Ελλάδα|17.12.2023 11:40

Οπαδική βία: Η «ρίζα του κακού», τα επικοινωνιακά κυβερνητικά μέτρα και η σύνδεση με το οργανωμένο έγκλημα

Πασχάλης Γαγάνης

Ήταν η πρώτη ημέρα του Φεβρουαρίου του 2022, όταν η χώρα συγκλονίστηκε από ένα ακόμα «χτύπημα» τυφλής οπαδικής βίας. Ο 19χρονος Άλκης Καμπανός δολοφονήθηκε εν ψυχρώ κάτω από το σπίτι του από εγκληματίες - χούλιγκαν φέρνοντας τότε την κυβέρνηση προ των ευθυνών της για να βάλει επιτέλους «στοπ» στο ζήτημα της ανομίας των οργανωμένων οπαδών. Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος -τότε- Γιάννης Οικονόμου ανακοίνωνε μέτρα αυστηροποίησης της λειτουργίας των συνδέσμων, ενώ έκανε λόγο για ευθύνες των ΠΑΕ και αλλαγές στον Ποινικό Κώδικα διατρανώνοντας την «πάγια βούληση» της κυβέρνησης για περιορισμό της βίας των χούλιγκαν. Είναι σαφές όμως ότι αυτά τα μέτρα δεν αντιμετώπισαν ούτε στο ελάχιστο το πρόβλημα.

Δεν έχουν περάσει δύο χρόνια από τη στυγερή δολοφονία Καμπανού και η ανομία των οργανωμένων οπαδών είναι ξανά κυρίαρχο θέμα συζήτησης στη χώρα. Παρόλο που στην «καρδιά» του περασμένου καλοκαιριού, η ανεξέλεγκτη αυτοκινητοπομπή των Κροατών χούλιγκαν από το Ζάγκρεμπ στη Νέα Φιλαδέλφεια επέφερε τον θάνατο του Μιχάλη Κατσούρη, στις επτά Δεκεμβρίου καταγράφηκε η δολοφονική επίθεση σε βάρος αστυνομικού στου Ρέντη με ρίψη ναυτικής φωτοβολίδας.

Ο Γιάννης Ζαϊμάκης, καθηγητής στην Κοινωνιολογία των Τοπικών Κοινωνιών και του Πολιτισμού στο Πανεπιστήμιο της Κρήτης, έχει ασχοληθεί σε βάθος με το ζήτημα της βίας στους αθλητικούς χώρους και έχει δημοσιεύσει σειρά μελετών που αφορούν τη σύνδεση της οπαδικής βίας με κοινωνιολογικούς παράγοντες. Μιλώντας στο ethnos.gr για τη «ρίζα του προβλήματος» εξηγεί ότι πρόκειται για ένα σύνθετο κοινωνικό φαινόμενο που κρύβει από πίσω τη νεανική δυσφορία για τους κοινωνικούς θεσμούς. «Σε επίσημους, και ακόμη συχνότερα, σε ανεπίσημους συνδέσμους οργανωμένων οπαδών, νέοι που είναι ή αισθάνονται κοινωνικά αποκλεισμένοι βρίσκουν ένα καταφύγιο κοινότητας και κάποιοι από αυτούς κοινωνικοποιούνται σε μια κουλτούρας βίας, επιθετικής ανδροπρέπειας και κοινωνικού ρατσισμού», σημειώνει και προσθέτει πως «Ο σκληροπυρηνικός οπαδισμός λειτουργεί ως μια βαλβίδα εκτόνωσης της συσσωρευμένης δυσαρέσκειας απέναντι σε μια κοινωνία που θεωρούν πως δεν τους κατανοεί και δεν τους δίνει φωνή».

