Ελλάδα|04.09.2019 13:36

Σεπτέμβριος 1922: Μικρασιατική Καταστροφή και πολιτικές ζυμώσεις

Ευάγγελος Χεκίμογλου

Στις αφηγήσεις για τη Μικρασιατική Καταστροφή, η κυβέρνηση Τριανταφυλλάκου αναφέρεται λακωνικά, σαν μια παύλα ανάμεσα στην κυβέρνηση Πρωτοπαπαδάκη και το κίνημα Πλαστήρα-Γονατά-Φωκά. Η κυβέρνηση αυτή αποτελέστηκε από τους ελάχιστους βασιλόφρονες πολιτικούς που ήταν διατεθειμένοι να χειριστούν τα συμφέροντα της χώρας στη χειρότερη στιγμή της ιστορίας της. Ή, από μία άλλη σκοπιά, από τους πολιτικούς που ο Κωνσταντίνος ήλπιζε ότι τα τον έσωζαν εκείνες τις ώρες. Με άλλα λόγια, η κυβέρνηση Τριανταφυλλάκου ήταν το τελικό προϊόν της αποσύνθεσης του αντιβενιζελικού στρατοπέδου, μιας αποσύνθεσης που είχε αρχίσει την επομένη της εκλογικής νίκης του, την 1η Νοεμβρίου 1920.

Το αντιβενιζελικό στρατόπεδο δεν είχε άλλο ενωτικό στοιχείο πέρα από τον θρόνο. Οι τριβές μεταξύ των αρχηγών του είχαν ως αποτέλεσμα να υπονομεύεται ο κυριότερος ηγέτης τους, ο Δημήτριος Γούναρης. Στην ολέθρια εξωτερική πολιτική τους, προσδεμένη στο άρμα της Βρετανίας, δεν υπήρξαν ουσιώδεις διαφορές ανάμεσα στους αντιβενιζελικούς πρωθυπουργούς. Ανεξάρτητα από τα πρόσωπα (Γούναρης, Καλογερόπουλος, Πρωτοπαπαδάκης) οι ελληνικές κυβερνήσεις μετά την 1η Νοεμβρίου 1920 έχασαν όλες τις ευκαιρίες για διμερή συνεννόηση με την επαναστατική κυβέρνηση της Άγκυρας και έπεσαν σε όλες τις παγίδες της Βρετανίας, σκοπός της οποίας ήταν να απασχολεί ο ελληνικός στρατός τον τουρκικό, προκειμένου εκείνη να δράσει ανενόχλητη στη Μοσούλη.

Γούναρης - Αν και εκλέχτηκε με σωστή πολιτική πρόταση, στη συνέχει προσδέθηκε στο άρμα της Βρετανίας

Βασιλική επιλογή πρώτη: Καλογερόπουλος

Φαίνεται ότι ήταν στο υπουργικό συμβούλιο της 24ης Αυγούστου 1922 όταν τα μέλη της κυβέρνησης Πρωτοπαπαδάκη (που είχε ορκιστεί στις 9 Μαΐου 1922) έλαβαν για πρώτη φορά πληροφόρηση τόσον επαρκή, ώστε να συνειδητοποιήσουν ότι μετά την τουρκική αντεπίθεση, το μικρασιατικό μέτωπο κατέρρεε και ότι ο στρατός είχε τραπεί σε φυγή προς τις ακτές. Την επομένη, 25 Αυγούστου (7 Σεπτεμβρίου με το νέο ημερολόγιο), η κυβέρνηση Πρωτοπαπαδάκη υπέβαλε την παραίτησή της «λόγω της επιδεινωθείσης γενικής καταστάσεως» προκειμένου να διευκολύνει την εφαρμογή «καλυτέρας λύσεως». Ποια θα ήταν αυτή η «καλυτέρα λύσις»; Ο βασιλιάς κάλεσε τον Νικόλαο Καλογερόπουλο και του ανέθεσε να σχηματίσει κυβέρνηση.

Ο Καλογερόπουλος, 71 ετών, βουλευτής Ευβοίας, είχε διοριστεί για πρώτη φορά πρωθυπουργός σε μία ολιγοήμερη μεταβατική κυβέρνηση τον Σεπτέμβριο του 1916. Ακολούθησε μια δεύτερη θητεία, διάρκειας οκτώ εβδομάδων, στις αρχές του 1921, όταν κλήθηκε να δράσει –σύμφωνα με τους επικριτές του- ως αχυράνθρωπος του Γούναρη, ο οποίος είχε περιοριστεί στο χαρτοφυλάκιο του υπουργείου Στρατιωτικών. Ως άνθρωπος της εμπιστοσύνης των ανακτόρων, διαδραμάτισε ρόλο στην πολιτική σκηνή μετά την παλινόρθωσή του Κωνσταντίνου καταλαμβάνοντας προνομιακή θέση ανάμεσα στους αλληλοϋποβλεπόμενους βασιλόφρονες ηγέτες, όπως ο Δημήτριος Ράλλης, ο Νικόλαος Στράτος και ο Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης.

