Ελλάδα|30.09.2019 12:59

Μόρια: «Και μόλις χτες να θυμάσαι πως ήσουνα νοικοκύρης»

Αθανασία Κουλέτα

Δεν θα ήθελα να γράφω γι' αυτό. Δεν θα ήθελα να γράφω για ένα ακόμα νεκρό παιδί (βρέφος, αυτήν τη φορά), για νεκρούς, γενικότερα. Τα παιδιά πρέπει να παίζουν, να έχουν φίλους, να κάνουν όνειρα. Όχι να καίγονται ζωντανά. Όμως, το έγκλημα είναι σε πλήρη εξέλιξη τα τελευταία χρόνια και παράγει μοναχά θανάτο. Ό,τι έγινε το βράδυ της Κυριακής στη Μόρια δεν είναι κάτι για το οποίο μπορεί κάποιος να πέσει από τα σύννεφα, δεν ήταν «η κακιά η ώρα». Είναι αποτέλεσμα μιας πολύ συγκεκριμένης πολιτικής στο Προσφυγικό που αποφασίζεται στις Βρυξέλλες και εφαρμόζεται από τις ελληνικές κυβερνήσεις, ενώ οι άνθρωποι συνεχίζουν να πεθαίνουν.

Ένας χώρος που έχει φτιαχτεί για να αντέχει μέχρι 3.000 ανθρώπους βρίσκεται να «στεγάζει» 12.000, δύο μήνες πριν από τη βαρυχειμωνιά. Λίγες ημέρες πριν από τη φωτιά της Κυριακής φορτηγό πάτησε ένα 5χρονο που έπαιζε και βρισκόταν μέσα σε ένα χαρτόκουτο. Δεν το είδε, δεν έγινε ποτέ αντιληπτό ένα παιδί που παίζει. Και πώς να γίνει; Αφού παίζει στοιβαγμένο, παίζει με ό,τι βρει, ακόμη και με αντικείμενα και σε χώρους που δεν θα έπρεπε να παίζει. Και το παιδί πέθανε, το παιδί έλιωσε κάτω από τις ρόδες ενός φορτηγού. Γιατί; Γιατί, μεταξύ άλλων, όπως κατήγγειλε ο διευθυντής του ελληνικού τμήματος της Διεθνούς Αμνηστίας, Γαβριήλ Σακελλαρίδης, για το περιστατικό, «πριν από δύο εβδομάδες περίπου έκλεισε δίπλα από το ΚΥΤ της Μόριας ο μοναδικός χώρος για δημιουργική απασχόληση παιδιών (που είναι περίπου το 1/3 του πληθυσμού της Μόριας), όπου τα παιδάκια με τις μαμάδες τους μπορούσαν να περνούν τις ατελείωτες ώρες που τους έχουν επιφυλάξει η μοίρα, η ΕΕ και οι κυβερνήσεις μας στην Λέσβο. Έκλεισε από την Περιφέρεια Βορείου Αιγαίου για παραλείψεις υγειονομικού χαρακτήρα, λες και δίπλα στο ΚΥΤ δεν υπάρχουν "προβληματάκια"». 

Εκατομμύρια πάνε κι έρχονται ως κοινοτικά κονδύλια για ενίσχυση της χώρας στο Προσφυγικό, οι άνθρωποι εξακολουθούν να ζουν στοιβαγμένοι, αν τολμήσουν να παραπονεθούν γιατί εκεί που κάνουν την ανάγκη τους, εκεί ταΐζουν και τα παιδιά τους, είναι «αχάριστοι, δεν σέβονται την ελληνική φιλοξενία» και όλα αυτά τα πολύ... επιχειρηματολογημένα. Και τα εκατομμύρια πάνε κι έρχονται, οι άνθρωποι πεθαίνουν, οι άνθρωποι καίγονται ζωντανοί. 

Κάθε που διαβάζω για τους όλους εκείνους που πνίγονται και για εκείνους που φτάνουν εδώ, αλλά καταλήγουν να κακοποιούνται, να αυτοκτονούν, να αυτοπυρπολούνται ή να καίγονται ζωντανοί, θυμάμαι ότι στο σχολείο, στο δημοτικό, είχαμε ως εργασία να διαβάσουμε το «Οι νεκροί περιμένουν» και τα «Ματωμένα Χώματα» της Διδώς Σωτηρίου. Αυτά τα δύο πεζογραφήματα, που περιγράφουν τον ξεριζωμό των Ελλήνων της Μικράς Ασίας και το πώς τους υποδέχτηκαν στη «μαμά - πατρίδα» όταν έφταναν με ό,τι μέσο έβρισκαν, θα μπορούσαν άνετα να μιλούν για τους σύγχρονους πρόσφυγες.

