Πολιτισμός|13.11.2019 14:32

Εκατοντάδες πλαστές αρχαιότητες δελεάζουν τους συλλέκτες

Newsroom

Επιτήδειοι ανά τη χώρα κατασκευάζουν πλαστές αρχαιότητες, πιστά αντίγραφα των γνήσιων και τα μοσχοπουλούν, ενώ είναι ήδη γνωστά τέτοια…εργαστήρια στις διωκτικές αρχές, για ευνόητους λόγους όμως δεν ανακοινώνονται. Μιλώντας πριν λίγες μέρες σε επιστημονική συνάντηση που έγινε στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, η Ελένη Πιπέλια, αρχαιολόγος της Διεύθυνσης Τεκμηρίωσης & Προστασίας Πολιτιστικών Αγαθών του υπουργείου Πολιτισμού, είπε πως από το 1953 ως το 2015 έγιναν 992 κατασχέσεις αρχαίων αντικειμένων, από τα οποία τα 453 -ποσοστό μεγαλύτερο το 50%- ήταν κίβδηλα.

Η Ελένη Πιπέλια

Από αυτά, σύμφωνα με την κ. Πιπέλια, τα 26 ήταν πλαστές κεφαλές, αντίγραφα αρχαίων ευρημάτων, ενώ είναι χαρακτηριστικό πως η κιβδηλεία χαρακτηρίστηκε ως ποινικό αδίκημα μόλις το 2008. Με τον νόμο 3658 «για την προστασία των πολιτιστικών αγαθών και άλλες διατάξεις» διώκεται «όποιος εισάγει, εξάγει, κατέχει εκμαγεία  αντίγραφα ή απομιμήματα μνημείων, με σκοπό να τα διαθέσει ως γνήσια», όχι όμως και ο κατασκευαστής και αυτό για τους αρχαιολόγους είναι μια σοβαρή παράλειψη.

Από τα πιο χαρακτηριστικά και εντυπωσιακά παραδείγματα κίβδηλης αρχαιότητας ήταν το πλαστό άγαλμα Κόρης, της αρχαϊκής εποχής , που βρέθηκε κρυμμένο σε ένα μαντρί στην Φυλή Αττικής, το 2012. Το άγαλμα ήταν πιστό αντίγραφο της «Πεπλοφόρου Κόρης», έργο κορυφαίου αττικού εργαστηρίου, που φιλοτεχνήθηκε από μάρμαρο Πάρου γύρω στο 530 π.Χ. και εκτίθεται στο Μουσείο της Ακρόπολης. Το όνομά της οφείλεται στο ένδυμα που φορά, ένα είδος πέπλου και πιθανόν απεικονίζει όχι μια Κόρη, αλλά τη θεά Άρτεμη με βέλη και τόξο στα χέρια.

Η "πεπλοφόρος" Κόρη στο Μουσείο Ακρόπολης

Οι κάτοχοί του διαπραγματεύονταν την πώληση με συλλέκτες -που όμως ήταν αστυνομικοί- αντί του ποσού των 500.000€, ενώ αν ήταν γνήσιο θα κόστιζε πάνω από 100 εκατομμύρια ευρώ. Η πλαστότητά του φαινόταν με γυμνό μάτι και είναι χαρακτηριστικό πως ο πρόεδρος του Μουσείου Ακρόπολης, καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας, Δημήτρης Παντερμαλής, το αντιλήφθηκε από τις πρώτες εικόνες που είδε στην τηλεόραση, παρότι υπήρξαν αρχαιολόγοι που εκτιμούσαν ότι ήταν γνήσια αρχαιότητα. Το άγαλμα ήταν ένα κακό αντίγραφο και μάλιστα η κόρη της Φυλής είχε σπασίματα στα ίδια ακριβώς σημεία με το αυθεντικό έργο. Στην αρχαιότητα δεν υπήρχαν Κόρες, καθώς αυτές ήταν αναθήματα και αντίγραφά τους δεν είχαν γίνει ούτε στους ρωμαϊκούς χρόνους. Στα πλάγια του κορμού το πλαστό άγαλμα είχε…ραφές, σημάδι που έγινε με καλούπι και διακρίνονταν ακόμη και οι φυσαλίδες από την διαδικασία της χύτευσης. Η τελική εκτίμηση ήταν πως επρόκειτο για ένα κίβδηλο έργο, κακό αντίγραφο, που δεν αποκλείεται να κατασκευάστηκε τον 19ο αιώνα και περιήλθε άγνωστο πώς στην κατοχή των ατόμων που το διέθεταν προς πώληση.