Βασιλική επιλογή δεύτερη: Τριανταφυλλάκος

Ασφαλώς, ο Νικόλαος Τριανταφυλλάκος, 67 ετών τότε, βουλευτής Αρκαδίας που είχε χρηματίσει κατ’ επανάληψη υπουργός, δεν ήταν δυνατόν να φανταστεί τι επρόκειτο να αντιμετωπίσει στις λίγες μέρες της πρωθυπουργίας του. Στην περίοδο της διακυβέρνησης από τους αντιβενιζελικούς, μετά την νίκη τους στις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920, ο Τριανταφυλλάκος δεν υπουργοποιήθηκε. Τον Ιανουάριο του 1922, δέχτηκε να διοριστεί αρμοστής της Ελλάδας στην Κωνσταντινούπολη, μια θέση που απαιτούσε έμπειρο τακτικιστή, ικανό να αντιμετωπίζει τις μηχανορραφίες των βενιζελικών αξιωματικών και του Πατριαρχείου. Ίσως έπαιξε ρόλο και η γλωσσομάθειά του, μια και είχε σπουδάσει στη Γαλλία και τη Γερμανία. Η θητεία του στην Κωνσταντινούπολη κρίθηκε επιτυχημένη. Στα τέλη Ιουνίου 1922 τον βρίσκουμε στην Αθήνα να συμμετέχει σε συσκέψεις, πάντοτε με την ιδιότητα του Αρμοστή (ως τα μέσα Ιουλίου, οπότε και παραιτήθηκε), αλλά ταυτοχρόνως και στις ζυμώσεις που οδήγησαν στην παραίτηση του Πρωτοπαπαδάκη μερικές εβδομάδες αργότερα.

Ο Τριανταφυλλάκος χαρακτηριζόταν από τον βασιλόφρονα Τύπο ως «πλειστάκις χρηματίσας υπουργός και πάντοτε αναδειχθείς και εκτιμηθείς διά το θάρρος και την παρρησίαν της γνώμης του, διά την πολιτικήν του ευθύτητα, την εντιμότητα του χαρακτήρος, την σιδηράν του θέλησιν και τον ακραιφνή πατριωτισμόν του».

Ο Κωνσταντίνος κινούσε τα νήματα στην προσπάθειά του να σωθεί

Ο Καλογερόπουλος δεν βρίσκει υπουργούς

Μετά την ανάθεση της εντολής στον Καλογερόπουλο, επακολούθησε ένα εικοσιτετράωρο προσπαθειών. Ο Καλογερόπουλος βολιδοσκόπησε και έλαβε αρνητική ή και καμία απάντηση από όλους σχεδόν τους μετριοπαθείς αντιβενιζελικούς βουλευτές, όπως οι Μεταξάς, Ζαβιτσάνος, Χριστομάνος, Αργυρόπουλος, Γερουλάνος, Καυταντζόγλου, Ιωάννης Ράλλης και Μπασιάς. Αρνήθηκαν επίσης χαρτοφυλάκιο ο τέως αρμοστής στη Σμύρνη Στεργιάδης, καθώς και ο πρόεδρος του Εμπορικού Επιμελητηρίου Αθηνών Επαμεινώνδας Χαρίλαος. Στις 10 το πρωί της 27ης Αυγούστου/9ης Σεπτεμβρίου, ο Καλογερόπουλος ζήτησε τηλεφωνικώς από τον βασιλιά μερικές ώρες ακόμη. Η ομάδα που είχε κατορθώσει να συγκεντρώσει περιλάμβανε τον Τριανταφυλλάκο, τον Αθανάσιο Ευταξία, 73 ετών, βουλευτή Φθιώτιδας, τον Γεώργιο Μπούσιο, 47 ετών, κτηματία και βουλευτή Κοζάνης (άλλοτε μέλος του οθωμανικού κοινοβουλίου), το Φίλιππο Δραγούμη (αδελφό του Ίωνα) και τον Αντώνιο Μάτσα, 51 ετών, μηχανικό, άλλοτε βουλευτή Μήλου.

