Ελλάδα|05.11.2021 19:11

Αξιολόγηση εκπαιδευτικών: Mια συζήτηση, που διαρκεί 50 χρόνια και ακόμη δεν έχει αποτέλεσμα

Newsroom

Το θέμα της αξιολόγησης των εκπαιδευτικών είναι στην επικαιρότητα. Ένα βιβλίο από τις Εκδόσεις Γρηγόρη, με τίτλο: «Εκπαιδευτική πολιτική και αξιολόγηση του έργου των εκπαιδευτικών (1974-2014). Η συμβολή των συνδικαλιστικών οργανώσεων Δ.Ο.Ε. και Ο.Λ.Μ.Ε.», οπωσδήποτε αποτελεί μια συνεισφορά στην κατανόηση διαχρονικά της συζήτησης γύρω από ένα θέμα που απασχολεί την εκπαιδευτική κοινότητα σχεδόν μισό αιώνα και ακόμη προκαλεί σφοδρές αντιπαραθέσεις. Συγγραφέας η κ. Τάνια Κολυμπάρη, διδάκτωρ της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, ειδική σε θέματα Αξιολόγησης του διδακτικού προσωπικού. Όπως τονίζει η συγγραφέας «η εφαρμογή της αξιολόγησης στην εκπαίδευση πρέπει να ξεκινήσει πιλοτικά με επίκεντρο τις σχολικές μονάδες και με μορφές φιλικές για τους εκπαιδευτικούς και να γενικευτεί σταδιακά». Μια συζήτηση λοιπόν μαζί της έχει αυτονόητη σημασία.

Ερώτηση: Πρόσφατα κυρία Κολυμπάρη κυκλοφόρησε το βιβλίο σας με τίτλο: «Εκπαιδευτική πολιτική και αξιολόγηση του έργου των εκπαιδευτικών (1974-2014). Μπορείτε να μας πείτε με λίγα λόγια ποιο ήταν το αντικείμενο του βιβλίου σας και τι ακριβώς πραγματεύεται;

Το βιβλίο πραγματεύεται το διαχρονικά μετέωρο ζήτημα της αξιολόγησης των εκπαιδευτικών κατά τη μεταπολιτευτική περίοδο σε συνάρτηση με την εμπλοκή των οργανωμένων συμφερόντων της εκπαίδευσης, στη διαμόρφωση και εφαρμογή δημόσιων πολιτικών στο εκπαιδευτικό σύστημα. Στη μελέτη επιχειρείται η ανάλυση του ρόλου και της συμβολής των εκπαιδευτικών συνδικάτων της πρωτοβάθμιας και της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, ΔΟΕ και ΟΛΜΕ, στην εξέλιξη του θεσμού εποπτείας και αξιολόγησης στην ελληνική εκπαίδευση. Εξετάζεται ο χαρακτήρας της διαμεσολάβησης των συμφερόντων ως τμήμα του ευρύτερου πολιτικού-θεσμικού περιβάλλοντος που διαμορφώθηκε μετά τη μεταπολίτευση, και διερευνάται η ιστορία, τα πρόσωπα, οι συσχετισμοί, οι προθέσεις και τα πρώτα αποτελέσματα, δηλαδή η αποφασιστική καμπή που σημειώθηκε το 1985 και εκφράστηκε με την αντίθεση των συνδικάτων σε πολιτικές αξιολόγησης του έργου των εκπαιδευτικών και των σχολικών μονάδων. Η έρευνα στηρίχθηκε τόσο στην ανάλυση των πρακτικών των Γενικών Συνελεύσεων των εκπαιδευτικών οργανώσεων όσο και στην ανάλυση της ελληνικής πολιτικής και κομματικής εξέλιξης στην Ελλάδα από την μεταπολίτευση μέχρι το 2014.

Ερώτηση: Ποια είναι τα κύρια συμπεράσματα τα οποία προκύπτουν από την έρευνα σας;

Από την ανάλυση προκύπτει ότι η αντίθεση στις πολιτικές αξιολόγησης του εκπαιδευτικού συστήματος είναι ένα ζήτημα πολυπαραγοντικό. Συνδέεται με την εξέλιξη του πολιτικού και κομματικού συστήματος στην Ελλάδα, τον ρόλο που απέδωσε το ελληνικό κράτος στις ομάδες πίεσης/συμφερόντων ως προς τη διαμόρφωση πολιτικών αποφάσεων και τη σύζευξη των επιμέρους θέσεων που διατυπώνονται από τις συνδικαλιστικές παρατάξεις στο εσωτερικό των Ομοσπονδιών. Η σύνθεση των παραπάνω στοιχείων δείχνει ότι όσο μεγαλύτερο είναι το ηθικό και υλικό κόστος για την εκπαιδευτική κοινότητα και όσο περισσότερο ασαφής ο στόχος των μηχανισμών αξιολόγησης, σε συνδυασμό με το ιστορικά βεβαρημένο παρελθόν του θεσμού της Επιθεώρησης τόσο μικρότερος είναι ο πυρήνας συναίνεσης των οργανωμένων συμφερόντων της εκπαίδευσης στις πολιτικές του κράτους. Η ιστορικότητα του θεσμού αποτελεί το υπόβαθρο εντός του οποίου διατυπώνεται η αντίθεση. Ο θεσμός εποπτείας με κεντρικό στοιχείο τον Επιθεωρητή λειτουργεί ως «γενετικός κώδικας» που διαπερνά τις θέσεις των συνδικαλιστικών οργανώσεων. Ταυτόχρονα η μη καθαρότητα του στόχου που εκφράζεται μέσα από την εκπαιδευτική πολιτική σε συνδυασμό με το ηθικό και υλικό κόστος που προκύπτει από τις πολιτικές του κράτους, την απουσία, δηλαδή, κάποιου άμεσα ορατού διδακτικού-παιδαγωγικού οφέλους παγίδευσε, τελικά, τον μηχανισμό της αξιολόγησης σε έναν διαρκή φαύλο κύκλο και τον ενέταξε σε συνθήκες παρατεταμένης εκκρεμότητας για σχεδόν μισό αιώνα. Τα παραπάνω οφείλονται σε μεγάλο βαθμό στην δυσπιστία της ελληνικής κοινωνίας τόσο απέναντι στους θεσμικούς παράγοντες όσο και στους εκφραστές των συνδικαλιστικών συμφερόντων.

