Ελλάδα|17.01.2019 11:45

Γιαγιά της Συκαμιάς: «Εφυγε» χωρίς να µάθει τι απέγινε το «εγγόνι» της

Βασίλης Ιγνατιάδης

Μα γιατί έγινε όλο αυτό; Τι κάναμε; Το αυτονόητο κάναµε!».

Η Μαρίτσα Μαραπίδη έφυγε από τη ζωή χωρίς να της λυθεί η απορία πώς µέσα σε µια στιγµή, από µία φωτογραφία, έγινε διάσηµη σε Ελλάδα και εξωτερικό. Η ίδια και οι δύο ξαδέλφες της, Αιµιλία Καµβύση και Ευστρατία Μαραπίδη, έγιναν σύµβολα αλληλεγγύης όταν η οξυδερκής µατιά του φωτογράφου Λευτέρη Παρτσάλη «αιχµαλώτισε» τη στιγµή που τάιζαν µε το µπιµπερό ένα µωρό προσφυγόπουλο από τη Συρία στη Σκάλα Συκαµιάς της Λέσβου, το 2015. Η φωτογραφία, που αποτύπωσε το πρόσωπο της προσφυγιάς και της ανθρωπιάς, έκανε τον γύρο του κόσµου και οι τρεις «γιαγιάδες της Λέσβου» έφτασαν µέχρι τον προθάλαµο του Νόµπελ Ειρήνης.

«∆εν κατάλαβε ποτέ γιατί δόθηκε τόση προβολή για κάτι αυτονόητο. ∆εν µπορούσε να αντιληφθεί το τάιµινγκ και το δυνατό µήνυµα που εξέπεµπε αυτή η εικόνα» λέει στο «Εθνος» ο φωτογράφος, που δεν θα ξεχάσει το πρόσωπό της. Η είδηση της απώλειας της γιαγιάς Μαρίτσας, την περασµένη Τρίτη, σε ηλικία 89 ετών, τον γέµισε θλίψη, όπως και το σύνολο της κοινωνίας του νησιού και όχι µόνο. Οι δύο ξαδέλφες της, που θα την αποχαιρετήσουν σήµερα, ελπίζουν πως κάποια στιγµή θα µάθουν νέα για το µωρό, που σήµερα είναι σχεδόν 4 ετών και ζει κάπου στην Ευρώπη.

Ο συµβολισµός

Ηταν Οκτώβριος του 2015, στην κορύφωση της µεγαλύτερης προσφυγικής-µεταναστευτικής κρίσης στη µεταπολεµική ιστορία της Ευρώπης, όταν οι βάρκες έφταναν κατά δεκάδες στο γραφικό ψαροχώρι της Σκάλας Συκαµιάς, στις βόρειες ακτές της Λέσβου. Οι τρεις γιαγιάδες είχαν βιώσει την προσφυγιά και στις δικές τους οικογένειες, καθώς οι µητέρες τους είχαν κάνει την ίδια προσφυγική διαδροµή το 1922, όταν έφτασαν µε τα λίγα τους υπάρχοντα από τα απέναντι Μοσχονήσια, µετά τη Μικρασιατική Καταστροφή.

Τη συγκεκριµένη µέρα ήταν, ως συνήθως, καθισµένες στο παγκάκι και παρακολουθούσαν το δράµα που εκτυλισσόταν µπροστά τους, έτοιµες να δώσουν ένα χέρι βοήθειας, όπου µπορούσαν. Είδαν τη νεαρή µάνα να βγαίνει από τη βάρκα µουσκεµένη, κρυωµένη και ταλαιπωρηµένη, κρατώντας σφιχτά στην αγκαλιά το βρέφος της, το οποίο έκλαιγε ασταµάτητα. «Το µωρό πεινούσε, αλλά του έδινε γάλα και δεν το έπινε. Το δοκίµασα στο χέρι µου και ήταν καυτό. Πήρα το µπιµπερό, το κρύωσα στη βρύση και µετά το ήπιε όλο µονορούφι» διηγήθηκε αργότερα η Μαρίτσα Μαραπίδη.

Ο φωτογράφος Λευτέρης Παρτσάλης, που βρισκόταν εκεί ως free lancer, «διάβασε» τη δυνατή ιστορία που διηγούνταν η σκηνή και σήκωσε τον φακό του. «Εκτυλίχθηκαν όλα µπροστά µου και έχω αποτυπώσει καρέ καρέ το µεγαλείο της σκηνής από την αρχή ως το τέλος. Από την ώρα που οι γιαγιάδες φώναζαν επιτακτικά 3-4 φορές “φέρ’ το εδώ µωρέ”, µέχρι τη στιγµή που το έδωσαν ξανά πίσω στη µητέρα, ήρεµο και χορτάτο» είπε στο «Εθνος» ο φωτογράφος.

