Ελλάδα|01.04.2022 07:00

Πάτρα: Πώς φτάσαμε στη σύλληψη της Ρούλας Πισπιρίγκου - Γιατί δεν ελήφθησαν καταθέσεις από την οικογένεια

Ευλαμπία Ρέβη

Όταν στις 9 Φεβρουαρίου 2022 μετά από εισαγγελική παρέμβαση της Εισαγγελίας Πατρών η ΕΛ.ΑΣ. κλήθηκε να εξετάσει τους θανάτους των τριών παιδιών της οικογένειας Δασκαλάκη στο Τμήμα Ανθρωποκτονιών χρειάστηκε να λάβουν σημαντικές αποφάσεις ως προς τον τρόπο διερεύνησης της υπόθεσης που έχει συγκλονίσει το πανελλήνιο.

Το ethnos.gr αποκαλύπτει όλη τη μεθοδολογία που ακολούθησαν οι έμπειροι αξιωματικοί της Ασφάλειας Αττικής, οι οποίοι 50 ημέρες μετά την εισαγγελική παρέμβαση πέρασαν χειροπέδες στη Ρούλα Πισπιρίγκου. Η μάνα κατηγορείται ότι στις 29 Ιανουαρίου δολοφόνησε με πρόθεση την 9χρονη Τζωρτζίνα μέσα στο δωμάτιο του νοσοκομείου «Παίδων Αγλαΐα Κυριακού» όπου νοσηλευόταν με την χορήγηση κεταμίνης στην ποσότητα των 6,5 mg ανά λίτρο αίματος. Γιατί, όμως, η 33χρονη που ζήτησε και έλαβε προθεσμία να απολογηθεί την ερχόμενη Δευτέρα δεν έδωσε ποτέ κατάθεση στους αστυνομικούς;

Τα φώτα της δημοσιότητας τα οποία ήταν συνεχώς επάνω από την οικογένεια υπαγόρευσαν συγκεκριμένους χειρισμούς. Οι αστυνομικοί του Ανθρωποκτονιών στην Πάτρα πήγαν μόνο μία φορά, την περασμένη Τετάρτη για να συλλάβουν την Ρούλα Πισπιρίγκου.

Και οι λόγοι για αυτές τις κινήσεις ήταν πολύ συγκεκριμένοι. «Αποφασίσαμε να κινηθούμε κλιμακωτά. Υπήρχε, άλλωστε, ένα πρώτο πολύ ισχυρό καμπανάκι που κανείς δεν μπορούσε να αγνοήσει: είχαμε τρία νεκρά παιδιά σε διάστημα 33 μηνών. Άρα, ήταν σαφές από την αρχή ότι εδώ κάτι υπάρχει», τονίζουν αστυνομικές πηγές που έχουν άμεση εμπλοκή στις έρευνες. Οι αστυνομικοί που έδωσαν τέλος στο θρίλερ με επικεφαλής τον διοικητή του Τμήματος Εγκλημάτων Κατά Ζωής και Ιδιοκτησίας, Κώστα Χασιώτη, χρειάστηκε σύμφωνα με τις πληροφορίες του ethnos.gr να λάβουν τρεις πολύ σημαντικές και καθοριστικές αποφάσεις αναφορικά με την εξέλιξη της υπόθεσης τόσο σε επίπεδο χρονικής διάρκειας όσο και σε επίπεδο απτού αποτελέσματος.

