Ιστορία|16.05.2020 20:25

Σφέτας: Γιατί η Βουλγαρία απειλεί με βέτο τη Βόρεια Μακεδονία

Σπυρίδων Σφέτας

Στις αρχές  του 1992 η Βουλγαρία, στη διάρκεια  προεκλογικού αγώνα να προεδρικές εκλογές, αναγνώρισε ως πρώτη χώρα στον κόσμο την ΠΓΔΜ με το συνταγματικό της όνομα «Δημοκρατία της Μακεδονίας», όχι όμως και ταυτότητα, διότι στη βουλγαρική αντίληψη ο όρος «Μακεδών» σημαίνει τον υποδουλωμένο Βούλγαρο που δεν εντάχθηκε στο ελεύθερο βουλγαρικό κράτος και η «μακεδονική» διάλεκτος ανήκει στην ευρύτερη βουλγαρική γλώσσα. Καμία σχέση με την αρχαιότητα, όπως είναι η ελληνική αντίληψη.  

Ο υποψήφιος Πρόεδρος Ζέλιου Ζέλιεφ  είπε τότε ότι ο μακεδονικός λαός δεν θα ξεχάσει ότι η Βουλγαρία είναι η πρώτη χώρα στο κόσμο που αναγνώρισε τη «Δημοκρατία της Μακεδονίας», τη στιγμή που δήθεν η Ελλάδα και η Σερβία προετοιμάζονταν να εισβάλουν. Ο Ζέλιεφ  κέρδισε τις προεδρικές εκλογές και σε δική του πρωτοβουλία οφείλεται  και η αναγνώριση της ΠΓΔΜ ( τότε δεν είχε ακόμα επισημοποιηθεί ο όρος αυτός ) ως «Δημοκρατία της Μακεδονίας» από τη Ρωσία του Γιέλτσιν.  

AP/Ο Ζέλιου Ζέλεφ, ο οποίος διετέλεσε πρόεδρος της Βουλγαρίας από το 1990 έως το 1997

Ωστόσο, η αναγνώριση από τη Βουλγαρία έγινε με του βουλγαρικούς όρους κάτι που τότε δεν προσέχθηκε δεόντως και όχι όπως θα ήθελαν  τα Σκόπια. Η Βουλγαρία ήλπιζε οι λεγόμενοι Μακεδόνες είναι αλλοτριωμένοι από τη σερβική προπαγάνδα του 19ου αιώνα  και την κομμουνιστική ιδεολογία  της Τιτοϊκής Γιουγκοσλαβίας εν δυνάμει Βούλγαροι που μετά  τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας  θα ενσωματώνονταν σταδιακά στο βουλγαρικό εθνικό κορμό μέσω μιας πολιτιστικής επίθεσης ( διαβατήρια, υποτροφίες κ.λπ. ).

Ακόμα και η κομμουνιστική Βουλγαρία  του Ζίβκωφ δεχόταν ότι στην Ομοσπονδιακή /Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας, εντός της Γιουγκοσλαβίας,  συγκροτούνταν μια νέα ταυτότητα που δεν είχε πρόβλημα να την αποκαλεί μακεδονική ( σλαβομακεδονική  την αποκαλούμε  εμείς  που θέλουμε τη σαφή οριοθέτηση Ελληνισμού και Σλαβισμού), αλλά ήταν μια διαδικασία ανολοκλήρωτη που θα μπορούσε να  αντιστραφεί. Σε κάθε περίπτωση  από το 1963 η επίσημη θέση της Βουλγαρίας ήταν η θεμελίωση της νέας ταυτότητας να μη γίνεται σε αντιβουλγαρική  βάση με παραχάραξη της βουλγαρικής μεσαιωνικής ιστορίας, δεν υπάρχει ιστορικά διαμορφωμένο «μακεδονικό έθνος» και  «μακεδονική» μειονότητα στη Βουλγαρία. 

AP/Ο πρώην Πρόεδρος της πΓΔΜ Ivanov παρασημοφορεί τον Zhelev για την πρωτοβουλία του να αναγνωρίσει η Βουλγαρία την πΓΔΜ

Η ευφορία  των Βουλγάρων σταδιακά ατονούσε, η ελληνική επιχειρηματική δραστηριότητα σημείωνε συνεχώς πρόοδο, παρά το ονοματολικό που δεν είχε η Βουλγαρία. Η Ελλάδα  ήταν  το εμπόδιο  για την ένταξη  των Σκοπίων στο ΝΑΤΟ και στην ΕΕ., τόνιζε η Βουλγαρία θωπεύοντας ύπουλα τα Σκόπια.  Ακόμα και την περίοδο που κυβερνούσε η VMRO-DPMNE του Γκεοργκιέφκυ ( 1998-2002) , στον οποίο επένδυσε πολλά η Βουλγαρία, οι Έλληνες αγόρασαν τα πάντα και τότε έγινε και ο πετρελαιαγωγός Σκοπίων-Θεσσαλονίκης.

