Food & Drink|12.05.2020 11:24

Ο Έλληνας που κάνει delivery τα αστέρια Michelin στην ελίτ του Λονδίνου

Βασίλης Ιγνατιάδης

Το 2015, όταν ο πρώην χρηματιστής Παναγιώτης Γεωργίου δημιουργούσε μια πρωτοποριακή σε παγκόσμιο επίπεδο υπηρεσία delivery premium φαγητού κατ΄ οίκον στο κεντρικό Λονδίνο, δεν πόνταρε στην πανδημία κορονοϊού που θα την απογείωνε πέντε χρόνια μετά.

Σκοπός του ήταν να φέρει στα σπίτια των Λονδρέζων τα πιάτα των βραβευμένων με αστέρια Michelin σεφ της πόλης και να τους παράσχει τη δυνατότητα να απολαμβάνουν κατ’ οίκον την ίδια γαστρονομική εμπειρία που θα είχαν και στο τραπέζι των καλύτερων εστιατορίων.

Ο COVID-19 και το lockdown πενταπλασίασαν τη ζήτηση τον τελευταίο ενάμισι μήνα. Ο ίδιος προχώρησε σε δεκάδες προσλήψεις προκειμένου να ανταποκριθεί στην πρωτοφανή αύξηση των παραγγελιών.

Ως και 500 παραδόσεις γίνονται καθημερινά κατ΄οίκον, στην ίδια κατάσταση και θερμοκρασία που θα σερβίρονταν στο εστιατόριο, χάρη στην ειδική τεχνολογία των θαλάμων μεταφοράς στον στόλο οχημάτων της εταιρίας.

Λόρδοι και γαλαζοαίματοι, πολιτικοί, διάσημοι καλλιτέχνες, μοντέλα και ποδοσφαιριστές της Premier League βρίσκονται στο πελατολόγιο.

Το μέσο κόστος ανά παραγγελία είναι 120 λίρες Αγγλίας (136 ευρώ με τη σημερινή ισοτιμία), έναντι 11 λιρών (12,5 ευρώ) κατά μέσο όρο ενός κανονικού (just eat) ντελίβερι, ενώ παρέχεται και υπηρεσία σομελιέ, με προτάσεις συνδυασμού του κατάλληλου κρασιού για κάθε πιάτο.

Ο επιχειρηματίας μιλά στο «Έθνος της Κυριακής» για το χρονικό μιας παραγγελίας γιαπωνέζικου φαγητού που γέννησε την ιδέα, για τα εμπόδια που συνάντησε στην πορεία και για τα μελλοντικά του σχέδια, στα οποία δεν αποκλείει και την πιθανότητα επέκτασης στην Αθήνα.

Η παραγγελία που γέννησε την ιδέα

Ο 48χρονος με καταγωγή από την Κύπρο και την Αθήνα, μεγάλωσε στο Λονδίνο και εργάστηκε επί χρόνια ως πωλητής παραγώγων. Το 2012-2013 έζησε στη Νέα Υόρκη και όταν επέστρεψε στο Ηνωμένο Βασίλειο διαπίστωσε το έλλειμμα που υπήρχε στις υπηρεσίες παράδοσης φαγητού, σε σχέση με τις ΗΠΑ. Ένα βράδυ παρήγγειλε από το φημισμένο ιαπωνικό εστιατόριο Nobu είδε τα πιάτα να φτάνουν με …ταξί, 1,5 ώρα μετά και σε αλλοιωμένη θερμοκρασία. «Δεν μπορεί, θα υπάρχει άλλος τρόπος», σκέφτηκε και άρχισε να επεξεργάζεται την ιδέα να αφήσει το χρηματιστήριο και να ασχοληθεί με αυτό που έλλειπε από την αγορά.

Επένδυσε όλες του τις οικονομίες και δημιούργησε την πλατφόρμα SUPPER.London, μια υπηρεσία special delivery, με αντικείμενο τη μεταφορά αποκλειστικά gourmet φαγητού στο σπίτι και στο γραφείο. Άρχισε να επισκέπτεται τα top εστιατόρια του Λονδίνου προτείνοντάς τους συμβόλαια, αλλά συνάντησε αρχικά μεγάλη επιφύλαξη. Οι ιδιοκτήτες τους ήθελαν να αυξήσουν τα κέρδη τους, αλλά οι σεφ πάτησαν «πόδι». Πολλοί απ΄ αυτούς είναι βραβευμένοι με αστέρια Michelin και δεν επιθυμούσαν σε καμία περίπτωση την υποβάθμιση της ποιότητας των πιάτων τους, τα οποία πρέπει να καταναλώνονται στη σωστή θερμοκρασία.

Σε αυτό ακριβώς επένδυσε ο Έλληνας επιχειρηματίας: Πήγε ο ίδιος στην Ιαπωνία για έρευνα αγοράς και παρήγγειλε ειδικά δίκυκλα, με θαλάμους μεταφοράς προηγμένης τεχνολογίας. «Το concept δεν είναι απλά ένας νεαρός με μηχανάκι και μια τσάντα στην πλάτη. Δημιουργήσαμε την πρωτογενή τεχνολογία για να εξασφαλίσουμε την παράδοση των παραγγελιών στην κατάσταση που πρέπει», λέει στο «Έθνος της Κυριακής».