«Σαν να ήταν γιαγιάδες µου»

Ο ίδιος σκοπεύει να αξιοποιήσει το πολύτιµο αυτό υλικό σε κάποια φωτογραφική έκθεση στο µέλλον, ενώ θα ήθελε πολύ να βρει και να φωτογραφίσει ξανά τη συγκεκριµένη οικογένεια, δίνοντας συνέχεια στην ιστορία, που έκανε και τον ίδιο γνωστό σε Ελλάδα και εξωτερικό. «Πολλές φορές φωτογραφίζεις κάτι και δεν ξέρεις πώς αυτό θα “µιλήσει” στον κόσµο. Τη συγκεκριµένη φορά, αν και δεν φανταζόµουν βέβαια το µέγεθος της απήχησης που θα είχε, ένιωθα πως βρισκόµουν µπροστά σε µια σκηνή µε ισχυρό συµβολισµό, που έδινε µια νότα αισιοδοξίας απέναντι στη µαυρίλα που ζούσαµε τότε. Νιώθω τιµή που υπήρξα κοµµάτι αυτής της ιστορίας, που άφησε αυτήν την παρακαταθήκη» τόνισε.

Εναν χρόνο µετά, και ενώ είχε µεσολαβήσει µια υποψηφιότητα των «γιαγιάδων της Λέσβου» για το Νόµπελ Ειρήνης, ο φωτογράφος επέστρεψε στη Σκάλα Συκαµιάς για να τις επισκεφθεί. Τότε ο κουρνιαχτός είχε καθίσει και το χωριό είχε επιστρέψει στους ήρεµους ρυθµούς του. «Πήγα και στα τρία σπίτια. Εισέπραξα µια ζεστασιά και ένιωσα σαν να βρισκόµουν µαζί µε δικά µου πρόσωπα. Σαν να ήταν οι δικές µου γιαγιάδες» σηµείωσε και θυµήθηκε ότι η κόρη της µίας γιαγιάς τον... µάλωσε γιατί τους έβαλε σε µπελάδες µε την απρόσµενη δηµοσιότητα.

«Να μάθω ότι είναι γερό»

Η 66χρονη Αιµιλία Καµβύση, η γιαγιά που ταΐζει το µωρό στη διάσηµη φωτογραφία, είδε προχθές να κλείνει ένας κύκλος µε την απώλεια της ξαδέλφης της. «Ο Θεός να την αναπαύσει, έτυχε να γίνει και διάσηµη στα γεράµατα» σχολίασε γλυκόπικρα µιλώντας χθες στο «Εθνος», ενώ σήµερα το απόγευµα θα τη συνοδεύσει στην τελευταία της κατοικία. Η ίδια δεν ξεχνά τον Οκτώβριο του 2015, τα τηλεοπτικά συνεργεία που την «πολιορκούσαν» στη συνέχεια και τον ήχο του τηλεφώνου που χτυπούσε ασταµάτητα.

Η ίδια βίωσε το «βάρος» της υποψηφιότητας για το Νόµπελ και τον Οκτώβριο του 2016 έµαθε µε... ανακούφιση την ετυµηγορία της Σουηδικής Ακαδηµίας, που απένειµε το βραβείο στον πρόεδρο της Κολοµβίας Χουάν Μανουέλ Σάντος.

«Τώρα θα µπορώ να ησυχάσω» είχε πει τότε, µε δεκάδες κάµερες τηλεοπτικών συνεργείων από διάφορα µέρη του κόσµου να τη «σηµαδεύουν» για να καταγράψουν την αντίδρασή της. «Ετυχε να είµαστε εκεί και να δώσουµε µια βοήθεια. Αυτό ήταν όλο» είπε. Αυτό που θα ήθελε να µάθει πριν κλείσει ο κύκλος της ιστορίας είναι κάποιο νέο για την τύχη του συγκεκριµένου µωρού που πήρε στην αγκαλιά της. «Κάπου στην Ευρώπη θα είναι τώρα, δεν έµαθα νέα του. Τότε έφευγαν κατευθείαν από το νησί. Θέλω να είναι γερό και να έχει τύχη στη ζωή του» ανέφερε.

προσφυγικόΣυκαμιάΛέσβοςΜυτιλήνη