Ελλάδα|08.04.2019 17:12

Μαφία λαϊκών: Η έρευνα ξεκίνησε με σκισμένα χαρτάκια που κολλούσαν οι αστυνομικοί

Ευλαμπία Ρέβη

Στις τάξεις των επαγγελματιών στις λαϊκές αγορές της Αττικής, επικρατούσε φόβος και τρομοκρατία, αφού αναγκάζονταν να εργάζονται μέσα σε ένα καθεστώς ανομίας και διαφθοράς. Ήταν αναγκασμένοι να υπακούν στους νόμους που υπαγόρευαν μπράβοι και νταβαντζήδες. Τα παραπάνω περιγράφονται εκτενώς μέσα στις 485 σελίδες του διαβιβαστικού που συνέταξαν οι αστυνομικοί του Τμήματος Δίωξης Εκβιαστών για την επιχείρηση με κωδική ονομασία «Τζον Τράμπουλ».

Φερόμενος ως αρχηγός της οργάνωσης είναι ένας 57χρονος που μέχρι πρότινος ήταν επικεφαλής της Διεύθυνσης Λαϊκών Αγορών της Περιφέρειας Αττικής. Άλλοι 19 συνελήφθησαν, εκ των οποίων τρεις που έχουν διατελέσει πρόεδροι σωματείων, και κατηγορούμενοι για την ίδια υπόθεση είναι ακόμη 14 άτομα. Πώς, όμως, οι Αρχές έδωσαν ένα τέλος σε ένα κύκλωμα με κέρδη εκατομμυρίων, το οποίο δρούσε τουλάχιστον από το 2006 και που ως βάση του είχε κανόνες της «νύχτας»;

Όλα ξεκίνησαν το 2014 όταν ένας πωλητής, έχοντας ξεπεράσει τα όρια ανοχής του, υπερνίκησε τον φόβο και αποφάσισε να σπάσει την «ομερτά». Αφού απευθύνθηκε σε όλες τις αρμόδιες Αρχές χωρίς αποτέλεσμα, ανέβηκε στον έβδομο όροφο της ΓΑΔΑ και χτύπησε την πόρτα του Τμήματος Δίωξης Εκβιαστών. Όταν οι αστυνομικοί του ζήτησαν να καταθέσει, προκειμένου να έχουν ένα πρώτο στοιχείο, εκείνος έκανε πίσω. Λίγο καιρό αργότερα, όμως, επέστρεψε και στα χέρια του κρατούσε σκισμένα χαρτάκια στα οποία αναγράφονταν ονόματα και μικρά χρηματικά ποσά.

Σύμφωνα με αστυνομικές πηγές, τα μέλη της εγκληματικής οργάνωσης ως έναν ακόμη τρόπο να απομυζούν οικονομικά τα θύματά τους είχαν συστήσει παράνομη εταιρεία σεκιούριτι. Με το πρόσχημα της ασφάλειας για κλοπές και ληστείες έπαιρναν καθημερινά από κάθε πάγκο ποσά που ξεκινούσαν από τρία ευρώ και έφταναν μέχρι και τα 20 ευρώ. Η «ταρίφα» ήταν ανάλογη της θέσης του εκάστοτε πάγκου, αλλά και του ιδιοκτήτη του. Και ενώ υποτίθεται ότι το κόστος αυτό θα ήταν 1.000 ευρώ τον μήνα για δύο «έξτρα» υπαλλήλους, εκείνοι μάζευαν μικροποσά σε καθημερινή βάση. Υπήρχαν φορές που ζητούσαν τον συγκεκριμένο «φόρο» ακόμη και δύο φορές μέσα στην ίδια ημέρα. Κάθε φορά, όμως, μόλις έπαιρναν τα χρήματα, έσκιζαν τα χαρτάκια και τα πετούσαν.

Σιγά-σιγά και άλλοι αγανακτισμένοι συνάδελφοί του άρχισαν να συγκεντρώνουν τα χαρτάκια και να τα δίνουν στους αστυνομικούς οι οποίοι τα ένωναν και τα κολλούσαν με πολλή προσοχή. Με αυτόν τον τρόπο οι Αρχές μπόρεσαν σε πρώτη φάση να βεβαιώσουν ένα σημαντικό και μεγάλο δείγμα από πολίτες που εκβιάζονταν. Ετσι, ενημέρωσαν την εισαγγελία και διατάχθηκε έρευνα για προκαταρκτική εξέταση σε βαθμό κακουργήματος. Οι αστυνομικοί, όμως, στην πορεία των ερευνών βρήκαν ότι εκτός από την λαϊκή για την οποία έγινε η αρχική καταγγελία εμπλέκονταν και άλλες δύο.

Ετσι, ενημέρωσαν και πάλι τον εισαγγελέα ο οποίος εξέδωσε δεύτερη παραγγελία ζητώντας από τους αστυνομικούς η έρευνα να επεκταθεί σε όλες τις λαϊκές αγορές της Αττικής. Για να εξαρθρωθεί η εγκληματική οργάνωση χρησιμοποιήθηκαν διάφορα μέσα. Έγιναν άρσεις στις επισυνδέσεις, άρση τηλεφώνου χωρίς καταγραφή, οπτικοακουστική άρση, αλλά και καταγραφή ήχου και βίντεο και λήψη φωτογραφιών με ειδικά μέσα. Οι αστυνομικοί παρακολουθούσαν τους στόχους τους, όπου τους έβρισκαν, εκτός από τα σπίτια τους.

