Ελλάδα|19.10.2018 00:01

Τα λαθραία καύσιμα «καίνε» έσοδα 300 εκατ. ευρώ

Αλέξανδρος Καλαφάτης

Ως η μεγαλύτερη «πληγή» για τα έσοδα του ελληνικού Δημοσίου χαρακτηρίζεται από αρμόδια στελέχη του κρατικού μηχανισμού το λαθρεμπόριο καυσίμων, από το οποίο υπολογίζεται ότι χάνονται από τα δημόσια ταμεία 300 εκατομμύρια ευρώ κάθε χρόνο. 

«Αόρατα» συμφέροντα φαίνεται ότι διαχρονικά δεν επιτρέπουν να μπει μια τάξη σε αυτόν τον «σκοτεινό» κόσμο. Τα «μαύρα» εκατομμύρια, όπως περιγράφουν στελέχη του Λιμενικού που έχουν ασχοληθεί με σχετικές υποθέσεις, είναι πολλά, με αποτέλεσμα να γιγαντώνονται οι παράνομες διακινήσεις με έντονο άρωμα εμπλοκής ποινικών. 

Η μελέτη του Δημήτρη Μάρδα, πρώην αναπληρωτή υπουργού Οικονομικών, η οποία δημοσιεύτηκε τον Δεκέμβριο 2014, με θέμα «Νοθεία και Λαθρεμπόριο Καυσίμων: Μέτρα Πολιτικής», αποτελεί την πιο πλήρη καταγραφή του προβλήματος που έχει γίνει ποτέ στην Ελλάδα. Έκανε λόγο για απουσία πολιτικής βούλησης, μη υιοθέτηση των αυτονόητων μέτρων και ενίσχυση του φόβου που επηρεάζει αρνητικά τις λειτουργίες της διοίκησης. 

Η μελέτη περιελάμβανε συγκεκριμένες προτάσεις για την αντιμετώπιση του φαινομένου με απλές συνταγές από την επιστήμη του management και μέσα από την εκμετάλλευση της τεχνολογίας. Ο κ. Μάρδας πρότεινε μάλιστα να φθάσει το μαχαίρι για το «μαύρο χρήμα» και το «πόθεν έσχες», όχι μόνο των εμπλεκομένων από την πλευρά της προσφοράς αλλά και των εποπτευουσών Αρχών (συμπεριλαμβανομένων και των πολιτικών προσώπων). Ενδεικτικό είναι ότι έμπειρα στελέχη του Λιμενικού σε θέματα λαθρεμπορίου καυσίμων αναφέρουν ότι «αν γίνονταν πράξη οι προτάσεις Μάρδα, δεν θα υπήρχε σήμερα λαθρεμπόριο στην Ελλάδα». 
Η μελέτη, ωστόσο, κατέληξε στα... συρτάρια. Η εγκληματική δραστηριότητα στηρίζεται στα περίφημα «σλέπια», όπως είναι γνωστά στη ναυτιλιακή πιάτσα τα μικρά δεξαμενόπλοια που εφοδιάζουν τα πλοία. Τα «σλέπια» φορτώνουν ναυτιλιακό καύσιμο από τα διυλιστήρια δηλώνοντας ότι οι ποσότητες προορίζονται για τον ανεφοδιασμό πλοίων. Οι παραγγελιοδόχοι, πολλές φορές εν αγνοία του πλοιάρχου, εμφανίζουν εικονική αίτηση αγοράς, την οποία καταθέτουν στο τελωνείο. Προμηθεύονται την αναγραφόμενη ποσότητα καυσίμου, αντί όμως αυτή να καταλήξει στο σύνολό της στις δεξαμενές του πλοίου, ξεφορτώνεται σε βυτία που τη μεταφέρουν σε παράνομες δεξαμενές του Ασπροπύργου και της Ελευσίνας. Στο τελωνείο κατατίθεται έγγραφο που βεβαιώνει ότι η ποσότητα παραδόθηκε.

Το αποτέλεσμα είναι χιλιάδες λίτρα ντίζελ να διοχετεύονται σε δεύτερο χρόνο σε πρατήρια υγρών καυσίμων όλης της χώρας. 

50 πλωτές δεξαμενές 

Αποκαλυπτικό είναι το σχετικό απόσπασμα της μελέτης Μάρδα: «Βλέπουμε την αδυναμία της Πολιτείας να ελέγξει τον ανεφοδιασμό των πλοίων, που γίνεται μέσω των συνολικά 50 πλωτών δεξαμενόπλοιων (διότι -κατά πολλούς- τα τελωνεία δεν έχουν στη διάθεσή τους ταχύπλοα σκάφη). Αυτό όμως ηχεί περισσότερο πρόφαση, παρά πραγματική αιτία. Έτσι, από το Λαύριο μέχρι την Ελευσίνα τα «σλέπια» κινούνται ανεξέλεγκτα. Για να προβούν οι τελωνειακοί σε έλεγχο θα πρέπει να καταθέσουν αίτημα στο Λιμενικό. Αν πράγματι αυτό συμβαίνει, τότε η πληροφορία διαρρέει, με αποτέλεσμα να χάνεται το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού. Οι παράνομες δεξαμενές, που είναι διάσπαρτες στο Λεκανοπέδιο και υπολογίζονται σε πάνω από 200, ανήκουν σε πρόσωπα που τις νοικιάζουν σε λαθρεμπόρους, για να αποθηκεύουν το ναυτιλιακό καύσιμο που εξασφαλίζουν με τη συνεργασία ναυτιλιακής εταιρείας και τελωνειακών». 

Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα λαθρεμπορίου αποτελεί η εξιχνίαση οργάνωσης 15 ατόμων το 2014, όταν οι Αρχές συνέλεξαν στοιχεία που έδειχναν ότι το κύκλωμα είχε διαθέσει σε πρατήρια υγρών καυσίμων περίπου 4.500.000 λίτρα ναυτιλιακού πετρελαίου, με τους διαφυγόντες δασμούς να υπολογίζονται σε 3.500.000 ευρώ.

λαθρεμπόριο καυσίμωνκαύσιμαλαθρέμποροιΔημήτρης Μάρδας