Οι τρεις αποφάσεις του Ανθρωποκτονιών για τις έρευνες των τριών θανάτων

«Η πρώτη απόφαση ήταν ότι θα πρέπει να εξαντληθεί η έρευνα αρχικά στην υπόθεση της Τζωρτζίνας. Η υπόθεση αυτή “έτρεχε” πιο γρήγορα. Ήταν ο πιο πρόσφατος θάνατος και επίσης υπήρχε και αυτεπάγγελτη προανάκριση από το Τμήμα Ασφαλείας των Αμπελόκηπων που ήδη είχε ξεκινήσει την έρευνα. Έτσι, ζητήσαμε και συλλέξαμε μέσα σε σύντομο διάστημα όλα τα έγγραφα που σχετίζονται με την πρωτοφανή στα ελληνικά αστυνομικά χρονικά υπόθεση», εξηγούν οι ίδιες πηγές. Η δεύτερη απόφαση που έλαβαν ήταν αυτή του μη συσχετισμού του θανάτου της Τζωρτζίνας με τους θανάτους της Μαλένας και της Ίριδας. «Επί της ουσίας σε συνεννόηση με την Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών και την Εισαγγελία Πρωτοδικών Πατρών αποφασίστηκε να γίνουν δύο ξεχωριστές έρευνες, δηλαδή να μην συσχετιστούν σε μία δικογραφία οι δύο υποθέσεις. Και αυτό γιατί ήμασταν βέβαιοι ότι τα στοιχεία από την απώλεια της Τζωρτζίνας θα συγκεντρωθούν και θα φωτιστούν πολύ πιο γρήγορα. Αν εξετάζονταν και οι τρεις θάνατοι μαζί, τότε θα υπήρχε χρονική καθυστέρηση με ό,τι αυτό μπορεί να συνεπαγόταν», επεξηγούν.

Οι αστυνομικοί, όμως, κλήθηκαν να λάβουν και μία τρίτη απόφαση, για την οποία εμμέσως έχουν προκληθεί ερωτήματα στο πανελλήνιο που όλες αυτές τις ημέρες παρακολουθεί τις καταιγιστικές εξελίξεις. Αυτή η απόφαση σχετίζεται με τους λόγους για τους οποίους κανείς από το οικογενειακό περιβάλλον των τριών παιδιών δεν κλήθηκε να καταθέσει στη Γενική Αστυνομική Διεύθυνση Αττικής.

«Η τρίτη μας απόφαση, πολύ καθοριστική για την εξέλιξη της έρευνας της δολοφονίας της Τζωρτζίνας, ήταν εκείνη της τεκμηρίωσης της αιτίας θανάτου του παιδιού μόνο από το επιστημονικό περιβάλλον τόσο εκείνων που ήρθαν σε επαφή με την εννιάχρονη όσο και ειδικών που κλήθηκαν να δώσουν απαντήσεις μέσα από την εμπειρία και τη γνώση τους στην ιατρική, οι οποίοι δεν την είχαν περιθάλψει», υπογραμμίζουν οι ίδιες αστυνομικές πηγές.

Και συνεχίζουν: «Δεν επιλέξαμε να μιλήσουμε ούτε με τη μητέρα ούτε με τον πατέρα ούτε με κανέναν άλλον από το στενό και ευρύτερο οικογενειακό, συγγενικό και φιλικό περιβάλλον των παιδιών γιατί διαλέξαμε να ακούσουμε μόνο την επιστήμη. Λάβαμε καταθέσεις μόνο από το ιατρικό και το νοσηλευτικό προσωπικό, καθώς ήμασταν βέβαιοι ότι μέσα από αυτήν τη διαδικασία θα βρεθεί η λύση. Όπερ και εγένετο», αναφέρουν.

Το δεύτερο και καθοριστικό «καμπανάκι»

Μετά το πρώτο, δεν άργησε να ηχήσει και το δεύτερο «καμπανάκι» στους αστυνομικούς, καθώς με βάση τις ίδιες πληροφορίες από το σύνολο των καταθέσεων γιατρών και νοσηλευτών μόνο από την περιοχή της Αττικής βρέθηκε ότι η Τζωρτζίνα δεν έφυγε από κάποιο παθολογικό αίτιο. Και αυτό είναι ένα συμπέρασμα που οι Αρχές έλαβαν σχετικά γρήγορα.

«Ήταν εξαιρετικά σημαντικό το γεγονός ότι οι γιατροί στο Ωνάσειο Καρδιοχειρουργικό Κέντρο είχαν θωρακίσει καρδιολογικά πλήρως το παιδί. Το να φύγει από καρδιά, ανακοπή ή άλλο καρδιολογικό αίτιο, είχε αποκλειστεί, ήταν κάτι το μη αναμενόμενο για το προσωπικό που είχε περιθάλψει την Τζωρτζίνα. Μην ξεχνάτε ότι το παιδί εκεί εξοπλίστηκε με απινιδωτή», λένε αρμόδιοι αστυνομικοί.

