Ελλάδα|29.02.2020 17:32

Διακίνηση πλαστών εγγράφων: Ψάχνουν το... βαθύ λαρύγγι για τις λίστες ομογενών

Αλέξανδρος Καλαφάτης

Οι «εγκέφαλοι» του κυκλώματος που φέρεται να πουλούσε ταυτότητες και διαβατήρια σε κακοποιούς, με τη βοήθεια αστυνομικών, αναζητούνται από τις Αρχές, καθώς η δικογραφία της δυσώδους αυτής υπόθεσης παρουσιάζει «κενά» που αφήνουν αναπάντητα ερωτήματα για τη δράση της εγκληματικής οργάνωσης. Οι πρώτες καταγγελίες για «φάμπρικα» διακίνησης πλαστών εγγράφων έφτασαν στη Διεύθυνση Εσωτερικών Υποθέσεων στα τέλη του 2018, όταν και μπήκαν στο μικροσκόπιο έξι αστυνομικοί που υπηρετούσαν σε γραφεία έκδοσης ταυτοτήτων και διαβατηρίων σε Τμήματα Ασφαλείας της Αθήνας.

Ο φάκελος της υπόθεσης διαβιβάστηκε στον Εισαγγελέα και τον Ιανουάριο του 2019 το αρχηγείο της ΕΛ.ΑΣ. διέταξε Ενορκη Διοικητική Εξέταση σε βάρος των εμπλεκόμενων αστυνομικών. Τα στοιχεία, ωστόσο, ήταν ελλιπή, με αποτέλεσμα οι δικαστικές Αρχές να αναγκαστούν να ζητήσουν συμπληρωματικά δεδομένα από τους «αδιάφθορους» της ΕΛ.ΑΣ. Το γεγονός, ωστόσο, ότι οι ελεγχόμενοι αστυνομικοί είχαν ενημερωθεί για τη σε βάρος τους έρευνα είχε ως συνέπεια να καταστεί δύσκολη η συλλογή περισσότερων στοιχείων.

Τελικά, οι διώξεις σε βάρος των έξι αστυνομικών ασκήθηκαν στις αρχές της περασμένης εβδομάδας, χωρίς, όμως, να έχουν απαντηθεί σοβαρά ερωτήματα γύρω από τη «σκοτεινή» αυτή υπόθεση. Εμπειροι νομικοί σημειώνουν στο «Εθνος της Κυριακής» ότι «στις περιπτώσεις όπου τα στοιχεία δεν είναι αδιάσειστα, το ποινικό κομμάτι της υπόθεσης προηγείται πάντα του πειθαρχικού (ΕΔΕ). Πρακτικά, δηλαδή, πρώτα ασκούνται οι διώξεις και κατόπιν κινούνται οι πειθαρχικές διαδικασίες». Στελέχη του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη απαντούν ότι «η ΕΔΕ διατάχθηκε για να μην υπάρχουν σκιές. Δηλαδή, για να μην παραμείνουν στις θέσεις τους αστυνομικοί που ελέγχονται για κακουργηματικές πράξεις».

Οι «εγκέφαλοι»

Το καίριο ερώτημα γύρω από τη δράση του κυκλώματος είναι ποια είναι τα αρχηγικά μέλη. Οι κατηγορούμενοι -χαμηλόβαθμοι- αστυνομικοί είναι πιθανότερο, όπως εξηγούν αρμόδιες πηγές, να λειτουργούσαν κατ’ εντολήν ατόμων που ήταν πιο ψηλά στην ιεραρχία. Συνολικά οι κατηγορούμενοι είναι 33, ανάμεσά τους έξι αστυνομικοί (πέντε άντρες και μία γυναίκα), οι οποίοι φέρονται να εξέδιδαν ταυτότητες και διαβατήρια, κυρίως σε Αλβανούς ποινικούς. Οι υπόλοιποι κατηγορούμενοι είναι κακοποιοί που συνεργάστηκαν με την οργάνωση και ιδιώτες που εμφανίζονταν ως μάρτυρες ταυτοπροσωπίας.

Οι «πελάτες» εμφανίζονταν, σύμφωνα με την Αστυνομία, με στημένους μάρτυρες σε Τμήματα Ασφαλείας, δηλώνοντας στοιχεία ταυτότητας Ελλήνων που διαμένουν μόνιμα στο εξωτερικό και δεν έχουν εκδώσει ποτέ στο παρελθόν ελληνική ταυτότητα. Το δεύτερο βήμα των «πελατών» ήταν με τη χρήση των πλαστών ταυτοτήτων να εκδώσουν διαβατήρια. Τουλάχιστον δύο από τους εμπλεκόμενους αστυνομικούς κατηγορούνται ότι έμπαιναν με τους υπηρεσιακούς κωδικούς τους στην ηλεκτρονική πλατφόρμα «police online» και πληκτρολογούσαν τα στοιχεία ταυτότητας των Ελλήνων του εξωτερικού, με τα οποία θα εκδίδονταν οι ταυτότητες των κακοποιών.

