Ελλάδα|04.05.2020 21:15

Ενστάσεις και από τον Συνήγορο του Πολίτη για το περιβαλλοντικό νομοσχέδιο

Μαρία Λιλιοπούλου

Την έντονη κριτική και του Συνηγόρου του Πολίτη προκάλεσαν οι διατάξεις του περιβαλλοντικού νομοσχεδίου του υπουργείου Περιβάλλοντος, το οποίο εξακολουθεί να ...ανάβει φωτιές κατά τη διάρκεια της συζήτησής του στη Βουλή.

Η Ανεξάρτητη Αρχή με έγγραφο προς τον Πρόεδρο και τα μέλη της Διαρκούς Επιτροπής Παραγωγής και Εμπορίου επισημαίνει χαρακτηριστικά ότι «οι αρχές της καλής νομοθέτησης δεν φαίνεται να ακολουθήθηκαν στον επιθυμητό και προβλεπόμενο βαθμό, δοθέντος επίσης, ότι σχεδόν οι μισές από τις διατάξεις του σχεδίου νόμου δεν απετέλεσαν αντικείμενο δημόσιας διαβούλευσης, καθώς ετέθησαν κατόπιν της σχετικής διαδικασίας».

Αναφερόμενος στις προβλέψεις του σχεδίου νόμου ως προς την περιβαλλοντική αδειοδότηση, ο Συνήγορος εισημαίνει ότι αν και η επίσπευση και απλοποίηση των διαδικασιών προκειμένου να διαμορφωθεί ένα πραγματικά φιλικό επενδυτικό περιβάλλον στη χώρα είναι θεμιτό ζητούμενο - και έχει αποτελέσει αντικείμενο επανειλημμένων παρεμβάσεων της Αρχής- αυτή θα πρέπει να βασίζεται σε δύο κρίσιμους και αδιαπραγμάτευτους άξονες:

  • Την ισορρόπηση μεταξύ οικονομικής δραστηριότητας και περιβαλλοντικής προστασίας, έτσι ώστε η επιδιωκόμενη ανάπτυξη να είναι πράγματι βιώσιμη, και

  • την εναρμόνιση με κανόνες υπερ-νομοθετικής ισχύος, ενωσιακούς και συνταγματικούς, και με την ευρωπαϊκή και εθνική νομολογία. Γιατί διαφορετικά όπως επισημαίνει- ούτε το περιβάλλον θα τύχει της δέουσας προστασίας, αλλά ούτε και ο επιδιωκόμενος σκοπός της απλούστευσης των διαδικασιών και συνακόλουθα και της επιτάχυνσης στην υλοποίηση των επενδυτικών πρωτοβουλιών θα επιτευχθεί.

Η Αρχή σημειώνει επίσης ότι παρόλο που ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της περιβαλλοντικής νομοθεσίας που δημιουργεί προβλήματα στην πιστή εφαρμογή της, στην βελτίωση της απόδοσης των διοικητικών μηχανισμών και, εν τέλει, και στην οικονομική δραστηριότητα, είναι ο κατακερματισμός της, η ανεπαρκής κωδικοποίηση και συστηματοποίηση των διατάξεών της, «το παρόν σχέδιο νόμου δεν συμβάλει προς την άμβλυνση της κατάστασης, σύμφωνα και με τις αρχές της καλή νομοθέτησης».

Εκτός της περιβαλλοντικής αδειοδότησης ο Συνήγορος στέκεται και σε ορισμένες άλλες προτεινόμενες ρυθμίσεις μεταξύ των οποίων:

  • Οι ζώνες εντός προστατευόμενων περιοχών, για τις οποίες αναφορικά με τις χρήσεις γης τονίζει ότι «το γεγονός, ότι οι χρήσεις γης –που καθορίστηκαν με π.δ. (π.δ. 59/2018)- τροποποιούνται δια του σχεδίου νόμου αποστερεί την όλη διαδικασία από ένα κρίσιμο, και αναγκαίο, στάδιο ελέγχου νομιμότητας που συνίσταται στο έλεγχο που ασκεί στα υπό έκδοση π.δ. το ΣτΕ».