Όμως, ο μεγάλος γρίφος παρέμενε: πώς άφησε την τελευταία της πνοή η πρωτότοκη κόρη της οικογένειας Δασκαλάκη, ποιος ήταν ο πραγματικός λόγος που η καρδούλα της σταμάτησε να χτυπά; «Εδώ χρειάστηκε να κάνουμε υπομονή. Αναμέναμε τα αποτελέσματα από τις ιστολογικές και τις τοξικολογικές εξετάσεις. Την περασμένη Πέμπτη, 24 Μαρτίου, οι τοξικολογικές έδειξαν ότι στο αίμα του παιδιού βρέθηκε η ουσία κεταμίνη. Η ποσότητα αυτής, τα 6,5 mg ανά λίτρο αίματος όπως καθορίστηκε από τις μελέτες του εργαστηρίου της Θεσσαλονίκης, άνοιξε τον δρόμο για να βγει το ένταλμα σύλληψης της μητέρας. Προφανώς, δεν περιμέναμε με σταυρωμένα χέρια τα αποτελέσματα. Όλο το προηγούμενο διάστημα είχαμε εξαντλήσει τον κύκλο των καταθέσεων στην περιοχή της Αττικής», εξηγούν.

«Το παιδί πέθανε δυο φορές, όχι μία»

«Ξέραμε ότι το παιδί είχε πεθάνει δύο φορές και όχι μία. Η πρώτη φορά ήταν στο Καραμανδάνειο Νοσοκομείο της Πάτρας στις 11 Απριλίου του 2021. Παρούσα και μόνη με το παιδί ήταν η μητέρα της. Κανείς άλλος δεν βρισκόταν στο δωμάτιο, παρά μόνον η Ρούλα Πισπιρίγκου. Όταν κλήθηκαν οι γιατροί η Τζωρτζίνα ήταν νεκρή. Της έκαναν καρδιοπνευμονική αναζωογόνηση για πάνω από 50 λεπτά. Το παιδί επέζησε, όμως, είχε υποστεί υποξική - ισχαιμική εγκεφαλοπάθεια. Μέχρι τότε μιλούσαμε για ένα υγιές παιδί που έσφυζε από ζωή. Μετά από αυτό η Τζωρτζίνα ξύπνησε αλλά ήρθε ξανά στη ζωή ως τετραπληγική», προσθέτουν. Το συγκεκριμένο περιστατικό εκτιμάται ως απόπειρα ανθρωποκτονίας πιθανότατα με την ίδια ουσία. Οι συνολικές απόπειρες δολοφονίας της εννιάχρονης, όπως αναλύονται στη δικογραφία, ανέρχονται στις 9.

Σύμφωνα με τους έμπειρους αστυνομικούς, που μιλούν στο ethnos.gr διατηρώντας την ανωνυμία τους, οι Αρχές οδηγήθηκαν στη σύλληψη της Ρούλας Πισπιρίγκου χωρίς την κατάθεσή της, χωρίς την ομολογία της με αδιάσειστα στοιχεία σε βάρος της.

«Τα 6,5 mg κεταμίνης ανά λίτρο αίματος σε συνδυασμό με τις καταθέσεις των γιατρών και του γεγονότος ότι στις 29 Ιανουαρίου ήταν και πάλι ο μόνος άνθρωπος μέσα στο δωμάτιο του παιδιού, είναι ακλόνητα στοιχεία. Σε δύο φάσεις νοσηλειών του παιδιού που δεν ήταν παρούσα δεν είχε συμβεί το παραμικρό. Ή θα ήταν η μητέρα από πίσω ή κάποιος άλλος, άσχετος. Την τελευταία ώρα που το παιδί ξεψύχησε ο μοναδικός άνθρωπος στο δωμάτιο ήταν η μητέρα και αυτή τη φορά ήταν αποφασισμένη να αποτελειώσει το παιδί της και να ολοκληρώσει με απόλυτη ψυχραιμία και διαύγεια κινήσεων το σατανικό της έργο. Και να μην ομολογήσει ποτέ, που θα το κάνει, εκείνη είναι η δολοφόνος», υπογραμμίζουν.