Μεταξύ Σκοπίων και Σόφιας δεν υπογράφονταν διμερείς συμφωνίες, διότι η Βουλγαρία δεν αναγνώριζε την ήδη από το 1944 κωδικοποιημένη γραπτή μακεδονική γραπτή ως ιδιαίτερη νοτιοσλαβική, εμμένοντας στη αντίληψη του 19ου αιώνα ότι πρόκειται για βουλγαρικό  ιδίωμα. Και όταν το 1999 υπογράφτηκε διμερής συμφωνία για το γλωσσικό, έγινε με τη σαφή επισήμανση ‘’ στις επίσημες γλώσσες των δύο χωρών», δηλαδή αναγνωρίζουμε μόνο το σύνταγμα της ΠΓΔΜ. Καμία αναφορά για συνταγματική αλλαγή, για να μην  υπάρχει και η παραμικρή υπόνοια για αλυτρωτισμό, όπως σαφώς,  από μια φάση και μετά, ζητούσε  η Ελλάδα.  

Και  έδειξε η Βουλγαρία τι επιδιώκει. .Μετά τη λύση του οναματολογικού και των συνταγματικών αλλαγών,  η Βόρειος Μακεδονία εντάχθηκε στο ΝΑΤΟ, αλλά στη μακρά πορεία  των διαπραγματεύσεων για την ΕΕ (η Βόρεια Μακεδονία πήρε το ΟΚ από τους Ευρωπαίους, η Γαλλία δεν  έθεσε πάλι βέτο) η Βουλγαρία, χωρίς να θέσει βέτο ( μπορεί να  φέρει εμπόδια  σε κάποια φάση των διαπραγματεύσεων)  έθεσε ζήτημα γλώσσας  (στη επίσημη γλώσσα της χώρας, να μην ονοματισθεί δηλαδή μακεδονική στα επίσημα έγγραφα.  

AP/Ο Ζάεφ με τον Βούλγαρο πρωθυπουργό Μπόικο Μπορίσοφ και την Μέρκελ στις Βρυξέλλες

Δεν πρόκειται για την γλώσσα των αρχαίων Μακεδόνων, την ελληνική δωρική διάλεκτο, ελάχιστα ενδιαφέρονται οι Βούλγαροι για την αρχαιότητα και μη ανακίνησης θέματος μακεδονικής  μειονότητας στη Βουλγαρία. Η χώρα που πρώτη αναγνώρισε  τη ‘’Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας ‘’ως  ανεξάρτητη πλέον ‘’Δημοκρατία της Μακεδονίας» το 1992 απειλεί κάποτε να μπλοκάρει τις ενταξιακές διαδικασίες της Βόρειας Μακεδονίας στην ΕΕ,  τώρα που η Ελλάδα είναι θετική. Η σχέση Σόφιας-Σκοπίων ήταν πιο περίπλοκη από τη σχέση Αθηνών-Σκοπίων. Υπήρχαν συγκλίσεις στον μακρύ 19ο αιώνα, αλλά και σοβαρές αποκλίσεις κατά τον 20ό αιώνα, Η υποβόσκουσα κρίση είναι ιστορικά εξηγήσιμη.           

Το ιστορικό υπόβαθρο. Σύγκλιση για τη μείωση της ελληνικής επιρροής                                      

Βασικό ερώτημα, αλλά και κύριο αντικείμενο διένεξης μεταξύ των ιστορικών των Σκοπίων και της Βουλγαρίας είναι κατά πόσο τον 19ο αιώνα υπήρχαν προϋποθέσεις για μια σλαβομακεδονική, μη βουλγαρική ή σερβική, εθνογένεση στον ευρύτερο μακεδονικό κόσμο ( όχι απλά στην ιστορική Μακεδονία, αλλά  στα οθωμανικά βιλαέτια  του Μοναστηρίου, της Θεσσαλινίκης και του Κοσόβου, με  πρωτεύουσα  τα Σκόπια). Υπήρχαν ουσιαστικές δυνατότητες η σλαβική αφύπνιση να εκδηλωθεί ως σλαβομακεδονική και κατά πόσο η πολιτική της Ελλάδας, της Σερβίας ή βουλγαρικών παραγόντων συντέλεσε ώστε να αποτραπεί μια τέτοια εξέλιξη;