Πρόταση για στρατιωτική δικτατορία

Το μεσημέρι της ίδιας ημέρας (27 Αυγούστου/9 Σεπτεμβρίου 1922) ο Καλογερόπουλος δέχθηκε την επίσκεψη εκπροσώπων των οργανώσεων που ονομάζονταν «Λαϊκοί Πολιτικοί Σύλλογοι». Του παρέδωσαν ψήφισμα με κατηγορίες εναντίον του πολιτικού κόσμου και απαίτησαν να σχηματιστεί «ισχυρά κυβέρνησις στρατιωτικών», την οποία καά τη γνώμη τους είχε ανάγκη η χώρα. Ο Καλογερόπουλος απάντησε ότι η πρόταση αυτή βρισκόταν εκτός των ορίων του πολιτεύματος και ότι ο ίδιος δεν είχε δικαίωμα να εισηγηθεί στο βασιλιά αντισυνταγματικές λύσεις.

Ανάλογη γνώμη με εκείνη των «Συλλόγων» εξέφρασε ο Φίλιππος Δραγούμης. Αρχικώς, πρότεινε να αναλάβουν τα στρατιωτικά υπουργεία οι στρατηγοί Παπούλας και Κοντούλης. Ο Καλογερόπουλος ζήτησε να εκφέρουν γνώμη και οι υπόλοιποι. Στις 3μ.μ. πραγματοποιήθηκε σύσκεψη του υποψήφιου κυβερνητικού σχήματος, στην οποία συμμετέσχε και ο Θεόδωρος Σκούφος, βουλευτής Κυκλάδων, ο έβδομος –και έσχατος- ενδιαφερόμενος. Στη σύσκεψη αυτή ο Δραγούμης πρότεινε να σχηματιστεί κυβέρνηση κυρίως στρατιωτική, υπό τους προαναφερθέντες στρατηγούς, λόγω της κρισιμότητας της κατάστασης. Μόνον ο Μάτσας συμφώνησε μαζί του, ενώ οι λοιποί απέρριψαν την πρόταση, διότι αντέβαινε στο πολίτευμα της χώρας.

Η διαφοροποίηση Δραγούμη και Μάτσα καθιστούσε αδύνατο τον σχηματισμό κυβέρνησης. Πριν όμως επιστρέψει την εντολή, ο Καλογερόπουλος έκρινε σκόπιμο να βολιδοσκοπηθούν ο Παπούλας και ο Κοντούλης αν δέχονταν να συμμετάσχουν ως υπουργοί σε πολιτική κυβέρνηση.

Πράγματι, Δραγούμης και Ευταξίας επισκέφθηκαν τον Κοντούλη, ο οποίος τους ζήτησε να περιμένουν και έσπευσε στο σπίτι του Παπούλα για να συνεννοηθεί μαζί του. Επέστρεψε μετά από λίγο και δήλωσε, και εκ μέρους του συναδέλφου του, ότι δεν δέχονταν να συμμετάσχουν σε κυβέρνηση Καλογερόπουλου, διότι πίστευαν ότι ο τόπος χρειαζόταν ισχυρή κυβέρνηση στρατιωτική.

Έτσι, το βράδυ της 27ης Απριλίου/9ης Σεπτεμβρίου 1922, ο Καλογερόπουλος κατέθεσε την εντολή, διαβεβαιώνοντας τον βασιλιά ότι ήταν πρόθυμος να συμμετάσχει στην κυβέρνηση ως υπουργός.

Η κατάσταση ήταν εκρηκτική. Ο στρατός επιβιβαζόταν σε πλοία και εγκατέλειπε ασύντακτος τη Μικρά Ασία και η Αθήνα δεν είχε κυβέρνηση. Νωρίς το βράδυ, για να διασκεδαστούν οι φήμες που κυκλοφορούσαν ότι θα γίνονταν ταραχές και ότι δεν υπήρχε εξουσία για να επιβάλει την τάξη, ο απερχόμενος υπουργός Εσωτερικών Νικόλαος Στράτος έκανε δηλώσεις στον Τύπο, τονίζοντας ότι είχαν ληφθεί όλα τα μέτρα για να εξασφαλιστεί η δημόσια τάξη και ότι όλα ήταν φήμες αντιπάλων του καθεστώτος. Σε επίρρωση ανέφερε ότι είχαν καταπλεύσει στον Πόρο και τον Πειραιά πλοία με 2.500 στρατιώτες, οι οποίοι μισθοδοτήθηκαν, τροφοδοτήθηκαν και αφοπλίστηκαν. «Πόθος πάντων», είπε ο Στράτος, «είναι η επιστροφή των εις την πατρίδα των. Οι εξ Αθηνών και περιχώρων απελύθησαν αμέσως, και οι εκ των επαρχιών έλαβον φύλλα πορείας».