«Δεν υπάρχει συνεργός στην περίπτωση της Τζωρτζίνας»

Την ώρα που η Ρούλα Πισπιρίγκου στις συνομιλίες της με τους αστυνομικούς της Ασφάλειας διατείνεται ότι είναι αθώα και δηλώνει κατηγορηματικά ότι «δεν σκότωσα εγώ το παιδί μου» ήδη υπάρχει μία μεγάλη συζήτηση για το εάν έδρασε μόνη ή υπάρχουν συνεργοί. Ανώτατοι αξιωματικοί της ΕΛ.ΑΣ. εμφανίζονται κάθετοι και δηλώνουν:

«Δεν υπάρχει συνεργός τουλάχιστον για την περίπτωση δολοφονίας της Τζωρτζίνας. Η μάνα ήταν μόνη της στο δωμάτιο. Κανείς άλλος δεν ήταν παρών. Και ήταν μόνη της και όλες τις άλλες εννέα φορές που φέρεται να προσπάθησε να κάνει κακό στο παιδί της. Αναμένουμε απαντήσεις σε δευτερεύοντα ζητήματα, όπως το πώς και από πού προμηθεύτηκε την κεταμίνη, αλλά μέχρι τώρα δείχνει ότι λειτούργησε απολύτως μόνη».

Ό,τι ψηφιακό πειστήριο ανήκει στην 33χρονη, όπως κινητά τηλέφωνα, ηλεκτρονικοί υπολογιστές κ.ά., έχουν κατασχεθεί και έχουν σταλεί για ανάλυση στα Εγκληματολογικά Εργαστήρια της ΕΛ.ΑΣ. Από εκεί οι αστυνομικοί θα λάβουν σημαντικές απαντήσεις, που ενδεχομένως φωτίσουν ακόμη περισσότερο την φρίκη.

Μάλιστα, οι ίδιες πηγές επισημαίνουν ότι «για την ώρα δεν πρόκειται να καλέσουμε για κατάθεση για την υπόθεση της Τζωρτζίνας ούτε τον πατέρα ούτε την μητέρα και την αδελφή της 33χρονης ούτε κανέναν άλλον. Η υπόθεση αυτή έχει πάρει τον δρόμο της Δικαιοσύνης. Θα κάνουμε κάτι άλλο μόνον εφόσον μας ζητηθεί από την Εισαγγελία ή χρειαστεί βάσει της προανάκρισης». Δεν αποκλείεται, πάντως, να κληθούν άμεσα κιόλας για καταθέσεις για το δεύτερο σκέλος των ερευνών.

Ξεκινά η σύνταξη δικογραφίας για τους άλλους δύο θανάτους

Σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, άλλωστε, από σήμερα κιόλας οι έρευνες του Ανθρωποκτονιών ανοίγουν για τους θανάτους της Μαλένας και της Ίριδας. «Ήδη στους δύο αυτούς θανάτους έχουμε κάνει τις πρώτες ενέργειες σε διαφορετικά επίπεδα, αλλά η στρατηγική της έρευνας που θα ακολουθήσουμε θα αποφασιστεί σε συνεννόηση και σε συνεργασία με τις εισαγγελικές αρχές Αθηνών και Πατρών», σημειώνουν αξιωματικοί της ΕΛ.ΑΣ.

«Όλα τα στοιχεία θα επαναξιολογηθούν, όλα τα δεδομένα θα εξεταστούν συνδυαστικά και η κάθε επανεξέταση θα γίνει υπό το πρίσμα των νέων δεδομένων που θα προκύψουν μέσα από τη δουλειά διαφορετικών υπηρεσιών, ειδικών, αναλυτών και καταθέσεων. Άλλωστε, το έχουμε ξαναπεί η σύλληψη της 33χρονης είναι η κορυφή του παγόβουνου, το οποίο, ωστόσο, αργά ή γρήγορα θα λιώσει και θα αποκαλυφθούν τα πάντα. Τέλειο έγκλημα δεν υπάρχει και δεν θα μείνει τίποτα στο σκοτάδι», καταλήγουν.

ΠάτρααστυνομίακεταμίνηθάνατοςδολοφονίαΡούλα Πισπιρίγκουειδήσεις τώρα