Οι Σλαβόφωνοι ήταν ενταγμένοι στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και στη σφαίρα της ελληνικής πολιτιστικής επιρροής, ιδιαίτερα μετά την κατάλυση της Αρχιεπισκοπής Αχρίδας· μιλούσαν  φτωχά σλαβικά ιδιώματα με διαφοροποιήσεις ανάλογα με την περιοχή, με επιδράσεις από τη βουλγαρική της αποκαλούμενης  Άνω Βουλγαρίας  (μεταξύ Δουνάβεως και Αίμου) και τη σερβική, με ελληνικές, τουρκικές και βλάχικες προσμίξεις, αλλά διαδεδομένο ήταν και το φαινόμενο της διγλωσσίας.  

Κατά βάση ήταν αγροτικοί πληθυσμοί, καθώς τα αστικά επαγγέλματα ήταν κυρίως στα χέρια Ελλήνων και Βλάχων. Ήταν διαδεδομένο το έπος για τα ανδραγαθήματα του Μάρκο Κράλγιεβιτς, γιου του Βουκάσιν, κατά των Τούρκων, αλλά περισσότερο ως ενός χριστιανού βαλκάνιου ηγεμόνα και λιγότερο ως Σέρβου ηγεμόνα. Εδώ χρειάζεται μια σημαντική διευκρίνιση που ενδιαφέρει άμεσα και την ελληνική πλευρά.

Αφού δεν έχουν σχέση με τους Αρχαίους Μακεδόνες, αφού οι Σλάβοι που ήρθαν στη Βαλκανική τον 6ο αιώνα δεν αναμίχθηκαν με τους Αρχαίους Μακεδόνες από τους οποίους έλαβαν το όνομα Μακεδόνες, τότε πώς επιβλήθηκε ο όρος Μακεδών  ως δηλωτικός πλέον για Σλάβους;

Tον 14ο αιώνα, όταν στο Βυζάντιο  είχαν καταργηθεί και επίσημα τα Θέματα ( υπήρχε Θέμα Μακεδονία που ως διοικητικός  όρος περιλάμβανε τη Θράκη-Η Μακεδονική δυναστεία  δεν  έχει σχέση με τους Αρχαίους Μακεδόνες) τη βυζαντινή ιστορική Μακεδονία  (πλην Θεσσαλονίκης) την κατέλαβαν οι Σέρβοι του Στέφανου Δουσάν που έφερε τον τίτλο του κράλη ( αυτοκράτορα) Σερβίας και Ρωμανίας.  

Μετά το θάνατό του (1335) το προσωρινά ενιαίο  κράτος του διασπάστηκε σε μικρές σερβικές ηγεμονίες, για παράδειγμα  η περιοχή των Σερρών ήταν ηγεμονία του δεσπότη Ογγλιέσα, η περιοχή του Πρίλαπου (Prilep) του αδελφού του βασιλιά Βουκάσιν ( έφερε τον τίτλο του βασιλέως). Όταν ήρθαν οι Οθωμανοί,  αυτοί οι Σέρβοι χωροδεσπότες (Ουγγλιέσα και Βούκασιν) και όχι το συρρικνωμένο Βυζάντιο, τους πολέμησαν ανεπιτυχώς  στη μάχη του Έβρου (1371).

Η  ήττα του 1371 άνοιξε το δρόμο των Οθωμανών προς την ιστορική Μακεδονία. Συμβολικά, οι Σέρβοι ως χριστιανοί ηγεμόνες πολέμησαν τους νέους Πέρσες, τους Οθωμανούς, μιμήθηκαν δηλαδή τον Μέγα Αλέξανδρο στη γενναιότητα. Ο όρος Μακεδών καθίσταται σταδιακά γεωγραφικός όρος που περιλαμβάνει όλους τους χριστιανούς κατοίκους της Μακεδονίας (συμπεριλαμβανομένων  και των Νοτίων Σλάβων) που αναμένουν την έλευση ενός χριστιανού άρχοντα, ενός νέου Μεγάλου Αλεξάνδρου, συμβόλου γενναιότητας, για να τους απελευθερώσει από του νέους Πέρσες, τους Οθωμανούς. Από αντιγραφείς των χειρογράφων του ο Δουσάν αποκαλείται  συμβολικά΄΄ τσάρος Μακεδόνων ‘’.

