Ελλάδα|13.09.2020 12:48

Τρούμπα 53 χρόνια μετά: Τα κόκκινα φανάρια έσβησαν άλλα το παρελθόν παραμένει αναμμένο…

Newsroom

Τα κόκκινα φανάρια της Τρούμπας έφεγγαν για 30 χρόνια. Στο ημίφως τους έφηβοι ανδρώθηκαν, περιουσίες χάθηκαν, έρωτες φούντωσαν, χύθηκε αίμα και δάκρυ κι ακούστηκε πονεμένος ο ρεμπέτικος καημός...

Το όνομά της η Τρούμπα, το οφείλει σε μια μεγάλη τρόμπα νερού που ήταν τοποθετημένη από τη δεκαετία του 1860 σε μια στέρνα στη διασταύρωση της σημερινής λεωφόρου 2ας Μεραρχίας με την παραλιακή, από την οποία αντλούσαν νερό τα ατμόπλοια του λιμανιού. Στη διάρκεια του μεσοπολέμου άρχισαν τα έργα ανάπλασης των προβλητών με συνέπεια η τρόμπα να καταστραφεί. Η Τρούμπα είναι περιοχή της κεντρικής συνοικίας της Τερψιθέας, στο κέντρο του Πειραιά και στην πλευρά που συνορεύει με το κεντρικό λιμάνι στην Ακτή Μιαούλη μέχρι την οδό Κολοκοτρώνη. «Καρδιά» της Τρούμπας ήταν η οδός Νοταρά, όπου βρίσκονταν οι περισσότεροι από τους οίκους ανοχής ενώ στις γειτονικές οδούς Φίλωνος και Κολοκοτρώνη ήταν τα μπαρ και τα καμπαρέ.

«Ποτέ την Κυριακή». Εμβληματική ταινία με φόντο την Τρούμπα και πρωταγωνίστρια τη Μελίνα Μερκούρη

Κοινές γυναίκες και ασωτία

Το 1940, μια από τις πρώτες χρονιές «ίδρυσης» της Τρούμπας, της συνοικίας που μάθαμε μέσα από διηγήσεις και τις ασπρόμαυρες ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου, υπήρχαν στην περιοχή δέκα καταγεγραμμένες «δημόσιες» κοπέλες. Σήμερα, σε εκείνο το σημείο που φιλοξένησε κάθε λογής άνθρωπο, έχουν απομείνει μόνο τα αφημένα στην τύχη τους κτίρια και οι ξεθωριασμένες πινακίδες ξενοδοχείων και καμπαρέ και την θέση τους έχουν πάρει νέου τύπου κέντρα διασκέδασης και μπαρ.

Προπολεμικά, τη θέση της Τρούμπας είχαν τα Βούρλα της Δραπετσώνας. Μετά το τέλος του πολέμου, τα Βούρλα έκλεισαν και οι ιερόδουλες μετακόμισαν στην Τρούμπα. Η περιοχή γέμισε με κόκκινα φανάρια, ενώ μέχρι τα μέσα του 1950 τα σπίτια είχαν περίπου 500 δηλωμένες γυναίκες κάθε ηλικίας. Οι περισσότερες εργαζόμενες ήταν κορίτσια από την επαρχία που είχαν έρθει στην Αθήνα για να δουλέψουν σαν καμαριέρες και πλύστρες σε μεγάλες οικογένειες, προσπαθώντας να ξεφύγουν από την «ταπεινή καταγωγή» τους ή γυναίκες που έμπλεκαν με αγαπητικούς, οι οποίοι τους έταζαν έρωτες, πάθη και μια καλύτερη ζωή μονάχα για να τις στείλουν στα σπίτια της Τρούμπας.

Απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ

Όπως περιγράφει στο βιβλίο του «Βούρλα -Τρούμπα: Μια Περιήγηση στον Χώρο του Υποκόσμου και της Πορνείας του Πειραιά (1840–1968)» ο συγγραφέας Βασίλης Πισιμήσης, τη δεκαετία του ’60, οι οίκοι ανοχής δούλευαν 10 το πρωί με 10 το βράδυ. Επειτα από εκείνη την ώρα, όποιος επιθυμούσε να βρει αγοραίο έρωτα, θα πήγαινε είτε στα ξενοδοχεία που τα λειτουργούσαν κοπέλες είτε με αυτές που έκαναν πεζοδρόμιο, τις γνωστές και ως «καλντεριμιτζούδες». Τα μπαρ άνοιγαν περίπου στις 7 το απόγευμα, τα καμπαρέ ξεκινούσαν το πρόγραμμά τους στις 11 τη νύχτα και έμεναν ανοιχτά μέχρι τις 4-5 το πρωί. Το 1956, με νόμο της κυβέρνησης Καραμανλή, οι κοπέλες υποχρεώθηκαν να μένουν δύο ανά σπίτι. Έτσι, οι περίπου 550 δηλωμένες κοπέλες μοιράστηκαν σε 270 σπίτια. Το ενοίκιο ήταν 150 δραχμές (σχεδόν 0,50 ευρώ) την ημέρα και η μέση ταρίφα έφτανε τις 27 δραχμές (0,08 ευρώ). Φυσικά η χρηματική αξία δεν ήταν αντίστοιχη με την σημερινή. Η υπηρεσία (αγαπητικοί, γριές ιερόδουλες ή ομοφυλόφιλοι) έπαιρνε δύο δραχμές (0,01 ευρώ) και τα υπόλοιπα τα μοιραζόταν με την πατρόνα. Τα κορίτσια κατέληγαν εκεί αφού συνήθως δεν έβρισκαν άλλη δουλειά ή τις έσπρωχνε ο αγαπητικός ή κάποιος μακρινός συγγενής τους. Δύο φορές την εβδομάδα περνούσαν από ιατρικές εξετάσεις και αυτό εξασφάλιζε υψηλή ποιότητα σε ό,τι αφορά την υγεία».

Στιγμιότυπο από την ταινία «Καλώς ήρθε το δολάριο»

Ήρθαν τα Αμερικανάκια

Η περίοδος που κατέπλεε στο λιμάνι του Πειραιά ο 6ος Αμερικανικός Στόλος, ήταν ένα εντελώς διαφορετικό φαινόμενο. Η Τρούμπα πλημμύριζε από ναύτες και η τιμή διπλασιαζόταν από τις 27 δραχμές στις 55 (0,16 ευρώ). Στην περιοχή λειτουργούσαν οι κινηματογράφοι «Φως», «Ηλύσια» και «Ολύμπικ», που πρόβαλλαν καθημερινά ταινίες, ακατάλληλου για ανηλίκους περιεχομένου.

Ο Ηλίας Πετρόπουλος γράφει για την Τρούμπα: «Από την Σκουζέ έφευγαν τα λεωφορεία για Κερατσίνι... η Σκουζέ έτεμνε την Φίλωνος και Νοταρά που ήταν η Τρούμπα... από εκεί περνούσαν οικογένειες ή και μόνες τους κοπέλες για να πάρουν το λεωφορείο.... ποτέ κανείς δεν τις ενοχλούσε κι αν κανείς τολμούσε επενέβαιναν οι νταβατζήδες από τα γύρω καφενεία και τον έβαζαν στην θέση του».

Τα  κακόφημα σπίτια - οίκοι ανοχής - άρχισαν να εγκαθίστανται εκεί μετά την Κατοχή. Πριν από αυτήν υπήρχαν διάφορα κέντρα διασκέδασης, μεταξύ των οποίων και τεκέδες. Όμως, έκλεισαν τα Βούρλα και γρήγορα έγιναν πάρα πολλά, μιας και το περιβάλλον προσφερόταν.

«Ο Πειραιάς ήταν πολύ άγριος»

Για τον προπολεμικό Πειραιά ο ρεμπέτης, Νίκος Μάθεσης, γράφει στα απομνημονεύματα - όπως τα παρέδωσε  στον Κώστα Χατζηδουλή: «Τότες ο Πειραιάς ήταν πολύ άγριος. Από την μια ο αποκλεισμός, από την άλλη τα πολιτικά μας μίση. Οι φόνοι στα Καρβουνιάρικα, Τρούμπα και Τζελέπη ήταν στην ημερησίαν διάταξιν. Όσο για ντεκέδες από την Πειραϊκή, Παναγίτσα, Άγιο Νείλο, Άγιο Νικόλαο, Γύφτικα, στο Χατζηκυριάκειο, στην Τρούμπα και όσο πιο πέρα πήγαινες, Άγιο Διονύση, εκεί φουμάρανε στο δρόμο. Ζάρια μες το δρόμο παίζανε, περνούσε ο χωροφύλακας και δεν του έδινε κανείς σημασία, παρά τραβούσανε την δίκοπη επιδειχτικά να την δει! Τι να έκανε; Από στρατιώτη αγράμματο βουνήσιο τον ρίξανε χωροφύλακα στον Πειραιά μες τα λυσσασμένα τσακάλια. Πρωτοδικείο, Εισαγγελία δεν είχε τότε ο Πειραιάς! Από  την Αθήνα κατέβαιναν οι νωματαρχέοι νταήδες να επιβάλουν την τάξη και να συλλάβουν κανέναν επικίνδυνο καταζητούμενον. Ο Μαρούδας και ο Γαλιγάλης, οι μάγκες είχανε συνθέσει και στίχους για τους μόρτες καταδότες και ας μην τους ήξεραν και το τραγουδούσαν παίζοντας το μπουζούκι τους».