Αντί επιλόγου, λοιπόν, ακολουθεί ένα απόσπασμα από το πρώτο, για όλους εκείνους τους ανθρώπους που θέλησαν να ξαναχτίσουν τη ζωή τους πάνω στις στάχτες. Για εκείνους που τα κατάφεραν αλλά -κυρίως- για τους άλλους, που βρέθηκαν στις Μόριες της Ευρώπης να παλεύουν για τα αυτονόητα: 

«Ενάμισι εκατομμύριο άνθρωποι βρεθήκανε ξαφνικά έξω απ' την προγονική τους γη. Παράτησαν σκοτωμένα παιδιά και γονιούς άταφους. Παράτησαν περιουσίες, τον καρπό στα δένδρα και στα χωράφια, το φαΐ στη φουφού, τη σοδειά στην αποθήκη, το κομπόδεμα στο συρτάρι, τα πορτρέτα των προγόνων στους τοίχους. Και βάλθηκαν να τρέχουν να φεύγουν κυνηγημένοι απ' το τούρκικο μαχαίρι και τη φωτιά του πολέμου. Έρχεται μια τραγική στιγμή στη ζωή του ανθρώπου, που το θεωρεί τύχη να μπορέσει να παρατήσει το έχει του, την πατρίδα του το παρελθόν του και να φύγει, να φύγει λαχανιασμένος αποζητώντας αλλού τη σιγουριά. Άρπαξαν οι άνθρωποι βάρκες, καΐκια, σχεδίες, βαπόρια, πέρασαν τη θάλασσα σ' έναν ομαδικό, φοβερό ξενιτεμό. Κοιμήθηκαν αποβραδίς νοικοκυραίοι στον τόπο τους και ξύπνησαν φυγάδες, θαλασσοπόροι, άστεγοι άποροι, αλήτες και ζητιάνοι στα λιμάνια του Πειραιά, της Σαλονίκης, της Καβάλας του Βόλου, της Πάτρας.

Ενάμισι εκατομμύριο αγωνίες και οικονομικά προβλήματα ξεμπαρκάρανε στο φλούδι της Ελλάδας, με μια θλιβερή ταμπέλα κρεμασμένη στο στήθος: "Πρόσφυγες!" Πού να ακουμπήσουν οι πρόσφυγες; τι να σκεφτούν; Τι να ξεχάσουν; Τι να πράξουν; Πού να δουλέψουν; Πώς να ζήσουν;

Τρέμαν ακόμα απ' το φόβο. Τα μάτια τους ήταν κόκκινα απ' το αιμάτινο ποτάμι της κόλασης που διάβηκαν. Και σαν πάτησαν σε στέρεο έδαφος, μετρήθηκαν να δουν πόσοι φτάσανε και πόσοι λείπουν. Κι οι ζωντανοί δεν το πιστεύανε, μόνο άπλωναν τα χέρια τους στο κορμί τους και το ψάχνανε, για να βεβαιωθούνε πως δεν ήταν βρικόλακες. Και ψάχναν και για την ψυχή τους, να δουν αν ήταν στη θέση της. Μ' αυτή ήταν άφαντη. Είχε μείνει πίσω στην πατρίδα κοντά στους αγαπημένους νεκρούς και στους αιχμαλώτους, κοντά στα σπιτάκια, στα χωράφια, στις δουλειές….

Κι είπαν: περαστικοί είμαστε, ας βολευτούμε όπως όπως, κι αύριο θα ματαγυρίσουμε στα μέρη μας. Κι αποζητούσαν, τούτη την ελπίδα, με την ίδια λαχτάρα σαν το ψωμί το νερό και τ' αλάτι.

Τόσοι ήταν, ενάμισι εκατομμύριο ρωμιοί μικρασιάτες, που στριφογύριζαν τώρα στο καύκαλο της Ελλάδας, σαν περιπλανώμενοι ιουδαίοι διωγμένοι από τη γη της Χαναάν. Χωρίς πατρίδα χωρίς δουλειά χωρίς σπίτι. Και μόλις χτες να θυμάσαι πως ήσουνα νοικοκύρης».

Μόριαπρόσφυγεςμετανάστες