Ελλάδα|13.04.2022 22:03

Απογοήτευση και ανασφάλεια κυριεύουν τους Έλληνες - Απελπισία στους νέους δείχνουν τα στοιχεία έρευνας

Μαρία Λιλιοπούλου

Η ανασφάλεια και η απογοήτευση είναι τα κυρίαρχα συναισθήματα που καταγράφονται σήμερα στην ελληνική κοινωνία, με την απελπισία να καταλαμβάνει περισσότερο τους πολύ νέους ανθρώπους.

Σήμερα εν μέσω ενός πολέμου που μαίνεται και μίας ενεργειακής κρίσης, η οποία αφήνει βαρύ το αποτύπωμά της στην καθημερινότητα, στην ελληνική κοινωνία καταγράφονται ως τα κυρίαρχα συναισθήματα η ανασφάλεια (28,8%) και η απογοήτευση (28,5%). Αλλωστε οι νέες κρίσεις εμφανίστηκαν σε μία επιβαρυμένη κοινωνία καθώς έπληξαν τα ήδη χειμαζόμενα νοικοκυριά από την δεκαετή οικονομική κρίση, η οποία είχε προηγηθεί, αλλά και την πανδημία, η οποία ξύπνησε αρχέγονους φόβους και έως τώρα εμφανίζεται ανυποχώρητη.

Τα συναιθήματα και τις απόψεις των Ελλήνων κατέγραψε για ακόμα μία φορά η κοινωνικοπολιτική έρευνα της διαΝΕΟσις "Τι Πιστεύουν οι Έλληνες", η οποία διεξήχθη από την εταιρεία ερευνών MARC A.E. το διάστημα μεταξύ 26 Ιανουαρίου και 18 Φεβρουαρίου του 2022 σε συνολικό πανελλαδικό δείγμα 2.509 ατόμων αντιπροσωπευτικής επιλογής 17 ετών και άνω.

«Το μείγμα των αρνητικών συναισθημάτων παρουσιάζει συνολικά σημαντική αύξηση με ταυτόχρονη υποχώρηση της αισιοδοξίας. Η συνθήκη ύπαρξης των πολλαπλών κρίσεων και η αίσθηση της επιδείνωσης της κατάστασης συμπιέζει τα περιθώρια για έκφραση θετικών συναισθημάτων», σημειώνει στην ανάλυσή του ο Θωμάς Γεράκης, Διευθύνων σύμβουλος στη MARC, άποψη που δικαιολογεί και την υποχώρηση του συναισθήματος της αισιοδοξίας από το 23,4% του 2019 στο 13,7% φέτος.

Τα αισθήματα ανασφάλειας και απογοήτευσης καταγράφονται ισχυρότερα στις γυναίκες, στις νεότερες ηλικιακές κατηγορίες, στα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα και σε όσους κατατάσσουν τον εαυτό τους στην κατώτερη και μέση/κατώτερη τάξη καθώς και στους αυτοτοποθετούμενους πολιτικά αριστερότερα του κέντρου. Ειδικά σε ό,τι αφορά τους νέους, η απογοήτευση αναφέρεται εντονότερα στην ηλικιακή ομάδα 17 – 24 ετών και η ανασφάλεια εντονότερα στην ηλικιακή ομάδα 25 – 39 ετών.

Την ίδια στιγμή και παρά τα προβλήματα, η ελληνική κοινωνία εμφανίζεται περισσότερο ευαισθητοποιημένη στα ζητήματα της έμφυλης βίας και της σεξουαλικής παρενόχλησης, ενώ αποδέχεται σε υψηλά ποσοστά τη διαφορετικότητα.

Σε ό,τι αφορά τις ποινές για σοβαρά εγκλήματα, οι Ελληνες ζητούν την αυστηροποίησή τους, ενώ οριακά περισσότεροι από τους μισούς δηλώνουν ότι συμφωνούν ή μάλλον συμφωνούν και με την επαναφορά της θανατικής ποινής.