Οι θάλαμοι έχουν ειδική επένδυση με μονωτικό υλικό, το οποίο διατηρεί σταθερή τη θερμοκρασία του περιεχομένου, ενώ στο εσωτερικό λειτουργούν συστήματα θερμότητας και ψύξης για την ταυτόχρονη διατήρηση των ζεστών πιάτων, του επιδόρπιου και του κρασιού που θα τα συνοδεύσει. Επιπλέον, γυροσκόπια και συστήματα σταθεροποίησης εξασφαλίζουν πως το φαγητό θα παραμείνει άθικτο, παρά τις αναταράξεις του οχήματος στο δρόμο. Οι διανομείς έχουν περάσει από ειδική εκπαίδευση στο αυστηρό πρότυπο της εταιρίας, είναι ευγενικοί, ντυμένοι με προσεγμένες μαύρες στολές και το λογότυπο της πλατφόρμας.

Οι υπεύθυνοι των εστιατορίων άρχισαν δειλά να αίρουν τις επιφυλάξεις τους και να εισέρχονται ένας – ένας στην υπηρεσία, έπειτα από μια δοκιμαστική περίοδο με δικούς τους ελέγχους. Σήμερα στην πλατφόρμα είναι εγγεγραμμένα περισσότερα από 100 φημισμένα restaurants του Λονδίνου, με διεθνή κουζίνα από όλο τον κόσμο. Μεταξύ αυτών το Tamarind, το πρώτο ινδικό εστιατόριο που έχει λάβει ποτέ αστέρι Michelin, το Benares στο Mayfair, τα ιαπωνικά Matsuri, Sushismaba και Tsunami, τα κινέζικα Bashan και Baiwei με έδρα το Soho, τα Zuma, Coya, Roka, Hakkasan και πολλά ακόμα. Στη λίστα είναι και το Nobu, από όπου είχε παραγγείλει ο Γεωργίου όταν συνέλαβε την επιχειρηματική ιδέα.

Τα περισσότερα παραμένουν ανοιχτά στην περίοδο του lockdown, χάρη και στην πλατφόρμα.

500% πάνω οι παραγγελίες

Ο κ.Γεωργίου έχει επενδύσει ως σήμερα ένα ποσό της τάξης των 600.000 λιρών (680.000 ευρώ) στην ανάπτυξη της εταιρίας. «Ήταν από την αρχή ιδιαίτερα δύσκολο, με πολλά εμπόδια, και παραμένει δύσκολο», λέει. Η μεγέθυνση της εταιρίας γινόταν σταδιακά, με αργά και προσεγμένα βήματα, μέχρι που ήρθε η πανδημία του κορονοϊού, το κλείσιμο των εστιατορίων και τα μέτρα περιορισμού των μετακινήσεων για να την «απογειώσουν» μέσα σε 1,5 μήνα.

«Η δουλειά αυξήθηκε κατά 500% τις τελευταίες 6 εβδομάδες. Προσθέσαμε περισσότερους από 15.000 νέους πελάτες στο ίδιο διάστημα. Υποθέτω πως έχουμε δώσει τη δυνατότητα σε όσους μένουν στο σπίτι τους να ομαλοποιήσουν την καθημερινότητά τους, φέρνοντας τα καλύτερα εστιατόρια του Λονδίνου στο σπίτι τους», σημείωσε, ενώ απέφυγε να αναφέρει τα ονόματα ορισμένων διάσημων πελατών της υπηρεσίας.

Ο επιχειρηματίας έχει προσλάβει ήδη 6 επιπλέον διανομείς πλήρους απασχόλησης, καθώς και 4 επιπλέον άτομα για τη διαδικτυακή διαχείριση των παραγγελιών, ενώ εκτιμά πως θα χρειαστεί να κάνει ως και 40 προσλήψεις ακόμη. «Υπάρχει μια κατάσταση τρέλας και η ζήτηση δεν φαίνεται να μειώνεται. Ήταν πολύ δύσκολο να το διαχειριστούμε όλο αυτό στο μέσο της κρίσης, αλλά προσπαθούμε να ανταποκριθούμε», είπε.

Ο Παναγιώτης Γεωργίου θεωρεί την ελληνική του καταγωγή ως ένα σημαντικό κομμάτι της ανάπτυξης της προσωπικότητάς του και θυμάται τις συχνές επισκέψεις του στην Αθήνα, όπου έχει συγγενείς, αλλά και τις καλοκαιρινές διακοπές στην Κύπρο στα πρώτα 16 χρόνια της ζωής του.

Δεν αποκλείει στο μέλλον την επέκταση της επιχειρηματικής του δραστηριότητάς του στην Ελλάδα. «Η Αθήνα ίσως θα ήταν ιδανική για την SUPPER. Θα πρέπει να επισκεφθώ την πόλη και να ερευνήσω πόσο βιώσιμο θα ήταν κάτι τέτοιο, ειδικά στη μετά-Covid εποχή», ανέφερε, προσθέτοντας πως μέχρι τότε έχει πολλά ακόμη να πετύχει στο Λονδίνο.

αστέρια MichelinΚορονοϊόςεστιατόριαΛονδίνοlockdowndelivery