Επίσης και ο μύθος για τη σλαβική καταγωγή του Μεγάλου Αλεξάνδρου, που ανάγεται στον Ραγουζαίο ποιητή Ιβάν  Γκούντουλιτς (1598–1963), δεν ήταν άγνωστος. Ο Γκούντουλιτς αναφέρθηκε στο ποίημα του «Οσμάν» στη σερβική καταγωγή του Μεγάλου Αλεξάνδρου, όταν, μετά τη ναυμαχία της Ναυπάκτου (1571), ήταν ορατό το ενδεχόμενο της αποσταθεροποίησης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ο χαρακτηρισμός του Μεγάλου Αλεξάνδρου ως Σέρβου δεν ήταν τυχαίος.

Καθώς οι Οθωμανοί είχαν καταλάβει τον 14ο αιώνα τη Μακεδονία μετά την ήττα των Σέρβων ηγεμόνων στη μάχη του Έβρου (1371), στις αρχές του 16ου αιώνα, όταν είχε αποδειχτεί ότι το οθωμανικό κράτος δεν ήταν πια αήττητο, αποστολή των Νοτίων Σλάβων ήταν εκδίκηση για την ήττα του 1371.

Η μυθική επική αναφορά στον Μέγα Αλέξανδρο ως αντίποδα στον Οσμάν, που στραγγαλίστηκε από τους Γενίτσαρους, προδίκαζε το σκοτεινό μέλλον των Οθωμανών και το φωτεινό μέλλον των Νοτίων Σλάβων. Το ποίημα του Γκούντουλιτς είχε διάδοση στον νοτιοσλαβικό κόσμο και έγινε γνωστό και στη Μακεδονία.

Στο πλαίσιο του συστήματος του Μιλλέτ στους Σλαβόφωνους της Μακεδονίας λειτουργούσε περισσότερο η συνείδηση του χριστιανού ορθόδοξου ραγιά που ανέμενε την απελευθέρωση του από μια χριστιανική βαλκανική δύναμη. Πριν την ανάδυση του βουλγαρικού σχίσματος ( 1872) στο ερώτημα τι είσθε οι Σλαβόφωνοι χωρικοί απαντούσαν Χριστιανοί που ανέμεναν απελευθέρωση  από  χριστιανούς γενικά (Έλληνες, Βουλγάρους, Σέρβους, Ρώσους, όλοι είμαστε  χριστιανοί, είμαστε αδέλφια).

Με βάση τα δεδομένα του πρώτου μισού του 19ου αιώνα, σε σημαντικά τμήματα των Σλαβόφωνων υπήρχε η πεποίθηση ότι η Ελλάδα πληρούσε τις περισσότερες προϋποθέσεις για να επωμισθεί ένα τέτοιο ρόλο. Ήταν ανεξάρτητο κράτος με επαναστατική παράδοση στη Μακεδονία και με οικονομική και πολιτισμική επιρροή. Σε ελληνικά σχολεία του μακεδονικού χώρου φοιτούσαν εύποροι Σλάβοι με ορατό τον κίνδυνο εξελληνισμού της διαμορφωμένης διανόησης.

Είναι κατανοητό κατά συνέπεια γιατί η Σερβία, στο πλαίσιο της πολιτικής της για ένωση των Σέρβων και αφύπνιση των Νοτίων Σλάβων, σχετικά νωρίς έστειλε πολιτικό πράκτορα στη Μακεδονία (Σέρρες) τον Στέφαν Βέρκοβιτς. Σκοπός του Βέρκοβιτς ήταν να υπονομεύσει τον εξελληνισμό του σλαβικού πληθυσμού, ώστε αυτός σε μια λύση του Ανατολικού Ζητήματος να μην εκδηλωθεί ως ελληνικός.

Η συγκρότηση μιας συλλογικής σλαβομακεδονικής ταυτότητας

Στο ερώτημα κατά πόσο ήταν εφικτή η έναρξη της συγκρότησης μιας συλλογικής σλαβομακεδονικής ταυτότητας στα μέσα του 19ου αιώνα με την εισαγωγή των μεταρρυθμίσεων του Τανζιμάτ και την προϊούσα υπονόμευση του συστήματος του Μιλλέτ η απάντηση είναι αρνητική.

Στο πνεύμα του Ρομαντισμού και του ιστορισμού του 19ου αιώνα, καθώς η επίκληση του ιστορικού παρελθόντος και της κουλτούρας αποτελούσαν τη βάση για τη διαμόρφωση της εθνικής συνείδησης, ήταν ανέφικτη η εκδήλωση μιας αντίδρασης στον εξελληνισμό με πυρήνα σλαβομακεδονικό. Καθώς δεν είχε υπάρξει σλαβομακεδονικό μεσαιωνικό κράτος, δεν μπορούσαν να λειτουργήσουν οι ιστορικές μνήμες.  