Κι ο Μάρκος Βαμβακάρης έπαιξε το μπουζούκι του και τραγούδησε τον καημό του ρεμπέτικου στην Τρούμπα

Ο καημός του ρεμπέτικου

Πολλοί από τους  μεγάλους ρεμπέτες  δούλεψαν στην Τρούμπα: Ο Μάρκος Βαμβακάρης στα 1949- 50 έπαιζε μπουζούκι στην Τρούμπα σ’ ένα μαγαζί στην παραλία, στου Λινάρη. Μετά την απελευθέρωση και τον εμφύλιο ο Μιχάλης Γενίτσαρης μαζί με τον Γιάννη Παπαϊωάννου ήταν σ’ ένα μαγαζί στην Τρούμπα. Ο Τάκης Μπίνης είχε όνειρο την Τρούμπα. Αφηγείται: «Τέλειωσα τη δευτέρα Γυμνασίου με άριστα, το ίδιο και στην Τρίτη και άκουγα κάπου - κάπου που συζητούσαν η μάνα κι ο πατέρας μου για το μέλλον μου. Ο ένας έλεγε πως θα γινόμουν δικηγόρος, ο άλλος ήθελε να γίνω αξιωματικός κι εγώ έλεγα από μέσα μου, «κούνια που σας κούναγε, σε λίγο θα με χάσετε και από την Τούμπα, θα είμαι μπουζουξής μες στη μαγκιά, στην Τρούμπα του Πειραιά». Ο Τάκης Μπίνης από τη Θεσσαλονίκη, έκανε το όνειρό του πραγματικότητα, δούλεψε στην Τρούμπα σαν μπουζουκτσής μετά την απελευθέρωση. Στην Τρούμπα γυρίστηκαν διάφορες ταινίες όπως «Τα κόκκινα  φανάρια», «Ποτέ την Κυριακή»,«Λόλα», «Στέλλα», «Αμάρτησα για το  παιδί μου», «Καλώς ήλθε το δολάριο».

«Αυθόρμητη ταπείνωση»

Ο  πατήρ Φιλόθεος Φάρος που μεγάλωσε στην Τρούμπα γράφει στο βιβλίο του «Η αλλοίωση του Χριστιανικού ήθους»: «Οι πόρνες και οι χασικλήδες της Τρούμπας δεν εστηρίζοντο στην δική τους δικαιοσύνη, όπως οι καθώς πρέπει ευσεβείς και γι’ αυτό όχι μόνον δεν είχαν έπαρση αλλά είχαν και μια αυθόρμητη ταπείνωση. Δεν έκαναν καμία προσπάθεια να αποκρύπτουν τη κατάντια τους. Δεν κάλυπταν την παλιανθρωπιά τους με μια μάσκα υποκριτικής ευπρέπειας. Δεν έκρυβαν την οργή τους με ανατριχιαστικά ευγενικά χαμόγελα, και είχαν μια γνήσια πίστη στην δύναμη και στην αγάπη του Θεού, γιατί αν και ομολογούσαν την κατάντια τους, δεν σταματούσαν να ζητούν και να ελπίζουν χωρίς μεγαλορρημοσύνες στο έλεός του».