Ο στρατηγός Παπούλας τάχθηκε υπέρ (βασιλοφρόνου) στρατιωτικής κυβέρνησης, ενώ στη συνέχεια υποστήριξε το "κίνημα" των βενιζελικώ

Η εντολή στον Τριανταφυλλάκο

Μετά την αποχώρηση του Καλογερόπουλου από τα Ανάκτορα, ο Κωνσταντίνος κάλεσε τον Τριανταφυλλάκο και του ανέθεσε να σχηματίσει κυβέρνηση. Ακολούθησαν ολονύκτιες διαβουλεύσεις, κατά τις οποίες ο Τριανταφυλλάκος «επέβη αυτοκινήτου και επεσκέφθη διαφόρους πολιτευόμενους και μη».

Οι διαπραγματεύσεις καρποφόρησαν το απόγευμα και έτσι στις 6.30 μ.μ. της 28ης Αυγούστου/10ης Σεπτεμβρίου ορκίσθηκε στο Τατόι η νέα κυβέρνηση, παρουσία του απερχόμενου πρωθυπουργού Πέτρου Πρωτοπαπαδάκη. Ελλείψει ενδιαφερομένων, σχεδόν κάθε υπουργός ανέλαβε και ένα ακόμη υπουργείο «προσωρινά». Ο πρωθυπουργός Τριανταφυλλάκος ορκίστηκε και υπουργός Στρατιωτικών και προσωρινά υπουργός Ναυτικών. Ο Νικόλαος Καλογερόπουλος ορκίστηκε υπουργός Εξωτερικών, ο Αθανάσιος Ευταξίας Οικονομικών, ο Γεώργιος Μπούσιος Εσωτερικών και προσωρινά Επισιτισμού, ο Αντώνιος Μάτσας Συγκοινωνίας και ΤΤΤ, ο Θεόδωρος Σκούφος Παιδείας και προσωρινά Γεωργίας και ο Κλέαρχος Μανέας (πρόεδρος του Εμπορικού Συλλόγου Αθηνών) υπουργός Εθνικής Οικονομίας, ενώ ο Σπυρίδων Γιαννόπουλος (πρόεδρος του δικηγορικού Συλλόγου Ναυπλίου) υπουργός Δικαιοσύνης και προσωρινά Περιθάλψεως.

Στις 10.30 μ.μ. πραγματοποιήθηκε το πρώτο υπουργικό συμβούλιο στο υπουργείο των Στρατιωτικών. Κλήθηκε ο αρχηγός του επιτελείου στρατηγός Δούσμανης, ο οποίος κατατόπισε τους υπουργούς για την ολοκλήρωση της επιβίβασης του στρατού σε πλοία. Η συνεδρίαση ολοκληρώθηκε μισή ώρα μετά τα μεσάνυχτα και ο Τριανταφυλλάκος δήλωσε ότι αποφασίστηκε μερική αποστράτευση (περιλάμβανε τους έφεδρους της Μικράς Ασίας των κλάσεων 1912-1918).

Οι πρώτοι πρόσφυγες έφτασαν στον Πειραιά στις αρχές Σεπτεμβρίου 1922 και οι τελωνειακοί τους επέβαλαν ... εισαγωγικούς δασμούς

Την ίδια μέρα έφταναν οι ειδήσεις για την κατάληψη της Σμύρνης από τον τουρκικό στρατό.

Αφού έπεισε τον στρατηγό Παπούλα και τον στρατηγό Κοντούλη να αναλάβουν γενικοί διοικητές Θράκης και Μακεδονίας αντίστοιχα, ο Τριανταφυλλάκος, με σειρά διαταγών που εξέδωσε ως υπουργός Στρατιωτικών, κατεύθυνε το διαλυμένο στρατό στη Θράκη. Το Στρατηγείο Στρατιάς Μικράς Ασίας μετονομάστηκε σε Στρατηγείο Στρατιάς Θράκης και στις 7/20 Σεπτεμβρίου εγκαταστάθηκε στη Ραιδεστό και την ίδια καθορίστηκαν οι νέες θέσεις του στρατού, προκειμένου να αμυνθεί για να διατηρήσει τη Θράκη.

Οι φρικτές ειδήσεις για τις σφαγές στη Μικρά Ασία και οι πρώτοι πρόσφυγες άρχισαν να φτάνουν στον Πειραιά. Το Σάββατο 10 Σεπτεμβρίου Βρετανία, Γαλλία και Ιταλία κάλεσαν την Τουρκία για σύναψη ανακωχής, ενώ την Κυριακή 11 Σεπτεμβρίου έφτασαν και οι πρώτες φήμες για πραξικόπημα («κίνημα») αξιωματικών που είχαν καταφύγει στη Χίο και τη Μυτιλήνη. Είχε έρθει η ώρα των Πλαστήρα και Γονατά.

μικρασιατική καταστροφή