Ο μύθος της σλαβικής καταγωγής του Μεγάλου Αλεξάνδρου, που αργότερα μετατράπηκε από τους Αλβανούς σε μύθο της ιλλυρικής καταγωγής του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ήταν ανίσχυρος ώστε να παράσχει ιστορικά επιχειρήματα. Λειτουργούσε περισσότερο ως νομιμοποίηση της ιστορικής παρουσίας των Σλάβων στη Μακεδονία, καθώς οι Έλληνες θεωρούσαν τη Μακεδονία ως ελληνική χώρα. Λειτουργούσε όπως ο Ιλλυρισμός στη περίπτωση των Κροατών, ο μύθος δηλαδή της καταγωγής των Νότιων Σλάβων από τους υποτιθέμενους «Σλάβους» Αρχαίους Ιλλυριούς, ώστε με το μύθο της αυτόχθονης παρουσίας τους στην Βαλκανική  Χερσόνησο και της προγενέστερης εμφάνισης τους στο «ιστορικό γίγνεσθαι» να αντιταχθούν στον εξουγγρισμό.

Η εικόνα που είχαν οι Σλαβόφωνοι για τον Μέγα Αλέξανδρο ήταν θολή και υποβολιμαία, και όσοι πρόφεραν το όνομα του δεν μπορούσαν να το εξηγήσουν διαφορετικά, παρά παραπέμποντας σε δασκάλους που είχαν βιβλία γι’ αυτόν. Ο όρος «Μακεδών» χρησιμοποιούνταν με γεωγραφικό προσδιορισμό και αναφερόταν και στους Σλαβόφωνους. Ήταν δηλαδή τότε τοπική ταυτότητα. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Βέρκοβιτς αναφέρεται σε Μακεδονοσλάβους, προκειμένου να αποφύγει τη σύγχυση του όρου «Μακεδών».

social media/Μπορίσοφ-Ζάεφ

Καθώς ο Βέρκοβιτς ασκούσε νοτιοσλαβική πολιτική και σκοπός του ήταν η συρρίκνωση  της επιρροής του ελληνισμού στη Μακεδονία, οι Βούλγαροι διανοούμενοι  επιδίωξαν την πολιτιστική τους διείσδυση στη Μακεδονία. Στη διεξαγωγή του αγώνα τους για διορισμό Βουλγάρων επισκόπων και την ίδρυση μιας Αυτοκέφαλης Βουλγαρικής Εκκλησίας, οι Βούλγαροι θεώρησαν ως βουλγαρικό ιστορικό χώρο όχι μονάχα την περιοχή μεταξύ Δουνάβεως και Αίμου, αλλά και τη Μακεδονία και τη Θράκη .  

Στον ευρύτερο μακεδονικό χώρο η σλαβική αφύπνιση εκδηλώθηκε ως βουλγαρική και οι κύριοι φορείς της ήταν απόφοιτοι ελληνικών σχολείων που, μέσω της ελληνικής παιδείας και αργότερα υπό την επίδραση πανσλαβιστικών κύκλων, διαμόρφωσαν μια βουλγαρική συνείδηση (Δημήτριος και Κωνσταντίν Μιλαντίνωφ, Γκρηγκώρ Παρλίτσεφ, Ράικο Ζινζίφωφ, Παρθένιος Ζωγράφσκυ, Κωνσταντίντ Σαπκάρεφ και άλλοι).

Σήμαινε όμως ο όρος Βούλγαρος ένα εθνωνύμιο ή απλά μια πολιτική ετικέτα ως αντίδραση στον εξελληνισμό; Εκφραζόταν η σλαβική αφύπνιση μόνο μορφολογικά με εξωτερικά βουλγαρικά χαρακτηριστικά, ενώ ο εσωτερικός πυρήνας της παρέμενε «εθνικά σλαβομακεδονικός»; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό, που αποτελεί ένα βασικό σημείο διένεξης μεταξύ των ιστορικών των Σκοπίων και της Βουλγαρίας, πρέπει να αναζητηθεί στο κατά πόσο υπήρχαν στοιχεία για την ταύτιση με τη βουλγαρική εθνική ιδέα.