Αν και οι ισχυρές θρησκευτικές πεποιθήσεις παραμένουν χαρακτηριστικό της κοινωνίας, όλο και περισσότεροι Ελληνες δηλώνουν ότι απομακρύνονται από τη θρησκεία, ενώ η πλειοψηφία τους τάσσεται σαφώς υπέρ της επιστήμης όταν τίθενται αντίστοιχα διλήμματα δηλώνοντας παράλληλα σε συντριπτικό ποσοστό ότι οι ιερείς θα έπρεπε να πληρώνονται από πόρους της Εκκλησίας και όχι από το Δημόσιο.

Το δημογραφικό η μεγαλύτερη απειλή 

Οι Ελληνες εμφανίζονται να θέλουν περισσότερα παιδιά από όσα επιλέγουν να αποκτήσουν με βασικό ανασχετικό παράγοντα τις οικονομικές δυσκολίες. Ετσι, αν και ο μέσος όρος απάντησε ότι ιδανικά θα ήθελε να αποκτήσει 2,6 παιδιά, ο σημερινός μέσος όρος των παιδιών παραμένει στο 1,38 ανά γυναίκα. Κι αυτό παρά το γεγονός ότι οι Ελληνες ιεραρχούν το δημογραφικό ζήτημα (μείωση του πληθυσμού, γήρανση, μείωση των γεννήσεων) ως τη σημαντικότερη απειλή για το μέλλον των Ελλήνων, με δεύτερη τις σχέσεις με την Τουρκία, τρίτη τις οικονομικές κρίσεις και τέταρτη τη μετανάστευση.

Στους σημαντικότερους λόγους που κάποια ζευγάρια αναβάλλουν ή αποφεύγουν να αποκτήσουν παιδιά κυριαρχεί η οικονομική ανασφάλεια/οικονομικές δυσκολίες. Το 73,3% αναφέρει τον οικονομικό παράγοντα ως τη σημαντικότερη αιτία του χαμηλού δείκτη γονιμότητας, το 31,9% αναφέρει μεταξύ των δύο σημαντικότερων λόγων μη τεκνοποίησης τη δυσκολία συνδυασμού μητρότητας και επαγγελματικής ζωής, το 30,9% την έλλειψη υποδομών υποστήριξης/κρατικής μέριμνας και το 30,3% τις διαφορετικές προτεραιότητες που έχουν σήμερα τα ζευγάρια καθώς τα παιδιά θεωρούνται μεγάλη δέσμευση.

Ισχυρό αλλά με σημάδια ύφεσης το θρησκευτικό αίσθημα

Σημάδια ύφεσης δείχνει και το θρησκευτικό αίσθημα στην Ελλάδα. Βάσει των ευρημάτων της έρευνας, το 78,7% πιστεύει στον Θεό, το 53,4% αισθάνεται πολύ κοντά στη θρησκεία και ένας στους τρεις Έλληνες πηγαίνει στην εκκλησία τουλάχιστον μία φορά τον μήνα.

«Ωστόσο, συγκρίνοντας τα διαχρονικά στοιχεία στις έρευνες της διαΝΕΟσις παρατηρούμε μια αργή και σταδιακή τάση μείωσης του θρησκευτικού αισθήματος και των δεσμών με την εκκλησία. Στο χρονικό διάστημα 2018-2022 μειώθηκαν όσοι πιστεύουν στον Θεό κατά 6 ποσοστιαίες μονάδες και αυξήθηκαν κατά αντίστοιχο ποσοστό όσοι δηλώνουν σήμερα πολύ μακριά από τη θρησκεία».

Οι ερευνητές παρατηρούν ότι ταυτόχρονα σχεδόν διπλασιάστηκαν όσοι δηλώνουν πως δεν πηγαίνουν καθόλου στην εκκλησία από 10,2% στο 2018 σε 19,5% σήμερα, ενώ αυξήθηκαν σημαντικά και όσοι δήλωσαν πως εκκλησιάζονται λιγότερο συχνά από μία φορά τον χρόνο από 10% το 2018 σε 17,5% το 2022, κάτι στο οποίο ενδεχομένως να έχει συντελέσει και η εφαρμογή των υγειονομικών μέτρων.