Ερώτηση: Ποια είναι η σημασία των ευρημάτων σας για την ελληνική εκπαίδευση;

Σε ένα πρώτο επίπεδο, η μελέτη των οργανωμένων συμφερόντων της εκπαίδευσης αποτελεί ένα νέο πεδίο έρευνας που δεν έχει αναπτυχθεί ιδιαίτερα στην Ελλάδα. Η ανάλυση της παρουσίας και της δραστηριοποίησης των συνδικάτων εντός του ευρύτερου πολιτικού-θεσμικού περιβάλλοντος που επικρατεί στην χώρα μας, σε συνδυασμό με τα στοιχεία που συνθέτουν την οργάνωση και λειτουργία τους δείχνει πώς τα ίδια, ως ενεργές συλλογικότητες της κοινωνίας των πολιτών, επηρεάζουν αλλά και επηρεάζονται από τον χαρακτήρα και το περιεχόμενο της εκπαιδευτικής πολιτικής.

Σε ένα δεύτερο επίπεδο, η μεταφορά των προσεγγίσεων της πολιτικής κοινωνιολογίας για τις σχέσεις κράτους-συμφερόντων στη διαμόρφωση δημόσιων πολιτικών, όπως ο πλουραλισμός, ο κορπορατισμός, ο νεο-μαρξισμός, η θεωρία της πολιτικής εξουσίας των «ελίτ», καθώς και σύγχρονες θεωρητικές προσεγγίσεις, όπως τα δίκτυα πολιτικής και ο νεο-θεσμισμός, δίνει τη δυνατότητα σύνθεσης του πεδίου αλληλεπίδρασης και χαρτογράφησης του τύπου διαπραγμάτευσης που εκδηλώνεται για το ζήτημα της αξιολόγησης του εκπαιδευτικού συστήματος στην Ελλάδα. Ταυτόχρονα η μελέτη προσφέρει μια εμπειρικά θεμελιωμένη και συνεκτική ανάλυση που αποτυπώνει το πλέγμα των παραγόντων, ερμηνεύει τη στάση των συνδικαλιστικών οργανώσεων και αποτυπώνει τις διαστάσεις που μπορεί να λάβει ο βαθμός αντίθεσης που εκφράζουν.

Ερώτηση: Τι θα προτείνατε με βάση τις διαπιστώσεις σας για τη βελτίωση της ελληνικής εκπαίδευσης.

Η υπέρβαση των συνθηκών που επηρεάζουν την εφαρμογή πολιτικών αξιολόγησης πρέπει να αναζητηθεί τόσο σε τυπικούς θεσμικούς παράγοντες (π.χ. νομοθετική και εκτελεστική εξουσία), που θα κάμψουν τις αντιστάσεις και την ατελή διαμεσολάβηση των οργανωμένων συμφερόντων της εκπαίδευσης και θα μετατρέψουν τη σύγκρουση πολιτικών-κοινωνικών δυνάμεων σε ουσιαστική διαπραγμάτευση, όσο και σε άτυπους κοινωνικούς κανόνες, που θα μειώσουν την κρίση εμπιστοσύνης απέναντι στο κράτος, η οποία διαπιστώνεται ότι αποτελεί διαχρονικό χαρακτηριστικό της ελληνικής κοινωνίας. Και για να έρθουμε στη σημερινή συγκυρία εκτιμώ ότι η εφαρμογή της αξιολόγησης στην εκπαίδευση πρέπει να ξεκινήσει πιλοτικά με επίκεντρο τις σχολικές μονάδες και με μορφές φιλικές για τους εκπαιδευτικούς και να γενικευτεί σταδιακά. Η συνέχιση της εκκρεμότητας αποβαίνει σε βάρος της ποιότητας του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος. Η Σισύφεια πορεία που ακολουθεί η ελληνική εκπαίδευση, επί πολλές δεκαετίες, πρέπει κάποια στιγμή να ανακοπεί. Ευθύνη γι’ αυτό έχουν και οι θεσμικές και οι κοινωνικές και οι πνευματικές και οι συνδικαλιστικές ηγεσίες.

καθηγητέςαξιολόγηση