Ελλάδα|05.02.2023 11:50

Ακριβά πληρώνει η Ελλάδα το brain drain της κρίσης - Πόσο έχει μειωθεί ο πληθυσμός από το 2012 και πώς θα αλλάξει η αρνητική πορεία των αριθμών

Μαρία Λιλιοπούλου

Ακριβά πληρώνει και θα εξακολουθήσει να πληρώνει η Ελλάδα το brain drain στις νεώτερες γενιές όχι μόνο λόγω της φυγής πτυχιούχων και συχνά και καταρτισμένων νέων, η οποία κοστίζει στην εξέλιξη και την ανάπτυξη της χώρας, αλλά και σε επίπεδο δημογραφικό. Η Ελλάδα μετατρέπεται σε χώρα γερόντων με τη γονιμότητα να παραμένει σε αρκετά χαμηλά επίπεδα (1,2 - 1,5 παιδά ανά γυναίκα από τα τέλη της δεκαετίας του 1980 και έπειτα). Τόσο η αλλαγή αντιλήψεων τη δεκαετία του ΄80 με την αναβολή του γάμου και της τεκνοποίησης, όσο και οι απανωτές οικονομικές κρίσεις που ακολούθησαν σε πιο πρόσφατες δεκαετίες, δείχνουν σε όλο και περισσότερους νέους ανθρώπους την κατ΄επιλογήν ατεκνία ως μονόδρομο.

Οι περίοδοι της κρίσης μάλιστα φαίνεται ότι συνέβαλαν στην ακόμα μεγαλύτερη αναβολή της δημιουργίας οικογένειας και ίσως οδήγησαν αρκετούς στην απόφαση να μην αποκτήσουν απογόνους και να μην παντρευτούν εξαιτίας της ανεργίας, των επισφαλών θέσεων εργασίας με χαμηλούς μισθούς και της αβεβαιότητας και ανασφάλειας για το παρόν και το άμεσο μέλλον.

Στη χώρα μας υπολογίζεται ότι θα είχαν τελεστεί περίπου 23.600 πρώτοι γάμοι επιπλέον και θα είχαν γεννηθεί περί τα 54.500 περισσότερα παιδιά εάν δεν είχαν εξαναγκαστεί σε μετανάστευση όλοι αυτοί οι νέοι άνθρωποι κατά την περίοδο 2010 – 2020.

Την κρίσιμη αυτή εκτίμηση έκανε ο Γιώργος Κοντογιάννης, δρ δημογραφίας και ερευνητης στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας στο πλαίσιο του συνεδρίου «Αναζητώντας τον άλλο δρόμο» που διοργανώθηκε από τον Όμιλο ΜΕΤΑΒΑΣΗ για τη βιώσιμη και δίκαιη ανάπτυξη, το Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ, και το Eteron – Ινστιτούτο για την Έρευνα και την Κοινωνική Αλλαγή.

Σύμφωνα και με την απογοητευτική εικόνα που αποτύπωσε και η πρόσφατη απογραφή, ο πληθυσμός της χώρας μειώνεται αδιάκοπα από το 2012 και μετά (κατά 440.000 άτομα έως και το 2021), ενώ βάσει των ΗΕ θα είναι 9.173.000 το 2050.

Κι αυτό δεν είναι κάτι που μπορεί να αλλάξει από τη μια μέρα στην άλλη, ούτε από τη μια γενιά στην ακριβώς επόμενη: «Η συρρίκνωση και η μείωση του πληθυσμού της χώρας είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα συνεχιστεί τις επόμενες δεκαετίες. Κατά συνέπεια, οι επιδιώξεις της δημογραφικής πολιτικής θα πρέπει να συνδέονται άμεσα με τους στόχους της κοινωνικής και οικονομικής πολιτικής», επεσήμανε ο κ. Κοντογιάννης.

Η γήρανση του πληθυσμού που ξεκίνησε με τη μείωση της γονιμότητας από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 και τη σταδιακή αύξηση των προσδόκιμων επιβίωσης, θα μειώσει δραματικά την αναλογία ατόμων σε ηλικίες εργασίας, κάτι το οποίο θα έχει ολέθριες συνέπειες στο ασφαλιστικό εφόσον παράλληλα δε ληφθούν μέτρα για την ένταξη μεταναστών και προσφύγων. Αλλά και η ποιότητα ζωής όσων μεγαλώνουν θα υποβαθμιστεί εάν δεν υπάρξει η απαραίτητη στήριξη από την Πολιτεία: «Ολο και περισσότεροι άνθρωποι θα φτάνουν σε μεγάλες ηλικίες και θα είναι ουσιαστικά μόνοι καθώς όλο και περισσότεροι δεν τεκνοποιούν και δεν παντρεύονται, κάποιοι από αυτούς δεν έχουν αδέρφια, ενώ αυξάνεται και η συχνότητα λύσης του γάμου. Επομένως, όλο και περισσότερα άτομα σε μεγάλες ηλικίες δε θα έχουν κοντινούς συγγενείς, δηλαδή αδέρφια, παιδιά, ενδεχομένως και σύζυγο/σύντροφο», εξηγεί στο «ethnos.gr» ο κ. Κοντογιάννης.

