Ελλάδα|24.03.2019 16:33

1821: Ήταν ριψοκίνδυνοι ναυτικοί και πλήρωναν... κερατιάτικα

Γεώργιος Σαρρής

Έχετε φανταστεί ποτέ πώς ζούσαν οι Ελληνες την περίοδο του 1821; Πώς περνούσαν το εικοσιτετράωρό τους, ποιες ήταν οι συνήθειες της εποχής, µε ποια επαγγέλµατα ασχολούνταν, πώς τιµωρούνταν οι µοιχαλίδες ή πώς αντιµετώπιζαν όσους αρρώσταιναν; Αυτές είναι µερικές µόνο από τις απορίες για την καθηµερινότητα την εποχή της Επανάστασης, στις οποίες θα επιχειρήσουµε να δώσουµε σήµερα απαντήσεις µε αφορµή την επικείµενη εθνική µας επέτειο.

Η αλήθεια είναι ότι για τη συντριπτική πλειονότητα των υπόδουλων της οθωµανικής αυτοκρατορίας οι συνθήκες ήταν εξαιρετικά δύσκολες. Οι περισσότεροι πρόγονοί µας ζούσαν κάτω από το όριο της φτώχειας. Μια ζωή σκληρή, γεµάτη ανασφάλειες. Το προσδόκιµο επιβίωσης ήταν χαµηλό. Λοιµώδεις ασθένειες όπως η ελονοσία ήταν ενδηµικές, ενώ συνεχή ήταν και τα κρούσµατα πανώλης, κυρίως στις µεγάλες πόλεις.

Κάθε φορά που εµφανιζόταν µια τόσο σοβαρή επιδηµία, ο ελληνικός πληθυσµός προσπαθούσε όσο µπορούσε να προφυλαχθεί, ενώ ο µουσουλµανικός αντιµετώπιζε την κατάσταση µοιρολατρικά, µε αποτέλεσµα να πεθαίνουν περισσότεροι Οθωµανοί. Επιχωρίαζε επίσης η λέπρα (κυρίως στα νησιά Κρήτη, Ρόδο, Σύµη, Χίο και Κύπρο), ενώ άξιο µνείας είναι το γεγονός ότι στη Μήλο καταγράφονταν πολλά κρούσµατα σύφιλης. Η πιθανότερη αιτία είναι πως από εκεί περνούσαν σχεδόν όλα τα καράβια που ταξίδευαν στο αρχιπέλαγος, επιβιβάζοντας ή αποβιβάζοντας ναύτες, που µετέδιδαν το αφροδίσιο νόσηµα.

Οι περισσότεροι γιατροί ήταν Κρητικοί και Εβραίοι, σπουδαγµένοι στην Πάδοβα της Ιταλίας. Οταν ο ασθενής είχε πυρετό, τον συµβούλευαν να αποφεύγει τα λιπαρά και να κάνει αυστηρή δίαιτα. Αν υπέφερε από πονοκεφάλους, γνωµάτευαν ότι είχε «αερικό» και του συνέστηναν να καλέσει τον παπά να του διαβάσει εξορκισµούς και να του ραντίσει το στρώµα µε αγιασµένο νερό.

Γιατί τους λέμε «κομπογιαννίτες»

Στις µέρες µας µε τη λέξη «κοµπογιαννίτης» εννοούµε τον αδαή γιατρό που δεν έχει επιστηµονική κατάρτιση. Ο όρος προέρχεται από το ρήµα γιαίνω, δηλαδή θεραπεύω, και το ουσιαστικό κόµπος. Αναφερόταν στους πρακτικούς γιατρούς που τα χρόνια της τουρκοκρατίας επιχειρούσαν να θεραπεύσουν τον ασθενή µε πατροπαράδοτους τρόπους. Οι κοµπογιαννίτες φορούσαν στον λαιµό ένα µεγάλο µαντίλι που το έδεναν σε κόµπους. Σε κάθε κόµπο έβαζαν και από ένα βότανο που το χρησιµοποιούσαν αργότερα στις συνταγές τους.

Η κακή υγεία του πληθυσµού συνολικότερα πάντως επιβαρυνόταν από την εξαιρετικά λιτή διατροφή. Οι ντόπιοι τηρούσαν ευλαβικά όλες τις θρησκευτικές νηστείες, που κάλυπταν περίπου τις µισές ηµέρες του χρόνου. Το διαιτολόγιο περιλάµβανε κυρίως λαχανικά, όσπρια και ρύζι, ψωµί (καλύτερης ποιότητας για τους εύπορους και χαµηλότερης για τους φτωχούς), ελιές, µέλι και κρασί. Οι ζωικές πρωτεΐνες προέρχονταν κυρίως από τα ψάρια, τα πουλερικά, τα σαλιγκάρια και το κυνήγι. Τα άλλα είδη κρέατος περιορίζονταν µονάχα τις γιορτινές ηµέρες, αλλά και πάλι δύσκολα τα έβρισκες στην αγορά.