Αρμόδια πηγή από την ΕΛ.ΑΣ. εξηγεί στο «Εθνος της Κυριακής» τη διαδικασία αλλά και το «θολό» σημείο στις έρευνες: «Η πληκτρολόγηση στο ‘‘police online’’ γινόταν πριν από τη μετάβαση των ‘‘πελατών’’ στα Τμήματα, για να μην αποκαλυφθεί η δράση του κυκλώματος σε περίπτωση που κάποιος Ελληνας του εξωτερικού είχε ήδη εκδώσει ταυτότητα ή σε περίπτωση που είχε σε βάρος του καταδιωκτικά έγγραφα. Οι επίορκοι αστυνομικοί έκαναν λοιπόν τον έλεγχο για να μην αποκαλυφθεί το κύκλωμα. Δεν είχαν, όμως, πρόσβαση σε κάποια βάση δεδομένων με Ελληνες του εξωτερικού που δεν έχουν ελληνική ταυτότητα. Ηξεραν από πριν τα ονόματα που πληκτρολογούσαν και έκαναν τον έλεγχο για να είναι σίγουροι. Το ερώτημα, λοιπόν, είναι από ποιους είχαν πρωτογενή πληροφόρηση για τα ονόματα των Ελλήνων του εξωτερικού που τσέκαραν εισάγοντάς τα στο ‘‘police online’’».

Αστυνομικός σε ρόλο μάρτυρα

Ηταν 24 Μαρτίου 2017 όταν ένας αστυνομικός που υπηρετούσε σε Αστυνομικό Τμήμα της Δυτικής Αττικής εμφανίστηκε στους συναδέλφους του στο Γραφείο Εκδοσης Ταυτοτήτων ως μάρτυρας ταυτοπροσωπίας για την έκδοση δελτίου ταυτότητας. Ο ιδιώτης που ήθελε να πάρει την ταυτότητα δήλωσε στους αστυνομικούς, με... αδιάψευστο μάρτυρα τον αστυνομικό, μόνιμος κάτοικος της Μελβούρνης Αυστραλίας. Ο αστυνομικός που είχε τον ρόλο του... αξιόπιστου μάρτυρα βρίσκεται ανάμεσα στους κατηγορουμένους. Λίγο καιρό μετά την εμφάνισή του στο Α.Τ., συνελήφθη από λιμενικούς του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πειραιά για παράνομη διακίνηση μεταναστών και προφυλακίστηκε.

Κατόπιν προέκυψε η εμπλοκή του στην εγκληματική οργάνωση με τα πλαστά έγγραφα. Συνολικά εκδόθηκαν 38 πλαστές ταυτότητες και 31 διαβατήρια, από τον Δεκέμβριο του 2016 μέχρι και τον Μάιο του 2018. Από τις 38 ταυτότητες, οι 20 εκδόθηκαν σε κεντρικό Τμήμα Ασφαλείας των βορείων προαστίων της Αθήνας, ενώ το σύνολο των διαβατηρίων εκδόθηκαν από Τμήμα Ασφαλείας στο κέντρο της Αθήνας. Εκεί υπηρετούσαν δύο από τους κατηγορούμενους αστυνομικούς. Πιο επιβαρυντικά είναι τα στοιχεία της δικογραφίας για έναν εξ αυτών, στο κινητό του οποίου βρέθηκαν μηνύματα, στα οποία αναφέρονταν τα στοιχεία ταυτότητας Ελλήνων του εξωτερικού, με τα οποία εκδόθηκαν διαβατήρια.

Στο κινητό τηλέφωνο του ίδιου αστυνομικού βρέθηκαν και συνομιλίες με τη συνάδελφό του και συγκατηγορούμενή του, από την οποία ζητούσε πληροφορίες για διαβατήρια συγκεκριμένων προσώπων. Η «ταρίφα» για ένα έγγραφο κυμαινόταν από 5.000 έως 40.000 ευρώ. Η τιμή διαφοροποιούνταν ανάλογα με την περίπτωση. Οπως εξηγούν αστυνομικές πηγές, εάν κάποιος «πελάτης» ήταν καταζητούμενος με ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, τότε η «ταρίφα» ήταν μερικές δεκάδες χιλιάδες ευρώ. Εάν ήταν κατηγορούμενος για πλημμέλημα, η «τιμή» ήταν περίπου στα 5.000 ευρώ. Η έρευνα των Αρχών συνεχίζεται και επικεντρώνεται στα πειστήρια που κατασχέθηκαν και συγκεκριμένα σε κινητά τηλέφωνα, ηλεκτρονικούς υπολογιστές, φορητές μονάδες αποθήκευσης δεδομένων (USB), καθώς και έγγραφα και ιδιόχειρες σημειώσεις.

διαφθοράπλαστά έγγραφααστυνομία