Εκκλησία|11.03.2020 15:48

O προνοητικός λόγος του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτη και η Θεία Ευχαριστία

Μαρίνα Ζιώζιου

Το ζήτημα της μετοχής στη Θεία Ευχαριστία, σε καιρούς λοιμικών ασθενειών, είναι πολύ παλαιό και εξ αυτού πολυσυζητημένο στις διάφορες πτυχές του.

Στο πολύ πρόσφατο παρελθόν είχαν εκφραστεί έντονες επιφυλάξεις, όταν στην επικαιρότητα ήταν στο προσκήνιο το γνωστό πρόβλημα του AIDS, ενώ λίγο παλαιότερα ο ίδιος παρόμοιος προβληματισμός ήταν διάχυτος στον λαό στην περίπτωση της φυματίωσης.

Εντυπωσιακά ήταν τα παραδείγματα κληρικών, οι οποίοι είχαν επωμιστεί το πραγματικά τολμηρό καθήκον να λειτουργούν και να κοινωνούν τους λεπρούς, όπως για παράδειγμα στην περίπτωση της Σπιναλόγκας.

Παρομοίως και σε πολλά νοσοκομεία-ενδεικτικά μπορούμε να αναφέρουμε το Σανατόριο στο Ασβεστοχώρι Θεσσαλονίκης-ιερείς λειτουργούσαν και κοινωνούσαν τους ασθενείς και στη συνέχεια κατέλυαν οι ίδιοι ό,τι είχε απομείνει στο Άγιο Δισκοπότηρο, με την ακράδαντη πεποίθηση ότι η Θεία Ευχαριστία είναι το «φάρμακον της αθανασίας».

Είναι προφανές ότι σε αυτή την περίπτωση η ανθρώπινη λογική υποτάσσεται στην έννοια του θαύματος ή καλύτερα στη δυνατότητα καθοριστικής παρέμβασης της παντοδυναμίας του Θεού.

Όταν κάποιος συζητά το θέμα μ’ ένα κληρικό η επωδός είναι, σχεδόν, πάντοτε ίδια: «Αν με τη μετάδοση της Θείας Ευχαριστίας επρόκειτο να ασθενήσει κάποιος, αυτός πρώτα θα ήταν ο ίδιος ο κληρικός, ο οποίος, αφού κοινωνήσουν όλοι οι πιστοί, αναλώνει ό,τι υπάρχει στο Άγιο Δισκοπότηρο». Αντίθετα δεν φαίνεται οι κληρικοί να έχουν υποστεί κάποια σημαντική βλάβη από αυτή τη λειτουργική τους πράξη.

Για τους πιστούς το παντοτινό πρότυπο ήταν εκείνο του Χριστού, που βρέθηκε δίπλα σε πολλούς ασθενείς, ανάμεσα σε αυτούς και οι λεπροί, τους προσέγγισε ως Κυρίαρχος της ζωής και του θανάτου και τους χάρισε την υγεία. Το ίδιο παράδειγμα ακολούθησαν και πολλοί Άγιοι.

Η πίστη είναι η ισχυρότερη κινητήρια δύναμη για την υπέρβαση του φόβου της ασθένειας και κατ’ επέκταση του θανάτου.

Από τη μια ήταν μαρτυρημένη η τόλμη, που συνυφαίνεται με την πλήρη αυτοπαράδοση στη πρόνοια του Θεού, και από την άλλη ήταν έντονο το ενδιαφέρον της Εκκλησίας για την προστασία των ανθρώπων, αναπτύσσοντας διάφορες λειτουργικές πράξεις που είχαν σχέση είτε με την ικεσία προς τον Θεό είτε με συστάσεις αυτοπροστασίας.

Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση της λιτάνευσης των Τιμίων Ξύλων στην Κωνσταντινούπολη, από την 1η Αυγούστου μέχρι και την εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, με στόχευση τον καθαγιασμό των υδάτων για την απαλλαγή των κατοίκων της Πόλης από τις θερινές λοιμικές ασθένειες. Αυτή η πολυήμερη λιτάνευση ήταν για τη συνείδηση των Κωνσταντινουπολιτών μία υπόμνηση πόσο η παντοδυναμία του Θεού μπορεί να παρεμβαίνει και να προστατεύει τους πιστούς. Εξάλλου το προβαλλόμενο στη λιτανεία ήταν το Τίμιο Ξύλο, το οποίο θεωρείται από την Εκκλησία το «όπλο» για την οποιαδήποτε επιβολή.

Παράλληλα, γνωρίζουμε ότι στην Ορθόδοξη Εκκλησία υπάρχουν κι άλλες Ακολουθίες που κινούνται στο ίδιο πεδίο. Όμως επειδή η λατρεία στην Εκκλησία είναι λογική, δηλαδή δεν περιφρονεί την αυτονόητη οφειλή της Εκκλησίας για την προστασία του ποιμνίου της, υπάρχουν και πιο ρεαλιστικές προτροπές, όπως αυτή που καταγράφεται από τον Άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη, σε ένα σχόλιό του στον 28ο κανόνα της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου, όπου λέγονται τα ακόλουθα: «Όθεν και ιερείς και αρχιερείς πρέπει εν καιρώ πανώλης να μεταχειρίζωνται τρόπον εις το να μεταλαμβάνουν τους ασθενούντας, όστις να μη παραβαίνη τον Κανόνα τούτον, ουχί βάλλοντες μέσα εις σταφίδα τον άγιον Άρτον, αλλά εις τι αγγείον ιερόν, και εκείθεν να τον λαμβάνουν, ή οι μόρται (μόρτης: άνθρωπος που είχε πάθει ανοσία στην πανούκλα και προσέφερε τις υπηρεσίες του στην κοινότητα θάβοντας τους νεκρούς και περιθάλποντας τους ασθενείς), ή οι ασθενείς, δια λαβίδος. Το δε αγγείον συν τη λαβίδι να βάνεται εις ξύδι, και το οξύδι να ρίπτηται εις το χωνευτήριον, ή με όποιον άλλον τρόπον δυνηθώσι ασφαλέστερον και κανονικόν».

Η πρόταση του Αγίου Νικοδήμου δεν φαίνεται να προήλθε από παρθενογένεση. Αντίθετα ο μεγάλος Αγιορείτης κανονολόγος προβάλλει μία ήδη γνωστή πράξη και τη συνιστά στους κληρικούς ως τρόπο μετάδοσης της Θείας Κοινωνίας στους ασθενείς, δηλαδή σε εκείνους που ευρίσκονται στην επιθανάτια κλίνη ή σε όσους πάσχουν από μία λοιμική θανατηφόρα ασθένεια. Ο κανονικός νομοθέτης της Εκκλησίας επιδεικνύει έντονο ενδιαφέρον: Όσοι κινδυνεύουν να πεθάνουν να μπορούν να κοινωνούν τη Θεία Ευχαριστία ως «εφόδιον ζωή αιωνίου». Με αυτό το δεδομένο ήταν επιτακτική η ανάγκη να κοινωνούν οι ασθενείς, χωρίς όμως να τίθενται σε κίνδυνο οι υπόλοιποι πιστοί και προφανώς ο ίδιος ο κληρικός.

Για την Εκκλησία προτάσσεται η λογική της πίστη, αλλά ταυτόχρονα συνυπάρχει και η λογική του ρεαλισμού. Η ποιμαντική πράξη πρέπει να λαμβάνει υπ’ όψιν το συναμφότερο. Οι «ασθενείς στην πίστη» είναι απολύτως ελεύθεροι να μην κοινωνούν, εάν δεν θέλουν από φόβο, αλλά ταυτόχρονα οι πεπεισμένοι στο θαύμα της μετατροπής του άρτου και του οίνου σε Σώμα και Αίμα Χριστού μπορούν να κοινωνούν ελεύθερα, ακολουθούντες το πρότυπο όλων των Αγίων της Εκκλησίας. 

θεία κοινωνίαΕκκλησίαΆγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης