασπιστήριο, τρεις οικίες για αυλικούς υπηρεσίας, ένα τηλεγραφείο, ένα οινοποιείο, ένα βουτυροκομείο, τρεις στάβλους. Η πυρκαγιά του 1916 θα σηματοδοτούσε το τέλος της χρυσής εποχής. Καίγεται το μεγαλύτερο μέρος του δάσους, τα εκατοντάδες ελάφια που ο Γεώργιος είχε εισαγάγει από την Ουγγαρία, οι ανακτορικοί στάβλοι, ο ναός του Προφήτη Ηλία, το παλιό ανάκτορο.

Το κτήμα περιήλθε στο δημόσιο τρεις φορές, το 1924, το 1973 και το 1994, όταν η ελληνική κυβέρνηση δήμευσε όλη τη βασιλική περιουσία χωρίς καμία αποζημίωση. Προηγουμένως, το 1991, έξι νταλίκες φορτωμένες με εννέα κοντέινερ βάρους 32 τόνων έφυγαν από το Τατόι για το λιμάνι του Πειραιά, μεταφέροντας με πλοίο την κινητή περιουσία της τέως βασιλικής οικογενείας στην Αγγλία –εξέλιξη που είχε προκαλέσει τότε σάλο.

Όπως και να ’χει, μέχρι τώρα ήταν δυνατή η περιήγηση μόνο στα πανέμορφα μονοπάτια του κτήματος. Αλλά, με τα νέα σχέδια αναδεικνύονται εξολοκλήρου τα θερινά ανάκτορα, θα είναι απολύτως προσβάσιμα στον επισκέπτη και θα αναβαθμιστούν λόγω της μουσειακής, πια, χρήσης του. Πάντως, από τα δύο σχέδια, η υπόγεια επέκταση του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου κρίνεται η πιο σημαντική. Και αυτό γιατί έτσι θα εξασφαλισθούν οι αναγκαίοι χώροι για την προβολή των πολύτιμων συλλογών του που το καθιστούν διεθνώς μοναδικό.

Το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο ιδρύθηκε το 1829 και αποτέλεσε το πρώτο μουσείο της Ελλάδας. Η αρχική του έδρα ήταν στην Αίγινα - την πρώτη πρωτεύουσα. Με τη μεταφορά της πρωτεύουσας στην Αθήνα το 1834, μεταφέρθηκε και η έδρα του μουσείου. Αρχικά, οι αρχαιότητες στεγάστηκαν σε διάφορα κτίρια και μνημεία. Ωσπου, το 1866, με τη δωρεά του οικοπέδου από την Ελένη Τοσίτσα και τη χορηγία της οικογένειας Μπερναρδάκη από την Αγία Πετρούπολη, ξεκίνησε η ανέγερση του σημερινού κτιρίου του Μουσείου, σε σχέδια L. Lange και με τροποποιήσεις του E. Ziller στην πρόσοψη.

Και, βέβαια, είναι ένα από τα σημαντικότερα μουσεία σε παγκόσμια κλίμακα, ένα πραγματικό θησαυροφυλάκιο της αρχαίας ιστορίας και τέχνης, που υπόσχεται μέσα από 11.000 εκθέματα ένα συναρπαστικό ταξίδι από την προϊστορική εποχή μέχρι τα χρόνια των Ρωμαίων αυτοκρατόρων - ένα μουσείο 9.500 τ.μ. και 64 αιθουσών.

Αλλά αυτά δεν φαίνεται να αρκούν: Στις αποθήκες του υπάρχουν 200.000 αντικείμενα που παραμένουν αθέατα! Μάλιστα, το «Αθέατο Μουσείο» που είναι μια επιτυχημένη δράση του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, κάνει αυτό ακριβώς: προβάλλει επιλεγμένες αρχαιότητες από τον κόσμο των αποθηκών – κάτι που δεν θα είναι πλέον απαραίτητο, εάν πραγματοποιηθεί το σχέδιο της υπόγειας επέκτασης και των νέων χώρων.

ΤατόιΛίνα ΜενδώνηΕθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο