Πολιτισμός|20.11.2018 18:08

Γιώργος Σκούρτης: «Θέλω να χαράζω δικές µου γραµµές»

Ναταλί Χατζηαντωνίου

Η αντισυµβατικότητα, η πολύ προσωπική του «αντισυστηµικότητα», το αγκάλιασµα του «περιθωρίου», ή αυτού που στρεβλά θεωρείται τέτοιο, µε άλλο, συµβολικό τρόπο, κατανόηση και οξυµένη αντίληψη που εστίαζε στην άλλη όψη των πραγµάτων, καθώς και η οργή για τις ανισότητες και την αλαζονεία της εξουσίας, φαίνονταν σε όλα τα γραπτά και στις επιλογές της ζωής του Γιώργου Σκούρτη, που πέθανε την Κυριακή στα 78 του χρόνια έπειτα από ραγδαία επιδείνωση της βεβαρηµένης υγείας του. Πολυγραφότατος, µας έχει κληροδοτήσει, εκτός από τα σηµαντικά του τραγούδια, και τα σηµαντικά θεατρικά έργα του, διηγήµατα, νουβέλες, µυθιστορήµατα, σενάρια (αν και είναι λιγότερο γνωστή η ιδιότητά του ως συν-σεναριογράφου στο «Δυο φεγγάρια τον Αύγουστο» του Κώστα Φέρρη και στους «Προστάτες» του Παύλου Τάσσιου), ακόµα και τα άρθρα του στην εφηµερίδα «Τα Νέα».

Από τους περίφηµους «Νταντάδες» µε τους οποίους πρωτοεµφανίστηκε το 1970 στο Θέατρο Τέχνης και µετά, ο Γιώργος Σκούρτης υπήρξε φορέας µιας σκληρής και «ωµής» νεοελληνικής δραµατουργίας µε κοινωνικοπολιτικά αντανακλαστικά η οποία φλέρταρε µε το Θέατρο του Παραλόγου ή αργότερα και µε το Θέατρο-Ντοκουµέντο, επέλεγε συχνά τους ήρωές της από το περιθώριο και τις κάθε λογής «µειονότητες», και σηµάδεψε τη δεκαετία του ’70 και του ’80, αποτελώντας µαζί µε το θέατρο του Μήτσου Ευθυµιάδη και του Μπάµπη Τσικληρόπουλου ίσως τη «σχολή» που προλόγισε το σκληρό, ρεαλιστικό σινεµά και πιο όψιµα το θέατρο του Γιάννη Οικονοµίδη.

Σε αντιδιαστολή µε αυτό, υπήρξε ο ποιητής µιας ευαίσθητης, αριστερόστροφης, κοινωνικοπολιτικής επίσης διορατικότητας και ενός άµεσου λαϊκού λόγου που κατέκτησε «κορυφές» είτε µε το «Μπήκαν στην πόλη οι οχτροί», το οποίο έγινε αριστερός ύµνος µε τη µουσική του Γιάννη Μαρκόπουλου και τη φωνή του Νίκου Ξυλούρη, είτε µε τον περίφηµο, ιστορικό πια κύκλο τραγουδιών «Μετανάστες», που έκαναν και πάλι µε τον Μαρκόπουλο, µε ερµηνευτές τους Λάκη Χαλκιά και Βίκυ Μοσχολιού, είτε ακόµα µε το ανεπανάληπτο ζεϊµπέκικο «Ανεπανάληπτος», που ταυτίστηκε µε τον Τόλη Βοσκόπουλο.

Κατά µία έννοια, σε πεζά, θέατρο ή ποίηση, υπήρξε προφήτης και των τωρινών καιρών µας. Και όπως όλοι οι άνθρωποι που έχουν τέτοιες κεραίες, υπήρξε αντισυµβατικός, αιρετικός, ακατάτακτος, πότης και νυκτόβιος, µια χαρακτηριστική περσόνα στα βράδια της Αθήνας, στα νυχτερινά µαγαζιά, στις µπάρες και στις κουβέντες που µοιραζόταν κατ’ αρχάς µε τον στενό του φίλο επί χρόνια Μπάµπη Τσικληρόπουλο και µε πολλούς άλλους.