«Η στάση απέναντι στη θρησκεία εμφανίζει ισχυρή συσχέτιση με την ηλικία, το φύλο, το εκπαιδευτικό επίπεδο, την αστικότητα και την πολιτική/ιδεολογική τοποθέτηση. Τα χαμηλότερα ποσοστά θρησκευτικής πίστης εντοπίζονται στους νέους, στους άνδρες, στους κάτοχους μεταπτυχιακών τίτλων, στα μεγάλα αστικά κέντρα και στους αριστερούς», αναφέρει ο κ. Γεράκης.

Το 60,6% πιστεύει πως όταν η επιστήμη και η θρησκεία συγκρούονται, το δίκιο είναι με το μέρος της επιστήμης, το 16% πιστεύει πως έχουν εξίσου δίκιο και το 10% πιστεύει πως το δίκιο είναι με το μέρος της θρησκείας.

Πάντως, οι 7 στους 10 Έλληνες πολίτες (68%) θεωρούν πως οι ιερείς θα πρέπει να πληρώνονται από τους πόρους της Εκκλησίας, ενώ το 24,1% θεωρεί σωστό να πληρώνονται από το ελληνικό Δημόσιο.

Η αλλαγή στο θρησκευτικό συναίσθημα αποδίδεται σε μεγάλο βαθμό στους νέους, αλλά και στην πλέον ελεύθερη έκφραση της αθείας. Οπως αναλύει ο Παναγής Παναγιωτόπουλος, Αναπληρωτής Καθηγητής Κοινωνιολογίας στο ΕΚΠΑ, Διευθυντής του Τομέα Κοινωνικής Θεωρίας και Κοινωνιολογίας και senior research fellow στο ΕΛΙΑΜΕΠ, το 17,2% δηλώνει πλέον ότι δεν πιστεύει στον Θεό και γνωρίζουμε από ποσοτικές έρευνες του τέλους της δεκαετίας του ’80 και των αρχών του ’90 ότι τα ποσοστά εκείνων που δήλωναν άθεοι δεν υπερέβαιναν σε καμία περίπτωση το 5-10%. Επίσης οι ερωτώμενοι που δηλώνουν κοντά και πολύ κοντά στη θρησκεία μόλις ξεπερνούν το 53%, με έντονη υποχώρηση σε σχέση με το 2019 που ήταν 57% και το 2018 που ήταν 58,2%. «Μια τόσο γρήγορη μεταβολή δύσκολα αντικατοπτρίζει μια βαθιά συνειδησιακή "επανάσταση" και για να εξηγηθεί θα πρέπει να σκεφτούμε δύο τουλάχιστον –πιθανώς αλληλοσυμπληρούμενες-υποθέσεις. Η πρώτη έχει να κάνει με τη συμμετοχή στο δείγμα μιας νέας γενιάς στην οποία ριζικά μειώνεται το θρησκευτικό συναίσθημα. Η δεύτερη υπόθεση είναι ότι, και εδώ, έχει χειραφετηθεί ο λόγος και ότι έχει υποχωρήσει ο κοινωνικός κομφορμισμός σε τέτοια ζητήματα. Με άλλα λόγια ότι μια μερίδα άθεων ή αγνωστικιστών εκδηλώνεται πλέον με μεγαλύτερη άνεση σε σχέση με το πρόσφατο παρελθόν».

