Ελλάδα|29.08.2019 10:50

28 Αυγούστου 1829: Η Τουρκία παραιτείται από τα κυριαρχικά δικαιώματά της πάνω στην Ελλάδα

Ευάγγελος Χεκίμογλου

Το «Πρωτόκολλο του Λονδίνου» δεν ήταν τίποτε άλλο παρά η εκτέλεση της εξουσιοδότησης που έδωσε ο σουλτάνος Μαχμούτ στη Βρετανία, τη Ρωσία και τη Γαλλία να ρυθμίσουν όπως εκείνες επιθυμούσαν το καθεστώς της επαναστατημένης Ελλάδας. Η εξουσιοδότηση αυτή δόθηκε με επίσημη ανακοίνωση της Πύλης στις 28 Αυγούστου 1829, δηλαδή ακριβώς πριν από 190 χρόνια. Η λιτή αλλά δραματική εκείνη ανακοίνωση της Υψηλής Πόλης μόνον εν μέρει οφειλόταν στους Έλληνες επαναστάτες. Μεγάλο ρόλο διαδραμάτισαν οι εγγενείς αδυναμίες της οθωμανικής αυτοκρατορίας και οι κινήσεις της Βρετανίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας στην προσπάθειά τους να εξισορροπήσουν η μία την ισχύ της άλλης.

Ο αιματηρός οθωμανικός εκσυγχρονισμός

Οι προσπάθειες για τον εκσυγχρονισμό του οθωμανικού κράτους τις οποίες κατέβαλε στη διάρκεια της βασιλείας του (1808-1839) ο σουλτάνος Μαχμούτ Β΄, ανέδειξαν τις χρόνιες και ανυπέρβλητες αδυναμίες του. Η απόπειρα για τη δημιουργία σύγχρονου στρατού, αν και συνδυάστηκε με πολιτικά και προπαγανδιστικά μέσα, κατέληξε στη μαζική σφαγή των επαναστατημένων γενιτσαρικών ταγμάτων (3 Ιουνίου 1826). Προσπαθώντας έτσι να διασφαλίσει έναν κανονικό στρατό, το οθωμανικό κράτος βρέθηκε με ελλιπείς στρατιωτικές δυνάμεις.

Οι εξελίξεις αυτές διαμόρφωσαν διαφορετικές αντιλήψεις στις οθωμανικές ελίτ. Οι ειδικοί δίνουν έμφαση στο ρόλο που έπαιξε μια ισχυρή ομάδας μεταρρυθμιστών γύρω από τον Ακίφ πασά, οι οποίοι υποστήριζαν τις πρωτοβουλίες του Μαχμούτ, αλλά δεν ανέχονταν τις συνεχείς παρεμβάσεις των ξένων δυνάμεων. Αντίθετα, άλλοι αξιωματούχοι, πιο ρεαλιστές στην εξωτερική πολιτική αλλά μετριοπαθέστεροι απέναντι στις μεταρρυθμίσεις, εκφράζονταν από το μεγάλο βεζίρη Σελίμ πασά και άλλους ισχυρούς βεζίρηδες.

Sultan Mahmud II

Οι παρεμβάσεις των ευρωπαϊκών δυνάμεων

Οι τρεις ισχυρές χώρες της εποχής (Ρωσία, Γαλλία, Βρετανία) παρενέβαιναν στην οθωμανική εσωτερική και εξωτερική πολιτική για διαφορετικούς λόγους η κάθε μία. Η Ρωσία και η Γαλλία εποφθαλμιούσαν συγκεκριμένες οθωμανικές επαρχίες, ενώ η Βρετανία ενδιαφερόταν για την επιβίωση του οθωμανικού κράτους στο μέτρο που εξυπηρετούσε το εμπόριό της. Σε ό,τι αφορά το ελληνικό θέμα, τα βρετανικά εμπορικά συμφέροντα θίγονταν από την εμπόλεμη κατάσταση στο Αιγαίο.

Το Μάρτιο του 1826 η Ρωσία απαίτησε με τελεσίγραφο να γίνουν σεβαστά από τον σουλτάνο Μαχμούτ τα προνόμια των ηγεμονιών (Βλαχία, Μολδαβία) και η αυτονομία της Σερβίας, όπως προέβλεπε παλαιότερη διακρατική συνθήκη (Βουκουρέστι 1812). Η βρετανική διπλωματία στόχευε στην αποτροπή της πολεμικής σύγκρουσης του οθωμανικού κράτους με τη Ρωσία κι έτσι έπεισε την Υψηλή Πύλη να συνάψει τη Συνθήκη του Άκερμαν (25 Σεπτεμβρίου 1826), η οποία περιλάμβανε επαχθείς για την Τουρκία όρους: Την κυριαρχία της Ρωσίας στον Καύκασο και την ελεύθερη ναυσιπλοΐα των ρωσικών πλοίων στα οθωμανικά ύδατα. Ωστόσο, ο Ρώσος αυτοκράτορας, ο τσάρος Νικόλαος Α΄, δεν έμεινε ικανοποιημένος και ζήτησε από τη Βρετανία να παρέμβουν από κοινού υπέρ των εξεγερμένων Ελλήνων.