Και συνεχίζει: «Είναι χαρακτηριστικό ότι μεταξύ των γυναικών που είναι περίπου 40 ετών σήμερα, δηλαδή που γεννήθηκαν περί το 1980, υπολογίζεται ότι μία στις τεσσερεις δε θα τελέσει γαμο και δε θα αποκτήσει απογόνους. Φτάνοντας σε μεγαλύτερες ηλικίες οι άνθρωποι αυτοί θα έχουν ανάγκες που δεν είναι σίγουρο οτι θα μπορούν να καλυφθούν από το οικογενειακό περιβάλλον». Ουσιαστικά η Πολιτεία θα πρέπει να αναλάβει τις ευθύνες της δεδομένου έως σήμερα η οικογένεια υποκαθιστά το κράτος πρόνοιας σε μεγάλο βαθμό, κάτι που θα καταστεί αναγκαίο να αλλάξει.

Οι πολίτες αυτοί – όπως ήδη προειδοποιούν οι επιστήμονες - θα χρειαστούν υποδομές στηριξης, οι οποίες θα είναι συμπεριληπτικές και θα αφορούν κάθε μορφής οικογένεια.

Στο μεταξύ εν μέσω γενικότερης ανεργίας, ακρίβειας και πληθωρισμού, οι νέοι στην Ελλάδα αφήνουν όλο και πιο αργά τη γονική εστία. Στη Μεσόγειο παραδοσιακά οι νέοι άνθρωποι κατοικούν στη γονική τους κατοικία για πολύ μεγαλύτερο χρονικό διάστημα σε σχέση με τις χώρες της Δυτικής και Βόρειας Ευρώπης. Στη χώρα μας το ποσοστό αυτό, για τις γυναίκες 25 - 29 ετών, έχει αυξηθεί από το 45% - 50% πριν το ξεκίνημα της οικονομικής κρίσης σχεδόν στο 70% το 2020 όταν το ποσοστό αυτό δεν ξεπερνά το 10% στις χώρες της Βόρειας Ευρώπης και το 25% στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης: «Εάν οι νέοι ζουν σε αυτές τις ηλικίες στη γονική εστία, είναι δύσκολο να προχωρήσουν στα επόμενα στάδια της ενηλικίωσης, την εργασία και την οικογένεια», τόνισε ο κ. Κοντογιάννης.

Παράλληλα το δίχτυ προστασίας που θα απλωθεί για τη στήριξη και την προστασία των οικογενειών με παιδιά, δε θα πρέπει να αφήνει κανένα απ΄έξω. Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσίασε ο ερευνητής δημογράφος, αυξάνονται σημαντικά τα ζευγάρια που επιλέγουν το σύμφωνο συμβίωσης. Ετσι, ενώ το 2005 τα παιδιά εκτός γάμου αντιπροσώπευαν το 5% του συνόλου, πλέον το ποσοστό φτάνει το 14%.

«Η έμφαση πρέπει να δοθεί στην ανάσχεση της ατεκνίας» σημειώνει ξεκάθαρα ο κ. Κοντογιάννης συμπληρώνοντας πως παρόλο που η Ελλάδα έχει προχωρήσει σε νομοθετικό πλαίσιο για την ισότητα των φύλων, ωστόσο η βιβλιογραφία δείχνει ότι δεν έχει φτάσει το επίπεδο της πραγματικής ισότητας που υπάρχει σε χώρες όπως η Σουηδία, αφού οι γυναίκες σπουδάζουν και εργάζονται, αλλά συχνά εξακολουθούν να κουβαλούν μόνες διπλό βάρος καθώς επωμίζονται τη φροντίδα παιδιών ή/και ηλικιωμένων.

Και τα στοιχεία που αφορούν αποκλειστικά τη θνησιμότητα, πάντως, αποκαλύπτουν ανεπάρκειες στο σύστημα υγείας και περίθαλψης. «Η εξέλιξη της θνησιμότητας είναι προβληματική. Το προσδόκιμο επιβίωσης αυξάνεται κατά την τελευταία 25ετία με βραδύτερους ρυθμούς σε σχέση με αρκετές ευρωπαικές χώρες. Η αντιμετώπιση των δύο κύριων αιτιών θανάτου (παθήσεων κυκλοφορικού και καρκίνων) αποτελεί ένδειξη αδυναμιών του συστήματος υγείας της χώρας, όπως η ελλιπής διάγνωση, η πρόληψη και η περίθαλψη των χρόνιων παθήσεων.