Σύμφωνα με τον κ. Παναγιωτόπουλο, η ίδια δυναμική αποτυπώνεται και στις απαντήσεις που αφορούν τη συχνότητα εκκλησιασμού και που δείχνουν π.χ. διπλασιασμό εκείνων που δηλώνουν ότι δεν προσέρχονται ποτέ στην εκκλησία (πλην γαμήλιων τελετών, βαφτίσεων και κηδειών) σε σχέση με το 2018. Ο ίδιος διευκρινίζει, πάντως, ότι «το πολύ μεγάλο ποσοστό εκείνων που απαντούν ότι οι ιερείς δεν θα πρέπει να πληρώνονται από το κράτος αλλά από ιδίους πόρους της εκκλησίας (68%) δεν θα πρέπει να ερμηνευτεί ως αίτημα διαχωρισμού κράτους-εκκλησίας στις θεσμικές και λειτουργικές του διαστάσεις διότι απηχεί έναν κάπως συνηθισμένο αντι-υλιστικό αντικληρικαλισμό δίχως μεγάλες συνέπειες. Εντάσσεται όμως σε ένα γενικότερο κλίμα επιφύλαξης μπρος στην επίσημη εκκλησία που πιθανόν να έχει τροφοδοτηθεί και από την επαμφοτερίζουσα στάση της τελευταίας την περίοδο της μεγάλης υγειονομικής κρίσης».

Μία στις δύο γυναίκες εκτιμάται ότι έχει υποστεί σεξουαλική παρενόχληση

Το θέμα της σεξουαλικής παρενόχλησης, των βιασμών γυναικών, οι γυναικοκτονίες και γενικότερα τα φαινόμενα της έμφυλης βίας και η δημιουργία του ελληνικού κινήματος #metoo απασχολούν έντονα τους Ελληνες με τέσσερις στους δέκα ερωτώμενους (39,6%) να πιστεύουν πως το τελευταίο διάστημα υπάρχει αυξανόμενη τάση περιστατικών βίας κατά των γυναικών στην Ελλάδα.

Αντίθετα, οι έξι στους δέκα θεωρούν πως τα περιστατικά αυτά ήταν εξίσου συχνά και στο παρελθόν, αλλά τώρα αναδεικνύονται περισσότερο στον δημόσιο διάλογο. Αυξανόμενη τάση διαπιστώνουν σχετικά περισσότερο οι νεότερες ηλικίες, ενώ οι μεγαλύτερες ηλικιακά κατηγορίες συμφωνούν με την άποψη πως τα περιστατικά βίας υπήρχαν πάντα, όπως ακριβώς και σήμερα.

Η συντριπτική πλειοψηφία τόσο των γυναικών (92,6%) αλλά και των ανδρών (82,9%) πιστεύουν πως το πρόβλημα της σεξουαλικής παρενόχλησης στην Ελλάδα είναι εκτεταμένο σε σημαντικό βαθμό. Το συνολικό ποσοστό των Ελλήνων που θεωρεί πολύ ή αρκετά εκτεταμένο το πρόβλημα της σεξουαλικής παρενόχλησης καταγράφεται σε αυτή την έρευνα σημαντικά αυξημένο σε σχέση με την έρευνα του 2018 (87,8% έναντι 64,2%).

Αυξημένο κατά 3,5% είναι και το ποσοστό των γυναικών (43,4%), το οποίο στο πλαίσιο της έρευνας, δήλωσε πως έχει υποστεί σεξουαλική παρενόχληση. «Αν μάλιστα προστεθεί και το ποσοστό όσων αποφεύγουν να απαντήσουν στην ερώτηση, συμπεραίνεται ότι έχει παρενοχληθεί σεξουαλικά σχεδόν η μία στις δύο γυναίκες. Το αντίστοιχο ποσοστό για τους άνδρες ανέρχεται στο 13,1%», εξηγούν οι ερευνητές.

Ενας στους δύο υπέρ της επαναφοράς της θανατικής ποινής

Το 51% δηλώνει υπέρ της επαναφοράς της θανατικής ποινής, με το 45,2% να εκφράζει την αντίθεσή του σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Ο διαχρονικός διχασμός της ελληνικής κοινωνίας σε αυτό το θέμα διατηρείται, με την άποψη υπέρ της επαναφοράς της θανατικής ποινής να είναι αυτή τη φορά στις έρευνες της διαΝΕΟσις οριακά πλειοψηφική.

