Ελλάδα|18.12.2018 16:05

Θεσσαλονίκη: Καταρρέει το σχέδιο για την Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας

Ρωμανός Κοντογιαννίδης

Μόλις το 25% του πληθυσμού της χώρας μπορεί να εξυπηρετηθεί από τις μονάδες Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας, αφού είναι πολύ μικρός ο αριθμός των οικογενειακών γιατρών, αλλά και των συμβεβλημένων με τα Κέντρα Υγείας, ενώ αρκετές από τις Τοπικές Μονάδες Υγείας (ΤΟΜΥ) υπολειτουργούν.

Παράλληλα, με πολύ αργούς ρυθμούς κινείται η διαδικασία δημιουργίας νέων ΤΟΜΥ, οι οποίες αποτελούν τη «ραχοκοκαλιά» του νέου συστήματος Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας, όπως την οραματίζεται η διοίκηση του αρμόδιου υπουργείου. Με βάση τον προγραμματισμό το διάστημα 2017-2020 θα έπρεπε να δημιουργηθούν και να λειτουργήσουν συνολικά 239 Τοπικές Μονάδες Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας σε ολόκληρη τη χώρα, ωστόσο, μέχρι στιγμής λειτουργούν 100.

Τα παραπάνω ανέφεραν, κατά τη διάρκεια συνέντευξης τύπου, εκπρόσωποι της νέας διοίκησης του Ιατρικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης. «Από τον Απρίλιο του 2017 ακόμα είχαμε χαρακτηρίσει το νέο σύστημα Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας ως αναχρονιστικό, ιδεοληπτικό και ανεπαρκές. Επανειλημμένα τονίσαμε ότι είναι ανεφάρμοστο, αποτελεί μοντέλο της δεκαετίας του ’50 και εξυπηρετεί μόνο πολιτικές σκοπιμότητες. Ο Έλληνας πολίτης είναι αδύνατο να εξυπηρετηθεί, όπως πρέπει και ζητάμε αναθεώρηση του σχεδιασμού. Δυστυχώς, οι προτάσεις μας βρίσκονται στα συρτάρια του υπουργείου», τόνισε ο πρόεδρος του Ιατρικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης, Νίκος Νίτσας. 

Αποτέλεσμα της μη επαρκούς εφαρμογής του συστήματος Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας είναι, κατά τον πρόεδρο του Συλλόγου Γιατρών Κέντρων Υγείας Θεσσαλονίκης, Σάββα Παρασκευόπουλο, να ανθούν σε διάφορες πόλεις της χώρας ιδιωτικές αλυσίδες παροχής υγείας.

Πολύ λίγοι οι οικογενειακοί γιατροί

Κατά τη νέα διοίκηση του ΙΣΘ, μεγάλη «πληγή» του νέου συστήματος Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας αποτελεί το γεγονός ότι ελάχιστοι ιδιώτες έδειξαν ενδιαφέρον να ενταχθούν σε αυτό και να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους ως οικογενειακοί γιατροί. Όπως υποστήριξαν, αν και με βάση το σχεδιασμό θα έπρεπε να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους περίπου 2.600 οικογενειακοί γιατροί, σήμερα στο σύστημα είναι ενταγμένο μόλις το 25% αυτών. 

Κατά τον κ. Νίτσα, αυτό συμβαίνει, διότι οι προσφερόμενες εργασιακές συνθήκες παραπέμπουν σε γαλέρα, ενώ πολύ χαμηλή είναι και η αμοιβή του κάθε οικογενειακού γιατρού, αφού παίρνει μόλις 0,40 ευρώ για κάθε ασθενή. «Θέλουμε πραγματικά ελεύθερη επιλογή οικογενειακού γιατρού από τον ασθενή και όχι κατευθυνόμενη και εξαναγκαστική, όπως είναι σήμερα. Να υπάρχουν οικογενειακοί γιατροί μετά από σύμπραξη δημόσιου και ιδιωτικού τομέα. Να ανοίξει το σύστημα για όλους τους γιατρούς που επιθυμούν να ενταχθούν σε αυτό», ανέφερε ο κ. Νίτσας.

Από την πλευρά της η γενική γραμματέας του Ιατρικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης, Μαρία Χατζηδημητρίου, υποστήριξε ότι προκειμένου να εξεταστεί ένας ασθενής από οικογενειακό γιατρό, θα πρέπει να περάσουν ακόμα και τρεις μήνες. Τέλος, αναφερόμενος στην υποστελέχωση των Κέντρων Υγείας ο κ. Παρασκευόπουλος είπε ότι σήμερα σε αυτά της Θεσσαλονίκης υπάρχουν μόλις 220 γιατροί από τους περίπου 500-600 το 2014, ενώ σε ολόκληρη τη Βόρεια Ελλάδα περίπου 500 από 1.100 πριν από τέσσερα χρόνια.

γιατροί