Η Βρετανία κατέβαλε κάθε προσπάθεια να πείσει την Τουρκία να δεχτεί το μεσολαβητικό ρόλο των ευρωπαϊκών δυνάμεων ως προς το ελληνικό ζήτημα, ώστε να αποτρέψει ενδεχόμενο ρωσο-τουρκικό πόλεμο, στον οποίο θα πιεζόταν από τους Ρώσους να συμμετάσχει.

Η ομάδα του Ακίφ πασά συμβούλευσε τον σουλτάνο να απορρίψει την πρόταση των ευρωπαϊκών δυνάμεων να μεσολαβήσουν μεταξύ της Υψηλής Πύλης και των Ελλήνων επαναστατών, προκειμένου να διαφυλάξει το κύρος της δυναστείας του. Αντίθετα, ο Σελίμ πασάς και η ομάδα του εισηγήθηκαν την αποδοχή της μεσολάβησης, με σκοπό την αποτροπή του πολέμου, με το επιχείρημα ότι το οθωμανικό κράτους δεν διέθετε δυνάμεις για να νικήσει σε ενδεχόμενο πόλεμο με τη Ρωσία.Ο Μαχμούτ άκουσε την πρώτη ομάδα και έδωσε στον Βρετανό πρεσβευτή την απάντηση ότι ήταν ο ίδιος και μόνον ήταν ο νόμιμος κυρίαρχος της Ελλάδας και ότι οι επαναστάτες θα συντρίβονταν. Επακολούθησε αποστολή οθωμανικών και αιγυπτιακών δυνάμεων στην Ελλάδα και η ανακατάληψη της Αθήνας (Ιούνιος 1827).

George Canning από τον Richard Evans

Συμφωνία για κοινή στρατιωτική επέμβαση

Προκειμένου να αποφύγει μονομερή ρωσική στρατιωτική επέμβαση, η Βρετανία σύναψε συμφωνία με τη Ρωσία και τη Γαλλία (24 Ιουνίου 1827), η οποία καλούσε την Υψηλή Πύλη και τους ηγέτες της ελληνικής επανάστασης να παύσουν τις εχθροπραξίες και πρότεινε να αναγνωριστεί η Ελλάδα ως αυτοδιοικούμενη πολιτεία, φόρου υποτελής στο σουλτάνο. Με τα δεδομένα της εποχής, δηλαδή, η Ελλάδα δεν θα αναγνωριζόταν ως κυρίαρχο κράτος.

Η ίδια συμφωνία προέβλεπε ότι αν κάποιο από τα δύο εμπόλεμα μέρη δεν αποδεχόταν την ειρηνευτική μεσολάβηση των τριών χωρών, θα ακολουθούσε κοινή στρατιωτική επέμβασή τους. Επίσης, περιλάμβανε την απειλή ότι αν η Υψηλή Πύλη δεν συμμορφωνόταν, οι τρεις δυνάμεις θα αναγνώριζαν έμμεσα την Ελλάδα ως εμπορικού εταίρο.

Η γνωστή «ναυμαχία του Ναβαρίνου» έγινε σε εφαρμογή αυτής της συνθήκης, μετά την άρνηση του σουλτάνου να συμμορφωθεί. Ο ενωμένος στόλος των τριών δυνάμεων κατέλαβε επίκαιρες θέσεις στα Δαρδανέλια και στα ανοιχτά της Πελοποννήσου, ώστε να αποκλείσει τον αιγυπτιακό και οθωμανικό στόλο, εναντίον του οποίου επιτέθηκε μέσα στο λιμάνι του Ναβαρίνου, με αποτέλεσμα τη βύθιση 57 οθωμανικών πλοίων και το θάνατο 8.000 στρατιωτών και ναυτών μέσα σε τρεις ώρες (12 Οκτωβρίου 1827).

H ναυμαχία του Ναβαρίνου

Ο πόλεμος με τη Ρωσία και η δραματική ανακοίνωση

Αν η ναυμαχία αυτή άφησε το οθωμανικό κράτος χωρίς στόλο, συνάσπισε τις οθωμανικές ελίτ σε κοινούς στόχους: Την κατάπνιξη της ελληνικής επανάστασης και το κλείσιμο των Στενών σε όλα τα ξένα πλοία, ενέργεια που ολοκληρώθηκε το Φεβρουάριο του 1827. Έτσι, η Τουρκία παραβίασε τη Συνθήκη του Άκερμαν.

Αυτή ήταν η αφορμή για τον τσάρο Νικόλαο να κηρύξει τον πόλεμο στην Τουρκία (16.4.1828). Ο ρωσικός στρατός κινήθηκε εναντίον των Οθωμανών από δύο κατευθύνσεις: Μέσα από τις ηγεμονίες (Βλαχία, Μολδαβία) και μέσα από τον Καύκασο. Ο ανεπαρκής και αγύμναστος νέος οθωμανικός στρατός υπέστη μια σειρά από ήττες. Στις 26 Ιουνίου 1829 οι Ρώσοι κατέλαβαν το Ερζερούμ και προχώρησαν προς την Τραπεζούντα, ενώ στις 10 Αυγούστου κατέλαβαν την Αδριανούπολη, φτάνοντας στα πρόθυρα της οθωμανικής πρωτεύουσας.

Στις 28 Αυγούστου 1928 η Υψηλή Πύλη υποχρεώθηκε να εκδώσει τη μοιραία για την ακεραιότητά της νότα, με την οποία δεσμεύτηκε να αποδεχτεί οποιαδήποτε απόφαση θα λάμβαναν οι τρεις μεγάλες δυνάμεις, με βάση τη συμφωνία που είχαν υπογράψει μεταξύ τους το 1827: "Η Πύλη υπόσχεται περαιτέρω και δεσμεύεται ρητώς έναντι των αντιπροσώπων των Δυνάμεων που υπέγραψαν την εν λόγω συμφωνία, ότι θα αποδεχτεί πλήρως όλες τις αποφάσεις που θα λάβουν για τα θέματα της συμφωνίας και θα μεριμνήσει για την εκτέλεσή τους".

Συνθήκη της Αδριανούπολης, 2/14.9.1829

Γιατί η Βρετανία πρότεινε την ελληνική ανεξαρτησία

Τρεις μέρες αργότερα, ρωσικός κα βρετανικός στόλος εμφανίστηκαν στην Κωνσταντινούπολη και μέσα σε 48 ώρες οι Οθωμανοί σύναψαν με τη Ρωσία ταπεινωτική συμφωνία (Συνθήκη της Αδριανούπολης, 2/14.9.1829). Η αγγλική κυβέρνηση εξέλαβε τη συνθήκη αυτή ως «παντελή σχεδόν καταστροφή της οθωμανικής αυτοκρατορίας», εκτιμώντας ότι εφεξής ο σουλτάνος θα καθόταν στο θρόνο του ελέω του τσάρου. Προκειμένου να προφυλάξει ό,τι ήταν δυνατόν από τα χέρια της Ρωσίας, η Βρετανία πρότεινε να γίνει η Ελλάδα ανεξάρτητο κράτος.

«Η συνθήκη της Αδριανούπολης μας προξένησε τόσο φόβο», παραδέχτηκε 25 χρόνια αργότερα στο βρετανικό κοινοβούλιο ο τότε υπουργός Εξωτερικών λόρδος Άμπερντιν, «για τη μελλοντική ύπαρξη του τουρκικού κράτους, ώστε μεταβλήθηκε όλη η πολιτική της κυβέρνησης πάνω σε ένα ουσιωδέστατο ζήτημα. Ανέφερα και άλλοτε ότι, από την έναρξη και κατά την εξέλιξη της ελληνικής επανάστασης, ουδέποτε ο Κάνινγκ (υπουργός Εξωτερικών ως το θάνατό του το 1827) σκέφτηκε να αναγνωριστεί η Ελλάδα ως ανεξάρτητο βασίλειο. Τόσο εγώ, όσο και ο δούκας του Γουέλινγκτον (τότε πρωθυπουργός της Βρετανίας), θεωρούσαμε ότι η ελληνική πολιτεία δεν θα ήταν ανεξάρτητη, αλλά υποτελής υπό την κυριαρχία του σουλτάνου, όπως περίπου η Βλαχία και η Μολδαβία. Όταν όμως υπογράφτηκε η συνθήκη της Αδριανούπολης, μου φάνηκε –και συμφώνησε και ο δούκας Γουέλινγκτον - ότι η ύπαρξη του τουρκικού κράτους ήταν τόσον επισφαλής, ώστε δεν θα ήταν συνετή πράξη να δημιουργηθεί μια πολιτεία και να τεθεί υπό την προστασία και κυριαρχία μιας αυτοκρατορίας, η οποία δεν παρείχε καμία ασφάλεια για το μέλλον της. Γι’ αυτό προτείναμε στους συμμάχους μας να μετατρέψουμε την υποτελή πολιτεία σε ανεξάρτητο κράτος. Συμφώνησαν οι σύμμαχοι, συναίνεσε και η Πύλη και έτσι η ύπαρξη της Ελλάδας ως ανεξάρτητου κράτους οφείλεται στην εντύπωση που μας προξένησαν οι όροι της συνθήκης της Αδριανούπολης».

ΤουρκίαΑναδρομέςελληνικό κράτος