Οι Σλαβόφωνοι ήταν τότε μια απροσδιόριστη άμορφη μάζα,  μια εθνοτική ομάδα. Αν για την ταύτιση των Σλαβοφώνων με τους Έλληνες κριτήρια ήταν κυρίως η Ορθοδοξία και η πολιτιστική ή οικονομική επιρροή του Ελληνισμού, για την ταύτιση με τη βουλγαρική εθνική ιδέα κριτήρια ήταν η σλαβική γλώσσα και η  προπαγανδιζόμενη σλαβική  καταγωγή, το ένδοξο ιστορικό μεσαιωνικό  παρελθόν, ο δυνητικός απελευθερωτικός ρόλος των Βουλγάρων και Ρώσων.

Αν ο όρος Έλληνας σήμαινε αρχικά τον πλούσιο και τον μορφωμένο και ο όρος Βούλγαρος τον άξεστο και τον απαίδευτο, από τα μέσα του 19ου αιώνα ο όρος Βούλγαρος άρχισε να φορτίζεται θετικά. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι κοινός ήταν ο αγώνας των Βουλγάρων διανοουμένων της Βορειοανατολικής Βουλγαρίας και του ευρύτερου μακεδονικού χώρου κατά της ελληνικής επιρροής και για τη διαμόρφωση μιας βουλγαρικής εθνικής συνείδησης.

Η Μακεδονία δεν αποτελούσε, κατά συνέπεια, μια ξεχωριστή ιστορική οντότητα, αλλά ένα τμήμα των γενικότερων βουλγαρικών διεκδικήσεων. Ο Βέρκοβιτς, ζώντας από κοντά όλη αυτή την επίπονη διαδικασία της βουλγαρικής διείσδυσης στη Μακεδονία και εφοδιαζόμενος με υλικό και στατιστικά στοιχεία από βουλγαρικούς παράγοντες που δρούσαν στη Μακεδονία, εξέδωσε το 1860 στο Βελιγράδι «Τα Δημοτικά Τραγούδια των Μακεδονο–Βουλγάρων».

Η γλωσσική διένεξη

Υπήρχε ωστόσο ένα βασικό σημείο διένεξης μεταξύ των Βουλγαρομακεδόνων διανοουμένων και των διανοουμένων της Βορειοανατολικής Βουλγαρίας, το ζήτημα της κωδικοποίησης μιας λόγιας βουλγαρικής γλώσσας, η  αρχή της απόκλισης μεταξύ Σλάβων διανοουμένων του ευρύτερου μακεδονικού χώρου,  που  ήθελαν οι Σλάβοι της Μακεδονίας να αποτινάξουν την ελληνική επίδραση, και Βουλγάρων διανοουμένων από το χώρο μεταξύ Δουνάβεως και Αίμου.

Οι Σλάβοι διανοούμενοι, που τότε δεν είχαν πρόβλημα να αυτοαποκαλούνται Βουλγαρομακεδόνες και όχι Έλληνες, επιδίωκαν η νέα λόγια γλώσσα να είναι πολυδιαλεκτική, να συμπεριλάβει δηλαδή και τα σλαβικά ιδιώματα της Μακεδονίας, και όχι μονοδιαλεκτική, να βασίζεται δηλαδή μόνο σε μια διάλεκτο των βορειοανατολικών βουλγαρικών χωριών.

Η πολεμική αυτή για γλωσσικό προσέλαβε έντονο χαρακτήρα, καθώς οι Βούλγαροι διανοούμενοι που δεν προέρχονταν από τη Μακεδονία θεωρούσαν τα σλαβικά ιδιώματα της Μακεδονίας φτωχά, «μιξοβάρβαρα», δηλαδή με ελληνικές, τουρκικές, βλαχικές και αλβανικές λέξεις και συνεπώς ακατάλληλα ώστε να συμπεριληφθούν στην υπό κωδικοποίηση νεοβουλγαρική γλώσσα.

Έκριναν ως περισσότερο κατάλληλη τη διάλεκτο της Βορείου Βουλγαρίας, που αποτέλεσε τη διάλεκτο της βουλγαρικής διανόησης κατά τη βουλγαρική εθνική αναγέννηση στο πρώτο ήμισυ του 19ου αιώνα. Η διάλεκτος αυτή λήφθηκε τελικά ως βάση της νεοβουλγαρικής γλώσσας. Ο γλωσσικός αυτός σεπαρατισμός δεν οδήγησε σ’ έναν εθνικό σεπαρατισμό μεταξύ Βουλγάρων και Μακεδονοσλάβων. Η σλαβομακεδονική διάλεκτος χαρακτηριζόταν ως βουλγαρική από τους διανοούμενους.