Οι αυτοκρατορίες είθισται να είναι πολυεθνικές και από τον συγκεκριµένο κανόνα δεν αποτέλεσε εξαίρεση ούτε η οθωµανική. Ετσι, στον ελλαδικό χώρο, εκτός από τον συµπαγή γηγενή πληθυσµό, ζούσαν Οθωµανοί Τούρκοι, Εβραίοι, Αλβανοί και Βλάχοι. Ενίοτε συναντούσες και ευάριθµους πληθυσµούς άλλων βαλκανικών λαών καθώς και Αρµένιους. Σε γενικές γραµµές θα λέγαµε ότι ο οθωµανικός πληθυσµός βρισκόταν ως επί το πλείστον στις πόλεις, ιδίως αυτές που αποτελούσαν διοικητικά κέντρα, ενώ παραδοσιακά τους µεγάλους οικισµούς προτιµούν και οι Εβραίοι. Οι Βλάχοι κατοικούσαν κυρίως στα επονοµαζόµενα βλαχοχώρια της Ηπείρου, ενώ οι χριστιανοί Αλβανοί νοτιότερα. Η αριθµητική αναλογία των εθνοτικών οµάδων δεν είναι εύκολο να αποτυπωθεί. Στα µικρά νησιά ο πληθυσµός ήταν σχεδόν αποκλειστικά ελληνικός και δη χριστιανικός, εκτός από την Υδρα και τις Σπέτσες, που έβρισκες πολλούς ναυτικούς και καραβοκύρηδες αρβανίτικης καταγωγής. Στα κάστρα των πόλεων έµεναν αποκλειστικά Οθωµανοί, ωστόσο επιτρεπόταν και η διαµονή των Εβραίων. Οι χριστιανοί κατοικούσαν περιµετρικά έξω από τα τείχη ή σε προάστια.

Τα επαγγέλματα της εποχής

Επαγγελµατικά ασχολούνταν κυρίως µε την εκµετάλλευση της γης και τη βοσκή κοπαδιών, ενώ έκαναν όλες εκείνες τις δουλειές που οι µωαµεθανοί περιφρονούσαν. Εχτιζαν γεφύρια, σπίτια και πλεούµενα, κατεργάζονταν το ασήµι και τα δέρµατα, έφτιαχναν καλά νήµατα και µεταχειρίζονταν επιδέξια τις φυτικές βαφές. Μπορούσαν επίσης να «παλεύουν» µε τα κύµατα της θάλασσας µεταφέροντας εµπορεύµατα ακόµη και σε επικίνδυνες περιοχές που τις λυµαίνονταν πειρατές. Ηταν επίσης... ειδικοί στο να σπάνε µε τα καράβια τους το εµπάργκο µεταξύ εµπολέµων.

Οπως αναφέρει η συγγραφέας Αθηνά Κακούρη στο βιβλίο «1821 - Η αρχή που δεν ολοκληρώθηκε» (εκδόσεις Πατάκη), αυτές οι ριψοκίνδυνες επιχειρήσεις άνθησαν πολύ µετά τη Γαλλική Επανάσταση του 1789, όταν ο αγγλικός στόλος καταδίωκε τον γαλλικό στη Μεσόγειο µέχρι και το 1806. Από εκείνη τη χρονιά, ο αυτοκράτορας των Γάλλων, Μέγας Ναπολέων, απαγόρευσε στα ευρωπαϊκά κράτη να συναλλάσσονται µε τη Βρετανία, προκειµένου να την καταβάλει οικονοµικά. Τα κράτη που επιθυµούσαν να παρακάµψουν το εµπάργκο ήταν πολλά και οι Ελληνες ναυτικοί άρπαξαν την ευκαιρία. Προκειµένου να διακινούν παράνοµα το εµπόριο, εξόπλισαν τα πλοιάριά τους µε κανόνια και έµαθαν τρόπους να δίνουν µάχη στη θάλασσα ή να διαφεύγουν όταν τους κυνηγούσαν. Γενικώς συνήθισαν τον κίνδυνο. Οι πιο επιδέξιοι και τυχεροί κατάφεραν να αποκοµίσουν κέρδη και να µεγαλώσουν τον στόλο τους, ενώ αξίζει να σηµειωθεί ότι, µαζί µε τα προϊόντα, διακινούνταν και οι ιδέες του ∆ιαφωτισµού από την Ευρώπη στην υπόδουλη πατρίδα µας.

Υπήρχαν και κάµποσοι Ρωµιοί που κατόρθωσαν να πάρουν σπουδαία αξιώµατα και να αναλάβουν σηµαντικές θέσεις στην ιεραρχία του διοικητικού µηχανισµού της οθωµανικής αυτοκρατορίας. Εγιναν ηγεµόνες της Μολδοβλαχίας ή της Βλαχίας, µεγάλοι δραγοµάνοι της Πύλης (ας πούµε κάτι σαν άτυποι υπουργοί Εξωτερικών) ή δραγοµάνοι του στόλου, διαχειριζόµενοι προβλήµατα ναυτολογίας και διοίκησης των νησιών εκ µέρους του σουλτάνου. Σχεδόν όλοι όσοι έφτασαν τόσο ψηλά ήταν Φαναριώτες, Ελληνες αριστοκράτες που εγκαταστάθηκαν γύρω από το Οικουµενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, στην περιοχή του Φαναρίου.