Μπορούν να είναι αποτελεσματικά τα νέα μέτρα της κυβέρνησης;

Μετά τα όσα συνέβησαν στο «Μελίνα Μερκούρη» , η κυβέρνηση ανακοίνωσε νέα μέτρα με τα οποία -για μία ακόμα φορά- «το μαχαίρι φτάνει στο κόκκαλο». Κλείσιμο (αποκλειστικά) ποδοσφαιρικών γηπέδων, τοποθέτηση καμερών στα γήπεδα και ταυτοπροσωπία των οπαδών που αγοράζουν τα εισιτήρια με εκείνων που τελικά παρακολουθούν τον αγώνα ανακοινώθηκαν από τον Παύλο Μαρινάκη. Μπορούν όμως αυτή τη φορά να είναι αποτελεσματικά;

«Στην Ελλάδα, σε κάθε τραγικό περιστατικό οπαδικής βίας κυριαρχεί ένα κλίμα ηθικού πανικού που τονίζει την επικινδυνότητα των οπαδών και καλλιεργεί μια ευρεία συναίνεση για την ανάγκη προστασίας της κοινωνίας μέσα από κατασταλτικές πολιτικές. Εδώ και μια εικοσαετία οι νομοθετικές παρεμβάσεις της Πολιτείας έχουν οδηγήσει σε ένα κύκλο μαξιμαλιστικών πολιτικών και αυστηροποίησης των ποινών που στην πράξη αποδεικνύονται ανεφάρμοστες ή σε άλλες περιπτώσεις προκαλούν αδικίες και γενικευμένες κοινωνικές αντιδράσεις», σχολιάζει ο κ. Ζαϊμάκης και εντοπίζει την αιτία των αναποτελεσματικών πολιτικών σε πρόβλημα κατανόησης του φαινομένου που περιόριζει τη δυνατότητα χάραξης μακροπρόθεσμων πολιτικών.

Κατά τον ίδιο, «κάποιες εξαγγελίες για την αναζήτηση των ηθικών αυτουργών παραβατικών συμπεριφορών και τη λήψη επιπλέον μέτρων για τις ευθύνες των ΠΑΕ, εάν μετασχηματιστούν σε συγκεκριμένα και επεξεργασμένα μέτρα, μπορεί να είναι στην σωστή κατεύθυνση. Από την άλλη το μέτρο της διεξαγωγής αγώνων κεκλεισμένων των θυρών εισαγάγει την άδικη λογική της συλλογικής ευθύνης των οπαδών, οδηγεί σε ένα πρωτάθλημα αποστεωμένο από ένα βασικό στοιχείο του αθλητικού θεάματος, τους φιλάθλους ενώ στερεί στους τελευταίους το δικαίωμα της ελεύθερης πρόσβασης στους αθλητικούς χώρους».

Ο καθηγητής εξηγεί μάλιστα ότι πρόκειται για ένα μέτρο επικοινωνιακού χαρακτήρα που δεν θα λύσει κανένα πρόβλημα, άλλωστε η οπαδική βία και όλα τα αιματηρά συμβάντα των τελευταίων δύο χρόνων διεξήχθηκαν εκτός γηπέδου και η εμπειρία της διεξαγωγής αγώνων χωρίς θεατές δεν συνέβαλε στην πρόληψη της βίας.

Οργανωμένοι οπαδοί και οργανωμένο έγκλημα

Αν και τα νέα μέτρα για την ομαδική βία, δεν αφήνουν ιδιαίτερο παράθυρο αισιοδοξίας για να «χτυπηθεί το κακό από τη ρίζα του», τα όσα διέρρευσαν από το κυβερνητικό ρεπορτάζ τις επόμενες ώρες των επεισοδίων για συνένωση δικογραφιών στα πρότυπα της Χρυσής Αυγής σε συνδυασμό με την κατάθεση στοιχείων και ονομάτων σεσημασμένων χούλιγκαν από Οικονόμου και Βρούτση στον Άρειο Πάγο, παρουσιάζουν το μεγαλύτερο ενδιαφέρον.

Οι δύο υπουργοί κατέθεσαν στοιχεία στο Ανώτατο Δικαστήριο της χώρας πως υπάρχουν χούλιγκαν που βρίσκονται στην κορυφή της «πυραμίδας» των οργανωμένων οπαδών, οι οποίοι συνδέονται με το κοινό έγκλημα, όπως είναι οι προστασίες, οι εκβιασμοί και η διακίνηση ναρκωτικών. Φυσικά, όποιος έχει ασχοληθεί -έστω και λίγο- με τα αθλητικά δρώμενα της χώρας ή με τα όσα συμβαίνουν στις κερκίδες, δεν πέφτει από τα σύννεφα.