Οι απόψεις για το ζήτημα της θανατικής ποινής επηρεάζονται από την ιδεολογική αυτοτοποθέτηση στον άξονα αριστερά/δεξιά καθώς και από το μορφωτικό επίπεδο. Ετσι, από τις απαντήσεις προκύπτει ότι δεξιότερα του κέντρου πλειοψηφούν όσοι τάσσονται υπέρ, και αριστερότερα πλειοψηφούν όσοι τάσσονται κατά της επαναφοράς της θανατικής ποινής.

Την ίδια στιγμή όσον αφορά στις ποινές, οι εννέα στους δέκα Έλληνες συμφωνούν με την αυστηροποίηση των ποινών για σοβαρά εγκλήματα ή για εγκληματικές πράξεις που αφήνουν σοβαρές και μόνιμες βλάβες.

Δικαιώματα ΛΟΑΤΚΙ

Μία συνεχώς αυξανόμενη αποδοχή ή έστω ανοχή στη διαφορετικότητα και τα δικαιώματά της παρατηρείται τα τελευταία χρόνια, όπως προκύπτει και από τις φετινές απαντήσεις των συμμετεχόντων σε ζητήματα όπως οι γάμοι μεταξύ ομόφυλων ζευγαριών, η τεκνοθεσία παιδιών από ομόφυλα ζευγάρια ή η νομική αναγνώριση ταυτότητας φύλου.

Με τη νομική αναγνώριση της ταυτότητας φύλου συμφωνεί πλέον η πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας (60,2%). Δύο χρόνια πριν συμφωνούσε το 48,1%, και πριν από τέσσερα χρόνια το 42,9%.

Ο ένας στους δύο Έλληνες (51%) συμφωνεί σήμερα με την τέλεση γάμων μεταξύ ατόμων του ίδιου φύλου, με ποσοστό αυξημένο κατά 11 μονάδες από την προηγούμενη έρευνα. Είναι η πρώτη φορά που η συμφωνία στους γάμους ομόφυλων ζευγαριών ξεπερνά έστω και οριακά το όριο του 50%, όπως σημειώνουν οι ερευνητές. Αντίθετο είναι το 42% και ένα 6% δεν εκφράζει άποψη.

Μικρότερη αποδοχή συγκεντρώνει η τεκνοθεσία παιδιών από ομόφυλα ζευγάρια με το 38,9% να συμφωνεί και το 57% να διαφωνεί. Ωστόσο, και στο θέμα της τεκνοθεσίας, το ποσοστό αποδοχής εμφανίζει συνεχή σταδιακή αύξηση. Το 2019 ο βαθμός συμφωνίας ήταν 23,2% ενώ το 2018 μόλις 18%.

Οπως εξηγεί ο κ. Γεράκης: «οι τοποθετήσεις της ελληνικής κοινωνίας στα ανωτέρω ζητήματα εμφανίζουν ισχυρή εξάρτηση με την ιδεολογική αυτοτοποθέτηση, την ηλικιακή κατηγορία, και το μορφωτικό επίπεδο των ερωτωμένων. Περισσότερο δεκτικές στη διαφορετικότητα εμφανίζονται οι νεότερες ηλικίες, οι γυναίκες, οι έχοντες ανώτερη μόρφωση και οι κάτοικοι των μεγάλων αστικών κέντρων. Ως προς την πολιτική ταυτότητα οι ευρισκόμενοι αριστερότερα του κέντρου εμφανίζονται κατά πολύ πιο υποστηρικτικοί σε σχέση με τους τοποθετούμενους δεξιότερα».



ΕκκλησίαθρησκείαΛΟΑΤΚΙMeTooθανατική ποινήΔιαΝΕΟσιςσεξουαλική παρενόχλησηειδήσεις τώρα