Πολιτισμός|18.11.2018 10:25

Οι 30 πρώτες ελληνικές σειρές στην τηλεόραση (infographic)

Χρήστος Ιερείδης

Η ελληνική τηλεόραση παρέµενε µια ανεξερεύνητη, αχαρτογράφητη περιοχή, από συστάσεώς της. Εισήλθε στη ζωή και την καθηµερινότητα των Ελλήνων τον Φεβρουάριο του 1966, µετεξελίχθηκε σε σύγχρονο τζάκι γύρω από το οποίο συγκεντρώνεται η ελληνική οικογένεια, αποτέλεσε και αποτελεί κυρίαρχη οικιακή ψυχαγωγία, και µέχρι τώρα είναι καταχωρισµένη στο συλλογικό υποσυνείδητο µε αρνητικό πρόσηµο σε σηµαντικό βαθµό.

Σε µερικές ηµέρες θα κυκλοφορήσει ο συλλογικός τόµος «50 χρόνια ελληνική τηλεόραση» (εκδ. Επίκεντρο), σε µορφή ηλεκτρονικού βιβλίου και έντυπης έκδοσης (σε περιορισµένο αριθµό αντιτύπων). Αποτελεί προϊόν συνεπιµέλειας του Βασίλη Βαµβακά, επίκουρου καθηγητή Κοινωνιολογίας της Επικοινωνίας στο Τµήµα ∆ηµοσιογραφίας και ΜΜΕ, και του Γρηγόρη Πασχαλίδη, καθηγητή Πολιτισµικών Σπουδών στο Τµήµα ∆ηµοσιογραφίας και ΜΜΕ, αµφότεροι του ΑΠΘ.

Η προσέγγιση µπορεί να έχει θεωρητικό υπόβαθρο, όµως οι 30 ακαδηµαϊκοί ερευνητές-µελετητές που συµµετείχαν µε ουδέτερη µατιά ανίχνευσαν εξονυχιστικά τους επιµέρους τοµείς που ανέλαβαν.

Το «Εθνος της Κυριακής» συνοµίλησε µε τον Βασίλη Βαµβακά και έδωσε το περίγραµµα της ενδιαφέρουσας έκδοσης, της πρώτης συστηµατικής -καθολικής- καταγραφής αντίστοιχης των tv studies του εξωτερικού.

Φοβική αντιμετώπιση

Το στοιχείο που προκάλεσε εντύπωση ήταν ότι «η ελληνική τηλεόραση αντιµετωπίστηκε φοβικά και γι' αυτό κριτικά, µε αρνητικό πρόσηµο. Ελάχιστοι την είδαν ως δηµιουργικό πεδίο. Η πολιτική, η εκδοτική τάξη του ’…† και του ’ †, είδε µε φόβο την τηλεόραση, στάση που πέρασε και στον διανοουµενίστικο κόσµο. Αλλά και από τους ακαδηµαϊκούς αντιµετωπίστηκε ως πρόβληµα. Ελάχιστοι την είδαν διαφορετικά, και προχείρως αναφέρω την αείµνηστη κριτικό των “Νέων”, Μαρία Παπαδοπούλου, και στα νεότερα χρόνια την επίσης τηλεκριτικό, Πόπη ∆ιαµαντάκου. Το ζήτηµα για εµάς ήταν αν όντως ήταν “σκουπίδια” -κατά την κοινή αντίληψη- τα 50 χρόνια τηλεόρασης στην Ελλάδα».

∆ιαπιστώθηκε ότι υπάρχουν ενδιαφέρουσες περιπτώσεις µε σηµαντικές τηλεθεάσεις σε επίπεδο µυθοπλασίας, που όµως τα προϊόντα δεν ήταν ανόητα. Ως τέτοια ο Βαµβακάς ανέφερε ενδεικτικά την «Αναστασία» (εν γένει τις σειρές της Μιρέλλας Παπαοικονόµου), το «Παρα πέντε» του Γιώργου Καπουτζίδη και τις σειρές του Μανούσου Μανουσάκη.

«Οι σειρές αυτές είναι καλές προσπάθειες εξοικείωσης µε τους αµερικανικούς κώδικες µυθοπλασίας που πέτυχαν το στοίχηµα. Η Παπαοικονόµου είναι µια ενδιαφέρουσα περίπτωση που δεν έχει µελετηθεί. Η σύνθεση των µυθοπλασιών της έχει χαρακτηριστικά του ΝΕΚ (σ.σ.: Νέος Ελληνικός Κινηµατογράφος), είναι έντεχνη τηλεόραση που συνδιαλέγεται µε την αποκαλούµενη έντεχνη µουσική δηµιουργία. Μέσα από τις σειρές της ήρθε σε επαφή το τηλεοπτικό κοινό µε το είδος της δισκογραφίας που απευθυνόταν και γνώριζε κοινό συγκριτικά µικρότερο από το πλήθος τηλεθεατών των σειρών εκείνων. Εστειλε κοντολογίς κόσµο στα δισκοπωλεία».