Για να αποτυπώσουν το εύρος της εγκληματικής τους δραστηριότητας σήκωσαν μέχρι και drones, ενώ προχώρησαν και σε αστυνομική διείσδυση. Τρεις μυστικοί αστυνομικοί έστησαν πάγκο σε λαϊκή στην οποία λειτουργούσε και παραλαϊκή αγορά. Πωλούσαν κάρβουνα και λουλούδια και στον εξοπλισμό τους είχαν εντάξει και ένα αγροτικό αμάξι. Την πρώτη ημέρα δεν δέχτηκαν καμία κρούση από τα μέλη του κυκλώματος. Την δεύτερη ημέρα, ωστόσο, κατηγορούμενος, που ήταν μέχρι πρόσφατα πρόεδρος σωματείου, τους πλησίασε έχοντας γύρω του μπράβους ως προσωπική ασφάλεια. «Κουμάντο κάνω εγώ εδώ», είπε στους αστυνομικούς και τους ενημέρωσε ότι ανάλογα με το πού θα στήσουν τον πάγκο τους υπάρχουν συγκεκριμένα ποσά τα οποία θα πρέπει να καταβάλουν.

Οι αστυνομικοί βρίσκονταν κυριολεκτικά στην τελευταία και συνεπώς την χειρότερη θέση της παραλαϊκής και σε αυτήν παρέμειναν και την τρίτη ημέρα της διείσδυσης, καθώς εάν επέλεγαν μία θέση-φιλέτο και η ταυτότητά τους προδιδόταν τότε μπορεί να γινόταν συμπλοκή και να κινδύνευαν πολίτες. Στις τρεις ημέρες που διήρκεσε η αστυνομική διείσδυση είχαν καταγράψει πολύτιμο οπτικοακουστικό υλικό που αποδείκνυε ατράνταχτα πλέον τις παρανομίες και τους εκβιασμούς και το οποίο προστέθηκε στην ογκωδέστατη δικογραφία.

Το ίδιο πρόσωπο που πλησίασε τους αστυνομικούς οι οποίοι υποδύθηκαν τους πωλητές φέρεται να είχε προτείνει σε πρόεδρο άλλου σωματείου να του δίνει 4.000 ευρώ τον μήνα, για να τον καλύπτει στο να πουλά λαθραία τσιγάρα στη λαϊκή όπου ήταν επικεφαλής. Όπερ και εγένετο. Ο ίδιος, μάλιστα, σε εκλογές άλλης ζώνης όταν αποκαλύφθηκε ότι συνεργός του εκλεγόταν πρόεδρος με νοθεία εμφανίστηκε με μπράβους και έγινε σοβαρό επεισόδιο. «Εγώ έχω δώσει στον πρόεδρο (σ.σ. εννοεί τον φερόμενο ως αρχηγό της εγκληματικής οργάνωσης» 10.000 ευρώ και κάνω ό,τι θέλω», συνήθιζε να λέει προς όλους όσοι του εναντιώνονταν.

Έψαχναν άκρες σε κόμματα

Και δεν ήταν ο μόνος. Όταν τα μέλη του κυκλώματος έμαθαν ότι γίνονται έρευνες σε βάρος τους, άρχισαν να απειλούν όχι μόνο τους μάρτυρες, αλλά και τους ίδιους τους αστυνομικούς που χειρίζονταν την υπόθεση. Έψαχναν, μάλιστα, να βρουν άκρες σε πολιτικά κόμματα, προκειμένου να κλείσει η έρευνα, ενώ ρωτούσαν αστυνομικούς και δικηγόρους για το ποιόν των αξιωματικών του Εκβιαστών. Πολλοί μάρτυρες, μάλιστα, ενώ απευθύνθηκαν στην Αστυνομία στο τέλος έκαναν πίσω γιατί τους απειλούσαν ότι έχουν πλάτες πολιτικών. Χαρακτηριστικά τους έλεγαν «η δίωξη είναι πολιτική και όχι ποινική. Θα βρούμε πολιτικές άκρες και θα σταματήσουμε τη Δικαιοσύνη. Θα διώξουμε τον διοικητή. Δεν θα γίνει δίκη. Θα σας κάνουμε αγωγές και θα σας πάρουμε τα σπίτια».

Τελικά κατάθεση έδωσαν 224 άτομα. Και όπως λένε πηγές της ΕΛ.ΑΣ. «αυτοί είναι μόνο το 0,98% των ανθρώπων που υπέφεραν στα χέρια τους». «Το ίδιο», επισημαίνουν, «ισχύει και για την εκτίμηση ότι τα κέρδη τους φτάνουν τα τρία εκατομμύρια ευρώ». Ήδη έχει γίνει άρση του τραπεζικού απορρήτου σε όλους τους δράστες και στους υπόπτους που εμπλέκονται με ενδείξεις, οι οποίοι μελλοντικά ενδέχεται να είναι και αυτοί κατηγορούμενοι.

«Το μόνο σίγουρο είναι ότι ο ανακριτής διαφθοράς που χειρίζεται πλέον την υπόθεση θα έχει μακρύ έργο και πολλή μεγάλη έρευνα να εκτελέσει, προκειμένου να αποκαλυφθούν οι πραγματικές διαστάσεις του κυκλώματος», σχολιάζουν οι ίδιες πηγές. Όσο για τον λόγο που η επιχείρηση έλαβε κωδική ονομασία με το ονοματεπώνυμο του Αμερικανού ζωγράφου, Τζον Τράμπουλ, ο οποίος το 1817 δημιούργησε τον διάσημο πίνακα «Η Διακύρηξη της Αμερικάνικης Ανεξαρτησίας» οι ίδιοι υπογραμμίζουν: «Με την έρευνά μας έγινε επανάσταση στις λαϊκές και απέκτησαν και πάλι την ανεξαρτησία τους».

Ελληνική Αστυνομίαλαϊκή αγοράμαφία