Οι επικεφαλής των συνδέσμων δεν είναι οι πιο θερμόαιμοι και πιστοί οπαδοί, δεν είναι καν οι άνθρωποι του κοινωνικού περιθωρίου που κατέληξαν να έχουν ως πιο σημαντικό κομμάτι της ζωής τους την ομάδα που υποστηρίζουν. Είναι επικεφαλής καλά οργανωμένων οπαδικών στρατών. Η δολοφονία Καμπανού, η συνεργασία των Κοροατών νεοναζί της Ντιναμό Ζάγκρεμπ με οργανωμένους οπαδούς του Παναθηναϊκού και η συντονισμένη επίθεση στους αστυνομικούς έξω από το «Μελίνα Μερκούρη» σε συνδυασμό με τα μικρά οπλοστάσια που έχουν κατά καιρούς βρεθεί σε συνδέσμους αποδεικνύουν ότι δεν μιλάμε απλά για τους πιο «πιστούς των οπαδών».

«Εντός του πυρήνα των οργανωμένων συναντούμε άτομα που συνδέονται με παραβατικά δίκτυα μιας παραοικονομίας της νύκτας με αθέμιτες συναλλαγές και συχνά πελατειακές σχέσεις με ισχυρούς παράγοντες του ποδοσφαίρου», σημειώνει ο κ. καθηγητής. Είναι λοιπόν πασιφανές ότι οι οργανωμένοι οπαδοί έχουν πλέον βρει τρόπους να είναι οικονομικά ισχυροί, είτε με τα περιβόητα «συνδεσμικά εισιτήρια» που πωλούνται σε χαμηλότερες τιμές σε σχέση με τα κανονικά, είτε με άλλες εξωγηπεδικές τους δραστηρίοτητες.

Η ώσμωση με ακροδεξιούς κύκλους και η βία ως πηγή ευχαρίστησης

Την ίδια στιγμή, όπως εξηγεί ο καθηγητής Ζαϊμάκης, «η ώσμωση ακροδεξιών κύκλων με πυρήνες οπαδών υπήρξε φαινόμενο που αναπτύχθηκε στη δεκαετία του 2000 με περιορισμένης εμβέλειας επιθέσεις σε βάρος μεταναστών και εκδηλώσεις κοινωνικού ρατσισμού και μισαλλοδοξίας εντός και εκτός γηπέδων. Στα πρώτα χρόνια της οικονομικής κρίσης υπήρξε και μια οργανωμένη προσπάθεια τέτοιων κύκλων να διαμορφώσουν ένα πανελλαδικό δίκτυο εθνικιστών οπαδών που όμως δεν είχε ιδιαίτερη διάρκεια στο χρόνο».

Κατά τον ίδιο όμως το μεγαλύτερο πρόβλημα, είναι η κοινωνικοποίηση οπαδών σε ένα φαύλο κύκλο μικροπαραβατικών συμπεριφορών μέσα σε ένα ιεραρχικό κοινωνικό χώρο από ηγετικά μέλη των Συνδέσμων που ενισχύεται από μια κουλτούρα μιμητικής βίας «για την τιμή και το κύρος της ομάδας».

Μπορούμε πλέον να εξάγουμε το ασφαλές συμπέρασμα ότι τους λεγόμενους «αρχηγούς» ακολουθεί η πλατεία μάζα των οργανωμένων οπαδών που δεν συνδέεται με το οργανωμένο έγκλημα, άλλα σταδιακά μετατρέπονται και εκείνοι σε δεξαμενές παραβατικότητας. «Η απόλαυση της βίας λειτουργεί ως πηγή ευχαρίστησης και μια πρόσκαιρη φαντασιακή διαφυγή από τα ανεπίλυτα προβλήματα της νεολαίας, όπως η κρίση των μεγάλων αφηγημάτων της νεωτερικότητας, οι αλλοτριωμένες συνθήκες εργασίας, η εργασιακή επισφάλεια, οι κοινωνικές ανισότητες, η διάλυση των κοινοτικών δεσμών και η αναζήτηση ταυτότητας», εξηγεί ο κ. Ζαϊμάκης.