  • Οι δασικοί χάρτες: σχολιάζει ιδιαίτερα την διαταξη το άρθρου 48 υπογραμμίζοντας ότι «θέτει ζητήματα νομιμότητας, καθώς δύναται να βασίσει τη νομιμότητα εγκατάστασης βιοτεχνιών – βιομηχανιών σε έγγραφα πληροφοριακού χαρακτήρα για εκτάσεις για τις οποίες δεν υπάρχει ο χαρακτηρισμός που απαιτούνταν σύμφωνα με το άρθρ. 14 του ν. 998/79». Επιπλέον επισημαίνει ότι στο ίδιο άρθρο προβλεπεται ότι δάση ή δασικές εκτάσεις που έχουν παραχωρηθεί - απαλλοτριωθεί, με διοικητικές πράξεις, για άλλες χρήσεις, εξαιρούνται της προστασίας του δασικού νόμου, αν διατηρούν τη χρήση για την οποία τους αποδόθηκε για το σύνολο της έκτασης απαλλοτρίωσης ή της παραχώρησης. Παραθέτοντας την υφιστάμενη νομολογία, τονίζει πως «στις περισσότερες των περιπτώσεων, τα όρια των εκτάσεων που παραχωρήθηκαν για αγροτική εκμετάλλευση είναι εξαιρετικά ασαφή, τιθέμενων σοβαρών ζητημάτων εφαρμογής επί του εδάφους. Ως εκ τούτου, είναι αναγκαίο να εξετάζεται με βάση τους κανόνες της δασικής επιστήμης, ο χαρακτήρας που έχει σήμερα η συγκεκριμένη έκταση και εάν η απώλεια του δασικού χαρακτήρα αυτής, είναι σύμφωνη με τον σκοπό της παραχώρησης.

  • Επισημαινει τον κίνδυνο όχι μόνο μεμονωμένες κατοικίες εντός δασών και δασικών εκτάσεων να εξαιρούνται της δασικής προστασίας, αλλά ακόμα και κτίσματα που δεν έχουν κατασκευαστεί, να μπορούν να κατασκευαστούν εφόσον εξαιρούνται από τη δασική προστασία και οι οικοδομικές άδειες που έχουν εκδοθεί σε δάση ή δασικές εκτάσεις αλλά δεν έχουν υλοποιηθεί ακόμα.

  • Αναφερόμενος στη χρήση του ψηφιακού αρχείου δεδομένων του ΟΠΕΚΕΠΕ, ο Συνήγορος επαναλαμβάνει ότι οι εκτάσεις προσδιορίζονται κατόπιν δήλωσης του αγρότη, ενώ έχουν παρατηρηθεί και σημαντικά λάθη, ως προς την πραγματική θέση του αγροτεμαχίου, καθώς και επικαλύψεις.

  • Οικιστικές πυκνώσεις: Σχολιάζοντας συγκεκριμένα άρθρα, η Ανεξάρτητη Αρχή επισημαίνει ότι «σύμφωνα με πάγια νομολογία του ΣτΕ, η οικιστική ανάπτυξη δεν συνιστά λόγο δημοσίου συμφέροντος που θα δικαιολογούσε τη μεταβολή του προορισμού των δασών». Παράλληλα κρίνει πως «με τη διατήρηση των προβλέψεων για τις οικιστικές πυκνώσεις, έστω και εάν πλέον θα αποτυπώνονται στους δασικούς χάρτες, σύμφωνα με την υπ’ αρ. 685/2019 απόφαση του ΣτΕ, υφίσταται και πάλι σύγκρουση με το Σύνταγμα, καθώς, στην πραγματικότητα, γίνεται αποδεκτή η αλλαγής της χρήσης των δασών και των δασικών εκτάσεων για οικιστικούς σκοπούς. Επισημαίνεται ότι η εξαίρεση από την κατεδάφιση αποτελεί, κατ’ ουσίαν, πρακτική αλλαγής χρήσης των δημοσίων δασών και δασικών εκτάσεων». Ο Συνήγορος εκτιμά επίσης ότι με το συνδυασμό των υπολοίπων σχετικών διατάξεων, συμπεραίνεται, ότι παρέχεται ευρεία δυνατότητα για την κατάθεση αιτήσεων για την ένταξη στις οικιστικές πυκνώσεις, χωρίς να προκύπτει ξεκάθαρα ότι πράγματι αυτά τα ακίνητα οφείλουν να βρίσκονται σε πλέγμα κατοικιών με λειτουργική ενότητα. Ιδιαίτερη μνεία γίνεται στην απουσία προθεσμιών από το κείμενο του νομοσχεδίου για την ολοκλήρωση των οικονομοτεχνικών μελετών, «γεγονός που θέτει εξαιρετικά σοβαρά ζητήματα ως προς τον χρόνο ολοκλήρωσης των διαδικασιών περί οικιστικών πυκνώσεων, δημιουργώντας, ανασφάλεια δικαίου, δεδομένου ότι, ανεξαρτήτως εάν τελικά το οίκημα θα ενταχθεί σε οικιστική πύκνωση, αυτό μπορεί να εξαιρείται, προσωρινά, από την κατεδάφιση, κατόπιν της αρχικής αίτησης του ενδιαφερόμενου. Η διατήρηση αυθαιρέτων, έστω προσωρινώς, έχει αποδειχθεί, πολλάκις, ότι δεν επιλύει τα οικιστικά – χωροταξικά ζητήματα, ενώ η υποβάθμιση των δασών θα εξακολουθήσει να γίνεται ανεκτή για τα επόμενα 30 έτη» τονίζει ο Συνήγορος.

περιβαλλοντικό νομοσχέδιοΣυνήγορος του Πολίτη