Καινούργιοι κώδικες

Γεννήθηκε και µεγάλωσε στην Αθήνα και σε αυτήν την πόλη περπάτησε και άντλησε εικόνες και βιώµατα. Έζησε, όµως, ένα διάστηµα στα τέλη της δεκαετίας του ’60 και στη Γερµανία, µια εµπειρία που µεταφέρθηκε τόσο στη θεµατική των τραγουδιών του όσο και στη θεατρική του γραφή και στους καινούργιους κώδικες, που θα εξελίσσονταν τα επόµενα χρόνια σε ό,τι έχει καθιερωθεί σήµερα ως Θέατρο Ντοκουµέντο.

Με τους «Νταντάδες», το πρώτο έργο µιας πενταλογίας που θα συµπληρωνόταν σταδιακά από τα έργα «Οι µουσικοί», «Οι εκτελεστές», «Οι ηθοποιοί», «Οι παγιδευτές», ξεκίνησε να ερευνά ό,τι θα τον ενδιέφερε εφεξής σε όλη τη δηµιουργία του: το «δίδυµο» πολίτης - εξουσία, µε ξεκάθαρο το στοιχείο της κοινωνικοπολιτικής καταγγελίας, αλλά και την ψυχολογική εµβάθυνση στις διαπροσωπικές σχέσεις και τις υπαρξιακές αγωνίες του σύγχρονου παγκοσµιοποιηµένου ανθρώπου.

Σε σκηνοθεσία Γιώργου Λαζάνη, µε τους Θ. Καρακατσάνη, Γ. Μόρτζο στους ρόλους των πρόσφατα αποφυλακισµένων, άστεγων και άνεργων ηρώων Πέτρου και Παύλου, που προσλαµβάνονται σε µια εύκολη δουλειά-παγίδα µε υψηλές απολαβές και πολυτελείς εργασιακές συνθήκες, η πρώτη εκείνη παράσταση των «Νταντάδων» έκανε πάταγο και έδωσε απευθείας συστάσεις για τις µελλοντικές προθέσεις του συγγραφέα της: «Ποτέ δεν ήµουν σε κόµµα ή απόκοµµα, από χαρακτήρα δεν µπορώ να ακολουθώ τη γραµµή, θέλω να χαράζω τις δικές µου, όµως θεωρώ την πολιτική συνειδητοποίηση ενάντια στο άδικο και το κακό -τον πολεµοκάπηλο, ναρκοµανή, πόρνο και “απεχθή πιστωτή” ανθρωποφάγο καπιταλισµό- το πρώτο καθήκον του πολίτη. Από πιτσιρικάς είµαι οργισµένος πολιτικά, έστω και αν τότε δεν είχα τη γνώση να αναλύσω τις συµπεριφορές µου», εξηγούσε αργότερα ο ίδιος σε συνέντευξή του στο «∆ιάστιχο».

Ευδιάκριτα ήταν αυτά τα στοιχεία και σε άλλα θεατρικά έργα του, όπως τα περίφηµα «Κοµµάτια και θρύψαλα» και τα «Ο Καραγκιόζης παρά λίγο βεζίρης», «Απεργία», «Το θρίλερ του έρωτα» κ.ά., ενώ στην εργογραφία του υπάρχει και η άπαιχτη ιστορική τριλογία του («Η δίκη του Σωκράτη», «Η κωµωδία του βασιλιά Ιουγούρθα», «Υπόθεση ΚΚ»). Εκτός θεάτρου, από τα πιο πολυδιαβασµένα βιβλία του είναι η «Εκποίηση» (Καστανιώτης 2004), και «Νύχταθλο» (Ιανός 2006), µια «εκ βαθέων» καταγραφή στίχων, ερωτικών σπαραγµάτων και νυχτερινών κατανύξεων. Αυτό ήταν η άλλη πλευρά του Σκούρτη, η ερωτική και η νυκτόβια.

Υπήρξε παντρεµένος για ένα διάστηµα µε τη γνωστή ποιήτρια και ηθοποιό Αγγελική Ελευθερίου, αδελφή του Μάνου Ελευθερίου. Μαζί είχαν αποκτήσει έναν γιο. Ειλικρινή συλλυπητήρια στην οικογένεια και τους οικείους του Γιώργου Σκούρτη έστειλε η υπουργός Πολιτισµού Μυρσίνη Ζορµπά, η οποία ανακοίνωσε ότι η κηδεία του θα γίνει δηµοσία δαπάνη.

Γιώργος Σκούρτηςµυθιστορήµατα