Ελλάδα|03.05.2019 17:27

Μαρτυρίες από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης: «Πώς σωθήκαμε από το Άουσβιτς»

Newsroom

Δύο επιζώντες Έλληνες Έβραίοι, η Εσθήρ Κοέν από τα Γιάννενα και ο Μοσέ Αελιόν από τη Θεσσαλονίκη περιγράφουν στην ΕΡΤ πώς σώθηκαν από το στρατόπεδο εξόντωσης στο Άουσβιτς με αφορμή την Ημέρα Μνήμης του Ολοκαυτώματος.

Το Άουσβιτς αποτέλεσε το μεγαλύτερο κέντρο μαζικών δολοφονιών, καθώς τα θύματα που εξοντώθηκαν στο στρατόπεδο έφτασαν το ένα εκατομμύριο, συγκαταλεγμένων Εβραίων, αναπήρων και αθίγγανων. Οι κρατούμενοι ήταν αναγκασμένοι να στέκονται ολόγυμνοι μπροστά στους στρατιωτικούς της Ες-Ες, οι οποίοι μερικές φορές και από καπρίτσιο, αποφάσιζαν ποιον θα στείλουν για εκτέλεση ή ποιος θα έχει την ευκαιρία να ζήσει ακόμα μία μέρα. Μερικοί κρατούμενοι του Άουσβιτς, επίσης, χρησιμοποιούνταν ως πειραματόζωα, για βάρβαρα ιατρικά πειράματα, καθοδηγούμενα από τον γιατρό Γιόζεφ Μένγκελε.

Η Εσθήρ Κοέν 

«Άκουγες θεέ μου… κλάματα, έβλεπες γέρους με άσπρα μαλλιά να τρέχουν… Με παρατεταμένα τα όπλα άρχισαν να ψάχνουν τις γυναίκες και τους άνδρες και πήραμε το δρόμο της καταστροφής. Γιατί θεέ μου, γιατί; Γιατί μας πονάς τόσο πολύ;». 

Η μαρτυρία της συγκλονίζει… Η Εσθήρ Κοέν, η γηραιότερη επιζήσασα του Άουσβιτς, περιγράφει στην ΕΡΤ την πορεία θανάτου από την πατρογονική της πόλη τα Ιωάννινα, μέχρι την Πολωνία και το στρατόπεδο εξόντωσης. Ήταν άνοιξη του 43’ όταν η 17χρονη Εσθήρ επιβιβάστηκε με την οικογένειά της στα «τρένα του θανάτου» και είδε για τελευταία φορά τους δικούς της ανθρώπους, στο προαύλιο του κολαστηρίου του Άουσβιτς.

«Από τότε δεν έχω κανέναν. Ούτε τη μάνα μου, ούτε τα αδέρφια μου ούτε κανέναν». Οι υπόλοιποι, μαζί και οι γονείς της 17χρονης τότε Εσθήρ και τα έξι αδέρφια της, πήραν τον δρόμο δίχως επιστροφή, με προορισμό το Αουσβιτς. Από το κρεματόριο θα επιστρέψουν λιγότεροι από 50.

«Είδα τελευταία φορά τους γονείς μου στη ράμπα στο Άουσβιτς, όπου μας χώρισαν. Θυμάμαι ότι καθώς απομακρύνονταν στην καρότσα ενός φορτηγού, φώναξε σε εμένα και την αδερφή μου: "Κορίτσια να διαφυλάξετε την τιμή σας". Μία μέρα που μας κούρευε μια αιχμάλωτη, με ρώτησε τι απέγιναν οι γονείς μου. Της απάντησα πως δεν γνωρίζω και εκείνημου είπε δείχνοντας τις φλόγες που έβγαιναν από τα κρεματόρια: “να, εκεί καίγονται...”».

Η Εσθήρ θα γλιτώσει από καθαρή τύχη, καθώς μια εβραϊκής καταγωγής Γερμανίδα γιατρός και κάποιες νοσηλεύτριες την έκρυψαν στο αναρρωτήριο όταν οι Ες-Ες πήραν όλους τους υπόλοιπους από τον θάλαμό της και τους οδήγησαν στους φούρνους.

Θα επιστρέψει μετά την απελευθέρωση και στο οικογενειακό προσκλητήριο θα δηλώσει παρούσα μόνo η αδερφή της! Οι άλλοι είχαν εξοντωθεί όλοι.

Ο Θεσσαλονικιός Μοσέ Αελιόν 

Ο Μοσέ Αελιόν γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη την 25η Φεβρουαρίου 1925. Οι γονείς του, Ελί και Ραχήλ και ο ίδιος μαζί με την κατά ενάμιση χρόνο μικρότερη αδελφή του Νίνα κατοικούσαν σε ένα σοκάκι της Θεσσαλονίκης, στο σπίτι του παππού του. Ήταν «άγουρο» παιδί ακόμα όταν οι Γερμανοί μπήκαν στη Θεσσαλονίκη και ο φόβος άρχισε να κυριεύει την οικογένειά του καθώς είχαν ακούσει, από την αρχή του πολέμου, ότι οι Ναζί κακομεταχειρίζονταν τους Εβραίους τόσο στη Γερμανία όσο και στις περιοχές που κυρίευαν.