Υπήρχαν αρκετά κοινά χαρακτηριστικά, όπως το επιτιθέμενο άρθρο, η περιφραστική χρήση των παραθετικών, η έλλειψη απαρεμφάτου, η σύγκλιση γενικής και δοτικής. Τη γλωσσική αυτή διένεξη προσπάθησε να εκμεταλλευτεί το Βελιγράδι, όταν η Σερβία από το 1868 άρχισε να ασκεί στενή εθνική πολιτική στη Μακεδονία.

Τον κίνδυνο για τα σερβικά συμφέροντα στη Μακεδονία επισήμανε ο Σέρβος Σλαβολόγος Μίλος Μιλόγιεβιτς, ο οποίος κατά τη διάρκεια των σλαβικών του σπουδών στη Μόσχα (1861–1867) είχε διαγνώσει τα σχέδια των Ρώσων Πανσλαβιστών για την ίδρυση ενός βουλγαρικού κράτους από τη Μαύρη Θάλασσα μέχρι την Αδριατική.

Επιστρέφοντας στο Βελιγράδι ενημέρωσε τη σερβική ηγεσία για τη ρωσική πολιτική. Στα μέσα του 1868, μετά τη δολοφονία του Μιχαήλο Ομπρένοβιτς, συγκροτήθηκε στο Βελιγράδι μια «Επιτροπή για σερβικά σχολεία και Σέρβους δασκάλους στην Παλαιά Σερβία και Μακεδονία» ως παράρτημα του υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων. Καθώς η ίδρυση σερβικών σχολείων στη Μακεδονία συναντούσε δυσκολίες, το κύριο όπλο της σερβικής πολιτικής ήταν η προπαγάνδα.

Η σερβική προπαγάνδα επικεντρώθηκε στην παλαιοσλαβική προέλευση των Σλάβων της Μακεδονίας,( οι αρχαιότεροι Σλάβοι), στον χαρακτηρισμό των Βουλγάρων όχι ως Σλάβων, αλλά ως Τατάρων  (αυτό ήταν το βασικό σλόγκαν του Σπυρίδων Γκόπτσεβιτς), στον υπερτονισμό των τοπικών ιδιαιτεροτήτων των Σλάβων της Μακεδονίας ως ενός μεταβατικού σταδίου μεταξύ Σέρβων και Βουλγάρων. Οι Μακεδόνες Σλάβοι είναι μια αρχαϊκή σλαβική μάζα, άμορφη μάζα, χωρίς καθορισμένη εθνική συνείδηση.

Η μακεδονική  γλώσσα αποτελείται από διαλέκτους, που συνιστούν μετάβαση από τη βουλγαρική στη σερβοκροατική γλώσσα, το κράτος που πρώτο θα κρατήσει τη Μακεδονία  για μακρύ χρονικό διάστημα  θα της δώσει  μόνιμο χαρακτήρα, έλεγε ο Σέρβος γεωγράφος και ανθρωπολόγος Γιόβαν  Τσίγιτς που κατά  τις έρευνές του στους Σλαβόφωνους δεν ανακάλυψε ίχνη από το μεσαιωνικό βουλγαρικό παρελθόν, αλλά αντίθετα  ήθη και έθιμα που απέρρεαν από τους νόμους του Δουσάν , την αναφορά σε Σέρβους ήρωες, όπως τον Μάρκο Κράλγιεβιτς, τον Καραγιώργη κ.α

Ωστόσο εθνική συνείδηση, βουλγαρική, ελληνική ή σερβική, διαμορφωνόταν μέσω της εκπαίδευσης και της εκκλησίας. Τη σερβική πολιτική εξυπηρετούσε και το λεξικό του  εποχικού εργάτη Πούλεφσκυ , στο οποίο γίνεται λόγος για σ.μακεδονική, σ. Μακεδόνες (προφανώς Σερβομακεδόνες,  σερβομακεδονική), και ότι η Μακεδονία δοξάστηκε στην  εποχή του Αλεξάνδρου.              .         
Με την ίδρυση της βουλγαρικής Εξαρχίας (1870) η βουλγαρική πλευρά είχε ωστόσο ένα προβάδισμα. Εδώ έγκειται η γένεση του Μακεδονικού ως ελληνοβουλγαρικής σύγκρουσης. Αν και από τη Μακεδονία μονάχα η επαρχία Βελεσσών εντάχθηκε στην Εξαρχία, η διάταξη ωστόσο του σουλτανικού φιρμανιού ότι και οι άλλες επαρχίες θα μπορούσαν να αποκτήσουν επίσκοπο, εφόσον το επιθυμούσαν τα 2/3 των κατοίκων, άφηνε πολλά περιθώρια δράσης στους Βούλγαρους. Το 1872 οι Βούλγαροι απέκτησαν εξαρχικό επίσκοπο στα Σκόπια και το 1874 στην Αχρίδα.