Αλλά και οι προτάσεις του Μανουσάκη, αν και µε σαπουνοπερικές λογικές, «έθεταν προβληµατισµούς για κοινωνικές-θρησκευτικές δοµές και για τούτο έχουν ενδιαφέρον».

Εν κατακλείδι, ο επίκουρος καθηγητής τονίζει πως οι υψηλές τηλεθεάσεις δεν σηµαίνουν «κακές» σειρές.

Οι ελληνικές σειρές ακολούθησαν την κυρίαρχη έως το 2000 διεθνή τάση των παραγωγών οικογενειακοκεντρικού και φιλικοκεντρικού χαρακτήρα. «∆ικαίως συνέβη, διότι η σύγχρονη Ελλάδα δεν ήθελε να ασχολείται µε τα πολιτικά ζητήµατα, αλλά µε θέµατα που είχαν να κάνουν µε σχέσεις, φιλίες, έρωτες» εξήγησε ο Βασίλης Βαµβακάς.

Το συλλογικό έργο (προϊόν του οµότιτλου συνεδρίου του 2016 για τα 50 χρόνια της ελληνικής τηλεόρασης) αναπτύσσεται σε πέντε τοµείς. Εξετάζει µακροσκοπικά (και µικροσκοπικά) την ιστορία της ελληνικής τηλεόρασης, κάνει κατάδυση στο σύµπαν της ελληνικής µυθοπλασίας, αναλύει τον τοµέα της ειδησεογραφίας/ενηµέρωσης, καταγράφει τις πολιτισµικές διαστάσεις της στο σύνολό τους και περιγράφει αναλυτικά τη «µετα-τηλεόραση».

Στο κεφάλαιο «Ενηµέρωση» επιχειρείται ενδοσκόπηση στις δοµές των ειδήσεων. «Σε επίπεδο φόρµας, τεχνικής, σκηνοθεσίας, η ενηµέρωση ακολούθησε τις διεθνείς τάσεις, κυρίως τις αµερικανικές και ιταλικές, λιγότερο τις αγγλικές ή γαλλικές. Το περιεχόµενο σηκώνει πολλή συζήτηση» είπε ο Βαµβακάς.

Τα πρώτα χρόνια της ιδιωτικής τηλεόρασης -εξήγησε ο επίκουρος καθηγητής- τα δελτία αποτελούσαν προχωρηµένο µοντέλο ειδήσεων, αργότερα όµως «µε τα «παράθυρα» άρχισε η µεταστροφή. Την περίοδο 1996-2016  κυριαρχεί το σχόλιο, οι πρωταγωνιστές έρχονται σε αντιπαράθεση εντός δελτίου, αντί σε τοκ σόου, το δελτίο µετατρέπεται σε αρένα αντιπαράθεσης, γι’ αυτό έφτασε να διαρκεί έως δύο ώρες, ενώ καταγράφεται και προπαγανδιστικός λόγος και τεχνικές της (πιο έντονα την περίοδο από το δηµοψήφισµα και έπειτα σε ανάλυση του δηµοσιογράφου-καθηγητή Νίκου Μπακουνάκη). Σε αυτό το πεδίο οι διαπιστώσεις είναι ανησυχητικές και αξιοπρόσεκτες.

Στο τέταρτο µέρος φωτίζεται η πολιτισµική διάσταση της τηλεόρασης. Στο µικροσκόπιο της µελέτης τέθηκαν οι θρησκευτικές εκποµπές και τα εγχώρια εκκλησιαστικά δίκτυα, οι ταξιδιωτικές εκποµπές, η χρήση των βίντεο ως νέου µέσου τηλεθέασης και επικοινωνίας στον δηµόσιο τοµέα, τα ιντερνετικά γκρουπ για τις «αγαπηµένες σειρές» µε νοσταλγική προσέγγιση ανάλογη µε εκείνη για τον παλαιό ελληνικό κινηµατογράφο.

Στο κεφάλαιο «Μετα-τηλεόραση» αναλύεται η τοποθέτηση προϊόντος ως παράγοντας διαµόρφωσης της τηλεοπτικής ψυχαγωγίας, η χρήση των βίντεο ως νέου µέσου τηλεθέασης και επικοινωνίας στον δηµόσιο τόπο και το διαδικτυακό ντοκιµαντέρ ως εργαλείο διαδραστικότητας και νέα µορφή τηλεοπτικής θέασης. 

ΤΗΛΕΟΡΑΣΗελληνικές σειρές