Έστελναν τις κόρες για υπηρέτριες

Κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας πολλοί φτωχοί χριστιανοί του ελλαδικού χώρου αναγκάζονταν να δίνουν τις κόρες τους σε πλούσιες οικογένειες προκειµένου να απασχοληθούν ως υπηρέτριες. Στην πραγµατικότητα όµως ήταν σκλαβωµένες. Εργάζονταν έως και 18 ώρες την ηµέρα, υποσιτίζονταν και ήταν έρµαια στη βία και τις ορέξεις των αφεντικών τους. Οπως αναφέρουν οι ιστορικοί και επιστήµονες Ιωάννης Γρυντάκης, Γεώργιος ∆άλκους, Αγγελος Χόρτης και Εκτορας Χόρτης στο βιβλίο τους «Οσα δεν γνωρίζατε για την Τουρκοκρατία και την Επανάσταση του 1821» (εκδόσεις Μεταίχµιο) από τις Κυκλάδες κάθε χρόνο στέλνονταν στην Κωνσταντινούπολη και σε άλλες πόλεις της οθωµανικής Τουρκίας καραβιές από κορίτσια για να υπηρετήσουν σε ελληνικά και τουρκικά πλουσιόσπιτα. Προτιµούσαν µάλιστα τα δεύτερα, γιατί τις πλήρωναν καλύτερα.

Κανόνα αποτελούσε επίσης η οικογενειακή βία, καθώς οι άνδρες θεωρούσαν... φυσιολογικό να ξυλοκοπούν τις συζύγους τους. Ο κορυφαίος λόγιος του νεοελληνικού διαφωτισµού Αδαµάντιος Κοραής υποστήριζε πως όποιος µεγαλώνει σε τυραννικό πολίτευµα, διαµορφώνει δεσποτική νοοτροπία και θεωρεί τη θηριώδη συµπεριφορά σαν να είναι δικαίωµά του. Ως χαρακτηριστικό παράδειγµα έφερνε τον µπάρµπα Αναστάση, κουµπάρο του πατέρα του, Ιωάννη, ο οποίος χτυπούσε άγρια τη γυναίκα του λέγοντας: «Τι λογάται, αν δεν δείρει κανείς το στέφανό του;». Κατά τον Κοραή, 9 στους 10 Ελληνες σκέφτονταν µε τον ίδιο τρόπο.

Γάµος πάντως δεν γινόταν χωρίς προίκα. Λίγο πριν από την Επανάσταση ένας περιηγητής ρώτησε τον Αγγλο πρόξενο στην Αθήνα, Προκόπιο Μακρή, γιατί δεν είχε παντρέψει τη µεγαλύτερη από τις τρεις κόρες του, την πανέµορφη Τερέζα, για την οποία ο λόρδος Μπάιρον είχε γράψει τυφλωµένος από έρωτα και το ποίηµα «Κόρη των Αθηνών». Η απάντηση που έλαβε τον εξέπληξε. Στην Ελλάδα, του είπε ο πρόξενος, αγάπη χωρίς προίκα δεν οδηγεί σε γάµο. Και, για να δώσει έµφαση, συνέχισε υποστηρίζοντας ότι «ακόµα και η Ωραία Ελένη, εάν ξαναζούσε, δεν θα παντρευόταν χωρίς προίκα». Εκείνο τον καιρό υπήρχε µάλιστα και διατίµηση, µε κατώτερο προκαθορισµένο ποσό τα 10.000 τουρκικά γρόσια.

Φόροι

Στη Χίο, όταν µια γυναίκα έµενε χήρα και αποφάσιζε να µην ξαναπαντρευτεί, ήταν υποχρεωµένη διά νόµου να πληρώνει έναν ετήσιο φόρο που ονοµαζόταν «αργοµουνιάτικος». Αν τελικά αποφάσιζε να παντρευτεί, σταµατούσε να πληρώνει. Η µοιχεία από την άλλη πλευρά ήταν κυριολεκτικά θανάσιµο αµάρτηµα. Αν η µοιχαλίδα ήταν Τουρκάλα, την έκλειναν µε συνοπτικές διαδικασίες σε ένα σακί και την πέταγαν στη θάλασσα. Στην περίπτωση που ο νόµιµος σύζυγος τη συγχωρούσε και ήθελε να την κρατήσει, όφειλε να τη φορτωθεί στην πλάτη του και να δεχθεί 150 ξυλιές στα οπίσθια. Εν συνεχεία έπρεπε να πληρώσει στον σούµπαση (τον αστυνοµικό της εποχής) το λεγόµενο... «κερατιάτικο».

Επιστροφή στο αφιέρωμα

1821