Το κακό αντίγραφο που βρέθηκε σε μαντρί στην Φυλή Αττικής

Η επιστημονική συνάντηση που έγινε στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης είχε θέμα «Αντιγράφοντας (σ)το παρελθόν» και η ενότητα που συγκέντρωσε μεγάλο ενδιαφέρον ήταν αυτή με τίτλο «Αναγνωρίζοντας τα κίβδηλα».

Η επιμελήτρια, επιστημονικός συνεργάτης του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης, Άννα Μυκονιάτη, αναφέρθηκε στις Ταναγραίες, τα περίφημα πολύχρωμα γυναικεία ειδώλια από πηλό, που έφεραν στο φως οι ανασκαφές (παράνομες και νόμιμες) στην Βοιωτία, στο τέλος του 19ου αιώνα. Οι Ταναγραίες βρήκαν μεγάλη απήχηση τόσο στο ευρύ ευρωπαϊκό κοινό, όσο και σε επώνυμους δημιουργούς και όπως είπε η κ., Μυκονιάτη, αποτέλεσμα της δημοτικότητάς τους ήταν η εκτεταμένη πλαστογράφησή τους σε βαθμό μάλιστα απροσδιόριστο μέχρι σήμερα.

Σύμφωνα με την κ. Πιπέλια, η ανεξέλεγκτη παραγωγή των Ταναγραίων ήταν στα 1870, χρονιά που εντάσσεται στην πρώτη περίοδο του φαινομένου της κιβδηλείας αρχαιοτήτων. Στην περίοδο αυτή (1834-1899) το φαινόμενο αναγνωρίζεται και το χαρακτηριστικό της είναι η μαζική παραγωγή Ταναγραίων. Το θέμα απασχολούσε ιδιαίτερα από το 1878 τον τότε Γενικό Έφορο Αρχαιοτήτων του Κράτους, Παναγιώτη Ευστρατιάδη, ο οποίος γνώριζε τις τεχνικές της απομίμησης, ώστε τα παραγόμενα αντικείμενα να δείχνουν παλιά, αλλά και κάποια εργαστήρια παραγωγής που λειτουργούσαν στην Αθήνα. Σε προσωπικές σημειώσεις του υπεύθυνου του τμήματος ελληνικών και ρωμαϊκών αρχαιοτήτων του Μουσείου του Λούβρου, την περίοδο 1881-1918, Antoine Héron de Villefosse, αναφέρονται ονόματα Ελλήνων κιβδηλοποιών, ακόμη και οι διευθύνσεις τους. Όπως εξήγησε η κ. Πιπέλια, η αρχαιολατρεία για τα πήλινα ειδώλια τον 19ο αιώνα, οδήγησε στην αρχαιομανία και ευνόησε την κιβδηλεία.

Η δεύτερη περίοδος του φαινομένου (1900-1950), χαρακτηρίζεται από τους ειδικούς ως «σκοτεινή περίοδος», καθώς δεν υπάρχει συγκεκριμένη τάση στην αντιγραφή αρχαιοτήτων, ενώ επιπλέον την Ευρώπη ταράζουν οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι. Μετά τις Ταναγραίες, το δεύτερο μεγάλο κύμα αντιγραφής αφορά αφενός σε μικρά αγγεία με επίθετες ανθρωπόμορφες μορφές και αφετέρου σε κυκλαδικά ειδώλια. Και τις δύο κατηγορίες εξυπηρετεί το μικρό τους μέγεθος, γεγονός που διευκολύνει την μεταφορά τους. Στην περίοδο της Κατοχής οι φοιτητές της Σχολής Καλών Τεχνών στην Αθήνα έφτιαχναν εντυπωσιακά αντίγραφα αρχαϊκών  ανάγλυφων και τα διέθεταν ως σουβενίρ στους Γερμανούς κατακτητές. Η σπουδαία γλύπτρια Ναταλία Μελά, που έφυγε από τη ζωή πριν από μερικούς μήνες, εξομολογήθηκε στην Ελ. Πιπέλια πως η δράση αυτή γινόταν για να ενισχυθεί η Αντίσταση.

Η τρίτη περίοδος του φαινομένου κιβδηλείας αρχαιοτήτων ξεκίνησε το 1950 και φτάνει μέχρι τις μέρες μας. Στις διωκτικές αρχές είναι γνωστά κάποια εργαστήρια, αλλά το νομικό πλαίσιο δεν διευκολύνει την ποινικοποίηση της παραγωγής και των παραγωγών.

αρχαία αντικείμεναπλαστάμάστιγα