Η Τρούμπα του Λαπαθιώτη

Στην Τρούμπα διαδραματίζεται κι η υπόθεση της νουβέλας «Το τάμα της Ανθούλας» του «καταραμένου» ποιητή και συγγραφέα Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, που πέθανε από ναρκωτικά το 1944. Ο Λαπαθιώτης ήταν ο ίδιος θαμώνας των συγκεκριμένων χώρων και περιοχών κι άρα αυτόπτης μάρτυρας των συνθηκών που κατέγραφε, αφού επισκεπτόταν τους «τεκέδες της Τρούμπας για να φουμάρει με τους χασικλήδες: «Η παρέα, μες στη σπηλιά του Νταλαβέρη, τραγουδούσε. Πρώτα το ’φερνε ο Ντάνας, με τη βαριά του, τη βραχνή φωνή, κ’ ύστερα το ’παιρναν οι άλλοι, στη σειρά, και το ξαναγύριζαν απ’ όλες τις μεριές, θρηνητικά, μονότονα, με πάθος – με τα γυαλωμένα τους τα μάτια, σαν καρφωμένα σ’ έναν εφιάλτη, με τις μεγάλες κόρες τους ακίνητες, σα φλογισμένες από μιαν ανείπωτη λαχτάρα, σαν απολιθωμένες σε μιαν έκσταση, σα φαγωμένες και πυρπολημένες από κάποιους έξαλλους και μαύρους πυρετούς: Μαννάκι μου, μαννάκι μου, πονεί το κεφαλάκι μου!

Ο αέρας ήταν μολεμένος απ’ τη βαριά θολούρα του καπνού, απ’ τις ζεστές και σφυριχτές ανάσες, απ’ την υγρή τη μυρουδιά της μούχλας, που πλημμυρούσε γύρω τους τοίχους της σπηλιάς. Ένα καντηλάκι τρεμόσβηνε στην άκρη, κ’ έριχνε πέρα, στα σκαμμένα βράχια, τις μεγάλες του σκιές, που παίζανε, κι αυτές φανταστικά. Ήταν καθισμένοι όλοι χάμου, στριμωγμένοι σ’ έναν στενόν κύκλο, άλλοι σταυροπόδι κι άλλοι πεσμένοι δίπλα, κι άλλοι τ’ ανάσκελα, βαριά μαστουρωμένοι, με τα’ απλανή, τα’ αλλοίθωρά τους μάτια, σβησμένα και χαμένα στο κενό. Ήταν οι περισσότεροι ξυπόλητοι. Κι αυτοί που ήταν καθισμένοι σταυροπόδι περνούσαν κάθε λίγο το μαρκούτσι, ένας στον άλλο, με μονότονες κινήσεις, βαριές, μηχανικές, ληθαργικές. Κ’ έκλαιγαν, πιο πολύ που τραγουδούσαν. Κι ο πνιγηρός, πηχτός καπνός, ανέβαινε ντουμάνι: Μαννάκι μου, μαννάκι μου, πονεί το κεφαλάκι μου!».

Τζένη Καρέζη και Νίκος Κούρκουλος στη «Λόλα»

Λουκέτο στα «σπίτια»

Η Τρούμπα έκλεισε με απόφαση του χουντικού Δημάρχου Αριστείδη Σκυλίτση στις 12 Σεπτέμβρη 1967, σε μια προσπάθεια να αποδειχθεί πως η Χούντα των Συνταγματαρχών ήθελε να εναρμονιστεί με τα χριστιανικά ήθη. Έτσι, το Συμβούλιο Ασφαλείας, ένα όργανο που λειτούργησε επί δικτατορίας, έδωσε προθεσμία τριών ημερών στους οίκους ανοχής να κλείσουν. Η προθεσμία εξέπνεε στις 12 το βράδυ της 12ης Σεπτεμβρίου.

Εκείνο το βράδυ, οι πατρόνες μάζεψαν τα υπάρχοντά τους, κάποιες άλλαξαν ζωή και άλλες περιοχή. Τα κορίτσια πήραν τις βαλίτσες στο χέρι και ακολούθησαν σε άλλες γειτονιές τους αγαπητικούς τους, αφού δεν είχαν κάπου αλλού να πάνε, ενώ οι ρεμπέτες κινήθηκαν προς το κέντρο της Αθήνας. Η Τρούμπα άδειασε. Σήμερα εκτός από τα ναυτιλιακά γραφεία που υπάρχουν στην περιοχή και τα καταστήματα που διαχειρίζονται μετανάστες, αναπτύσσεται ένας νέος τρόπος διασκέδασης σε μπαρ ρέστοραν και ακριβά εστιατόρια. Το όνομα «Τρούμπα» παραμένει ενεργό για να θυμίζει την Ιστορία.

ΤρούμπαΠειραιάςΚόκκινα Φανάρια