Ο κίνδυνος της ερημοποίησης

Οπως προκύπτει από τα στοιχεία, η Ελλαδα χαρακτηρίζεται από υπερσυγκέντρωση του πληθυσμού σε ένα περιορισμένο τμήμα της επιφάνειας της χώρας και εγκατάλειψη του υπαιθρου χώρου με πολλές περιοχές να απειλούνται με «ερημοποίηση». Κι αυτός είναι ο βασικός λόγος, για τον οποίο είναι ξεκάθαρη η ανάγκη ενίσχυσης της απασχόλησης και εγκατάστασης των νεων στην ύπαιθρο.

Σε κάθε περίπτωση, η Ελλάδα θα πρέπει να κοιτάξει κατάματα και το ζήτημα της μετανάστευσης, καθώς, όπως επισημαίνει ο ίδιος «η χάραξη πολιτικής για τη μετανάστευση και την ένταξη μεταναστών και προσφύγων μπορεί να αμβλύνει τη γήρανση και να ενισχύσει τη γονιμότητα καλύπτοντας παράλληλα ελλείψεις στην αγορά εργασίας και αποτέλώντας μια λύση για την «ερημοποίηση». Οι πολιτικές αυτές θα πρέπει να λάβουν υπόψη τις παρούσες και μελλοντικές ανάγκες στην αγορά εργασίας. Στην ομαλή ένταξη και ενσωμάτωση μεταναστών και προσφύγων μπορούν να συμβάλουν προγράματα ενίσχυσης των δεξιοτήτων τους βασισμένα και στις ανάγκες της ελληνικής οικονομίας και η θεσμική αναγώριση των επαγγελματικών δεξιοτήτων τους».

Παράλληλα κρίσιμος θα είναι ο ρόλος πολιτικών που αφορούν την ενίσχυση άλλων τομέων της οικονομίας και όχι μόνο του τουρισμού διότι είναι όλο και περισσότερο φανερό ότι οδηγούμαστε σε μία αύξηση των περιφερειακών ανισοτήτων και σε φαινόμενα «ερημοποίησης».

Οι περιφερειακές ανισότητες

Οι κοινωνικές ανισότητες και τα δημογραφικά αρνητικά ρεκόρ φαίνεται να είναι απόλυτα συνδεδεμένα και με το διαχρονικό ζήτημα των περιφερειακών ανισοτήτων.

Από την πρόσφατη απογραφή φάνηκε ότι μεγάλες πόλεις και τουριστικές περιοχές μπόρεσαν να αυξήσουν ή να διατηρήσουν σε μεγάλο βαθμό τον πληθυσμό τους, ενώ αντίθετα επαρχιακές πόλεις και χωριά (αγροτικές, ορεινές και ημιορεινές περιοχές παρουσιάζουν μείωση μεγαλύτερη του 10%, ακόμη και του 20%.

Οι περισσότεροι από τους Δήμους που αύξησαν τον πληθυσμό τους εντοπίζονται στην Περιφερειακή Ενότητα Δωδεκανήσων και περιμετρικά των δύο μητροπολιτικών κέντρων Αθήνας και Θεσσαλονίκης και δευτερευόντως στην Κρήτη και τις Κυκλάδες. 

Αντιθέτως νομοί, όπως η Αρτα και η Ευρυτανία και γενικότερα ορεινοί νομοί είναι οι πιο γηρασμένοι, ενώ συνολικά το δυτικό τμήμα της χώρας χαρακτηρίζεται από μεγαλύτερη διάμεση ηλικία με το 1/3 των κατοίκων τους να έχουν περάσει τα 65 έτη.

Σύμφωνα με τον Θανάση Καλογερέση, οικονομικό γεωγράφο, αναπληρωτή καθηγητή Χωροταξιας και Ανάπτυξης στο ΑΠΘ, υπάρχουν περιοχές με χρόνια έλλείμματα ανταγωνιστικότητας γεγονός που σε ένα βαθμό οφείλεται στην υιοθέτηση πολιτικών που βασίζονται σε παρωχημένα εννοιολογικά σχήματα.

Η εικόνα της χώρας εμφανίζεται να έχει σημαντικές διαφορές από περιοχή σε περιοχή. Ετσι, ενώ συνολικά στην Ελλάδα το ΑΕΠ υπολογίζεται στο μισό συγκριτικά με άλλες χώρες της Ε.Ε., το ΑΕΠ της Ξάνθης είναι μόλις το 30% του ΑΕΠ της Αττικής.