Τον Ιούλιο του 1942, όταν οι Γερμανοί συγκέντρωσαν τους Εβραίους άνδρες της Θεσσαλονίκης (18-45 ετών) στην πλατεία Ελευθερίας, ο Μοσέ Αελιόν ήταν …τυχερός αφού ήταν μισό χρόνο μακριά από το κατώφλι των 18 χρόνων.

«Έπειτα από 2-3 ώρες αρχίσαμε να ακούμε ότι οι Γερμανοί τους έδερναν, δεν τους άφηναν να πιουν νερό, τους έκαναν ασκήσεις… Καταλάβαμε ότι κάτι νέο συμβαίνει. Και πραγματικά, έπειτα από μερικές μέρες, κάλεσαν πολλούς απ’ αυτούς και τους πήραν σε καταναγκαστικά έργα σε διάφορα μέρη της Ελλάδας», σημειώνει και θυμάται πως από τότε και για τους επόμενους δυο μήνες, οι εχθρικές προς τους Εβραίους ενέργειες διαδέχονταν η μία την άλλη.

«Όρισαν πέντε περιοχές στην πόλη, στις οποίες επιτρέπονταν να κατοικούν οι Εβραίοι (γκέτο), μας υποχρέωσαν να ράψουμε στο αριστερό μέρος των ρούχων μας ένα κίτρινο αστέρι, μας διέταξαν να σημαδέψουμε τα σπίτια και τα καταστήματά μας, απαγόρευσαν στους Εβραίους μαθητές να πάνε στα σχολεία, ανακοίνωσαν ότι θα μεταφέρουν τους Εβραίους στην Πολωνία».

Κλεισμένοι στα βαγόνια

Στις 15 Μαρτίου του 1943 έφευγε το πρώτο τρένο θανάτου για τα στρατόπεδα-κολαστήρια των Ναζί. Ο Μοσέ Αελιόν και η οικογένειά του έμελλε να κάνουν το μακρύ ταξίδι τον επόμενο μήνα -ένα ταξίδι, κάθε λεπτό του οποίου είναι ανεξίτηλα χαραγμένο στη μνήμη του.

«Έξι μέρες και έξι νύχτες ήμασταν κλεισμένοι μέσα στα βαγόνια, ώσπου φτάσαμε στον τελικό προορισμό. Η κατάσταση στα βαγόνια ήταν πολύ δύσκολη: Στο βαγόνι μας ήμασταν περισσότεροι από 80 άνθρωποι. Το μόνο φως έμπαινε από δύο μικρά παράθυρα στις δύο άκρες του βαγονιού. Για αποχωρητήριο χρησίμευε ένα βαρέλι κομμένο στα δυο, δεν γινόταν διανομή φαγητού, κάθε 2-3 μέρες σταματούσε το τρένο σε κάποιον απομονωμένο σταθμό και μας άφηναν να κατεβούμε και να γεμίζουμε νερό. Τότε άδειαζαν το βαρέλι. Αν κάποιος πέθαινε, τον άφηναν έξω από το βαγόνι και υποχρέωναν την οικογένειά του να συνεχίσει το ταξίδι. Όλα αυτά δεν ήταν καλοί οιωνοί αλλά ελπίζαμε πως σύντομα θα περάσουν».

Τα άσχημα όχι μόνο δεν πέρασαν αλλά τα όσα βίωσαν στη συνέχεια είναι απ’ αυτά που δεν χωρά ο ανθρώπινος νους. Όταν κατά τα μεσάνυχτα της έκτης ημέρας έφτασαν στον τελικό σταθμό νόμιζαν ότι ήταν στην Κρακοβία, όπως τους είχαν πει. Όταν άρχισαν να βλέπουν τους ανθρώπους «με τα ρούχα με τις λωρίδες», όπως τους περιγράφει και να τους χωρίζουν βίαια σε ομάδες, κατάλαβε πως τα πράγματα ήταν διαφορετικά.

Ο χωρισμός με την οικογένειά του

«Στην οικογένειά μας χωριστήκαμε, όπως μας διέταξαν. Ο θείος μου κι εγώ σε μια ομάδα, ο παππούς μου με τους γέρους και οι γυναίκες μαζί. Μόνο για την αδελφή μου, που ήταν ενάμιση χρόνο νεότερη από εμένα, ήμασταν διστακτικοί. Στο τέλος είπαμε να πάει με τις άλλες γυναίκες της οικογένειας, χωρίς να ξέρουμε ότι την καταδικάσαμε, με την απόφασή μας αυτή, σε άμεσο θάνατο» λέει.

«Τις οικογένειές μας τις θανάτωσαν και τις έκαψαν τη νύχτα που φτάσαμε» τού έλεγε δυο μήνες αργότερα ένας συμμαθητής του, που πριν από το Άουσβιτς, όπου και αντάμωσαν, είχε μείνει στο Μπιρκενάου.

Ο θάνατος που τον σημάδεψε

Ο πατέρας του είχε πεθάνει το 1941, λίγες μέρες μετά την είσοδο των Γερμανών στη Θεσσαλονίκη, και τώρα ο Μοσέ Αελιόν έχανε και την πολυαγαπημένη του μητέρα και την αδελφή του, η απώλεια της οποίας έμελλε να σημαδέψει τον ρου της ζωής του.

Άουσβιτς