Η αίσθηση του άτρωτου και οι βεντέτα με την αστυνομία

Πάντως, κοινό χαρακτηριστικό τόσο των αρχηγών, όσο και της πλατιάς μάζας είναι η αίσθηση του «άτρωτου» και της ατιμωρησίας που τους χαρακτηρίζει. Σε αντίθεση με τους υπόλοιπους κοινούς εγκληματίες που έχουν ως βασικό στόχο να αποκρύψουν τη δράση τους, οι χούλιγκαν την διατρανώνουν με υπηρηφάνεια. Μετά από κάθε «ραντεβού θανάτου» και κάθε οπαδική συμπλοκή σε γνωστά προφίλ μέσων κοινωνικής δικτύωσης γινόμαστε μάρτυρες πλήθους αναρτήσεων στις οποίες δείχνουν απροκάλυπτα την δράση τους. Και σαν να μην έφτανε αυτό, υπερήφανα αναλαμβάνουν την ευθύνη επιθέσεων και συμπλοκών αναρτώντας στο πέταλο πανό, μπλούζες και κασκόλ των αντιπάλων ως «λάφυρο» και «απόδειξη της επικράτησης στη μάχη».

Παράλληλα, ενώ η κοινωνία δηλώνει ξανά και ξανά «σοκαρισμένη» μετά από ένα κάψιμο γηπέδου ή μία δολοφονική επίθεση με οπαδικά κίνητρα, οι ίδιοι οι χούλιγκαν μας υπενθυμίζουν με περγφάνεια τα κατορθώματά τους. Από το «Γαύρε θυμήσου τον θρίαμβο της Παιανίας», που κρεμάστηκε στο ΣΕΦ 12 χρόνια μετά τον θάνατο του Μιχάλη Φιλόπουλου, στο «Αδέρφια κρατάτε γερά» για τους δολοφόνους του Άλκη στην Τούμπα και το πιο πρόσφατο «Free The Boys» στη Λεωφόρο, η υπερηφάνεια είναι ίδια και μόνο το χρώμα της αλλάζει.

Μπορεί να λυθεί το πρόβλημα;

Η επίλυση του προβλήματος δεν είναι κάτι που μπορεί να γίνει από την μία ημέρα στην άλλη και οι φωνές «τελειώστε τους όπως η Θάτσερ» που ακούγονται μετά από κάθε επεισόδιο, μόνο ως ευχολόγια μπορούν να σχολιαστούν.

«Οι βεντέτες οπαδικών κοινοτήτων, η αντιπαλότητα οπαδών δημοφιλών ομάδων με την αστυνομία, η αντιπολιτική στάση των οπαδών απέναντι σε ό,τι προσλαμβάνεται ως ένα κατεστημένο που πρέπει να καταπολεμηθεί με κάθε μέσο είναι ορισμένα ζητήματα που θα πρέπει να αναλύσουμε με συστηματικό τρόπο. Να ανασχεδιάσουμε τις πρακτικές διαχείρισης τέτοιων φαινομένων που οργανώνονται από σκληροπυρηνικές ομάδες οπαδών και εγγράφονται σε μια μακροχρόνια παράδοση αντιπαλοτήτων σκληροπυρηνικών οπαδών με την αστυνομία», επισημαίνει ο κ. καθηγητής και αναλύει ποιες ριζικές παρεμβάσεις πρέπει να μπουν σε προτεραιότητα.

«Χρειάζεται συμβουλευτική και κοινοτική παρέμβαση με κοινωνικούς διαμεσολαβητές, ανάπτυξη της αθλητικής παιδείας και διαμόρφωση ενός μακροπρόθεσμου διαλόγου με όλους τους εμπλεκόμενους φορείς, συμπεριλαμβανομένων και υγιών τμημάτων του οπαδικού κόσμου» σημειώνει και κάνει λόγο για «δημιουργία ενός ανεξάρτητου Παρατηρητηρίου Καταπολέμησης της Βίας στους αθλητικούς χώρους με στόχο τη μελέτη και τη διαμόρφωση πολιτικών που βασίζονται σε ερευνητικά πορίσματα».

«Σε μια εποχή που χαρακτηρίζεται από ένα πνεύμα αντιπολιτικής και κοινωνικής δυσφορίας, η διαδικασία ποινικοποίησης του ποδοσφαίρου θα ενισχύσει προϋπάρχουσες εντάσεις και βεντέτες που συνδέεται με μια παράδοση αντιπαραθέσεων των οπαδών με τους μηχανισμούς του κράτους, και ιδιαίτερα την αστυνομία», υπογραμμίζει.

αστυνομικόςμέτραειδήσεις τώραοπαδοίΡέντηοπαδική βίαχούλιγκαν