Ειδικά κάποιες περιοχές της Αττικής είναι πολύ πλουσιότερες από όλη τη χώρα, ενώ ο κεντρικός τομέας που αναπτύχθηκε ραγδαία μεταξύ 2000 – 2008 παρόλο που στη συνέχεια «έπεσε» γρήγορα κατά τα χρόνια της οικονομικης κρίσης, κατάφερε να ανακάμψει με ρυθμούς ταχύτερους συγκριτικά με άλλες περιοχές.

«Οι περισσότερες περιοχές ανακάμπτουν πολύ πιο αργά και ορισμένες εξαιρετικά αργά. Υπάρχουν νομοί οι οποίοι ακόμα και σήμερα δεν έχουν καταφέρει να ανακτήσουν πάνω από το 65% του εισοδήματος που είχαν το 2009, ενώ κανένας νομός δεν έφτασε ακόμα στην ανάκτηση του 100%. Περιοχές όπως η Κάλυμνος, η Κάρπαθος, η Φθιώτιδα, η Εύβοια, η Κως, κλπ δεν έχουν καταφέρει να σηκώσουν κεφάλι», σημείωσε ο κ. Καλογερέσης.

Η δημογραφική ταυτότητα της Ελλάδας

Κατά την περίοδο 2011 – 2016 υπήρξε αρνητικό μεταναστευτικό ισοζύγιο (-252.000 άτομα αυτήν την 6ετία). Θετικό ισοζύγιο είχε κατά την περίοδο 2017 – 2020 (+75.000 άτομα). Κατά συνέπεια υπάρχει αναγκη ανακοπής της φυγής των νέων και έναρξης μιας συστηματικής προσπάθειας επιστροφής ορισμένων που έφυγαν από το 2010 και μετά.

Αρνητικό είναι όμως το φυσικό ισοζύγιο (γεννήσεις – θάνατοι) από το 2011 και μετά (- 4.000 άτομα το 2011 – 46.000 άτομα το 2020).

Από τους 51 πρώην νομούς της χώρας με εξαίρεση 3 που παρουσίασαν αύξηση του πληθυσμού τους και ηταν τα Δωδεκάνησα, η Αττική και το Λασίθι και δύο των οποίων ο πληθυσμός παρέμεινε αμετάβλητος (Κυκλάδες και Ικαρία), οι υπόλοιποι 47 παρουσιάζουν μείωση. Οι 39 απ΄αυτούς μαλιστα έχουν μεγαλύτερο ποσοστό μείωσης του πληθυσμού τους από τον μέσο όρο της χώρας, ενώ 13 έχουν μείωση πάνω από 10%. Αυτοί είναι οι νομοί: Εβρου, Πέλλας, Βοιωτίας, Φωκίδας, Αρκαδίας, Δράμας, Κιλκίς, Φλώρινας, Φθιώτιδας, Ευρυτανίας, Ιθάκης, Σερρών και Γρεβενών.

Την ίδια στιγμή η διάμεση ηλικία του πληθυσμού της Ελλάδας έχει αυξηθεί κατά περίπου 11 έτη από το 1981 και συγκεκριμένα από 34,1 έφτασε τα 45,2 έτη.

Το δυτικό τμήμα της χώρας χαρακτηρίζεται από μεγαλύτερη διάμεση ηλικία, ενώ οι πιο γηρασμένοι νομοί είναι αυτοί της Αρτας και της Ευρυτανίας.

Αντίστοιχη είναι η τάση και στη μέση ηλικία των γενιών που εργάζονται, δηλαδή από 24 έως 64 ετών. Σε εθνικό επίπεδο η διάμεση ηλικία του εργατικού δυναμικού είναι τα 44,2 έτη με τις υψηλότερες τιμές να συγκεντρώνονται στην Αρτα, την Καστοριά, τις Σέρρες, την Κοζάνη, την Πρέβεζα και τις χαμηλότερες τιμες στη Σαμο, τη Λέσβο, τη Χίο, το Ρέθυμνο και τα Δωδεκάνησα.

Σε ό,τι αφορά το Βόρειο Αιγαίο, φαίνεται ότι οι δομές «φιλοξενίας», ανανέωσαν τον πληθυσμό των νησιών, αλλά μόνο προσωρινά, κάτι το οποίο θα αποτυπωθεί στις επόμενες μετρήσεις αφού από το 2021 δεν κατοικούνται.

ΟΛΕΣ ΟΙ ΕΙΔΗΣΕΙΣ

brain drainπληθυσμόςειδήσεις τώραδημογραφικόκρίσηαπογραφή