Αποκλίσεις μετά συγκλίσεων

Μετά το συνέδριο του Βερολίνου (1878) συγκροτήθηκε αυτόνομο  βουλγαρικό κράτος  μεταξύ  Δουνάβεως και Αίμου που το 1885 προσάρτησε την Ανατολική Ρωμυλία. Η Μακεδονία (τα τρία οθωμανικά βιλαέτια Θεσσαλονίκης, Μοναστηρίου και Κοσσόβου) παρέμειναν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η Βουλγαρία  έχασε προσωρινά τους επισκόπους στα Σκόπια και την Αχρίδα.  

Τώρα υπάρχει βουλγαρικό κράτος που οργανώνεται, που έχει υιοθετήσει  ως κωδικοποιημένη γλώσσα  τη διάλεκτο του Τυρνόβου. Στη Μακεδονία  κυριαρχεί η οθωμανική κακοδιοίκηση  και τα γλωσσικά  σλαβικά ιδιώματα είναι ακαλλιέργητα, προφορικά. Μέσα στο ελεύθερο  βουλγαρικό ζουν χιλιάδες πρόσφυγες από τη Μακεδονία  που έχουν διαμορφώσει εκεί βουλγαρική συνείδηση, αλλά σκέφτονται πρωτίστως πως θα απελευθερωθεί η πατρίδα τους.

Μακεδονικό ζήτημα ήταν στην ουσία ο ελληνο–βουλγαρο–σερβικός ανταγωνισμός στη Μακεδονία είτε ως εκπαιδευτικός–εκκλησιαστικός ανταγωνισμός είτε ως ένοπλη σύγκρουση. Η Ελλάδα και η Σερβία είχαν ως βάση της πολιτικής τους όχι μόνο της αρχή των εθνοτήτων, αλλά και την ενδοβαλκανική ισορροπία, και για το λόγο αυτό ευνοούσαν τη λύση της διανομής της Μακεδονίας. Αντίθετα, η Βουλγαρία επιδίωκε την αυτονομία της Μακεδονίας ως μέσο προσάρτησης. Το έσχατο όριο των ελληνικών διεκδικήσεων ήταν η γραμμή Αχρίδα–Μοναστήρι–Στρώμνιστα–Νευροκόπι–Μελένικο.

Η ελεύθερη Βουλγαρία ήθελε να ποδηγετεί  το βουλγαρομακεδονικό απελευθερωτικό κίνημα. Από την ανάγκη της καταπολέμησης της ελληνικής και σερβικής δράσης στη Μακεδονία προέκυψε και η δράση  Βουλγαρικού Μακεδονικού Θρακικού Κομιτάτου στην οθωμανική Θεσσαλονίκη το 1893 που μετονομάστηκε σε Μυστική Μακεδονική- Θρακική  Οργάνωση το 1902, σε Εσωτερική Μακεδονο—Θρακική Επαναστατική Οργάνωση το 1905, σε Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση (VMRO) μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Συμβατικά αποκαλούνται σεντραλιστές, εκπροσωπούσαν το κέντρο. Στη Σόφια συγκροτήθηκε από Βουλγαρομακεδόνες  πρόσφυγες, κοντά στη βουλγαρική αυλή, το Ανώτερο Μακεδονικό Κομιτάτο (1895). Είναι  οι λεγόμενοι βερχοβιστές.  

Και οι δύο οργανώσεις επιδίωκαν τη αυτονομία  της Μακεδονίας ως μέσου προσάρτησης στη Βουλγαρία με ένοπλο αγώνα, η διαφορά της Θεσσαλονίκης με τη Σόφια  ήταν  διαφορά τακτικής, η Θεσσαλονίκη ζητούσε συντονισμό και όχι βεβιασμένη ένοπλη δράση  για τη διεθνοποίηση του ζητήματος και την εισαγωγή μεταρρυθμίσεων  που δεν θα ισοδυναμούσαν με αυτόνομο καθεστώς.

Αντίθετη με κάθε ένοπλη  δράση ήταν η Εξαρχία που επιδίωκε τη βουλγαρική ειρηνική διείσδυση μέσω διορισμού επισκόπων και ίδρυσης σχολείων (το 1897 η Εξαρχία είχε 7 επισκόπους στη  Μακεδονία -Αχρίδα. Σκόπια , Νευροκόπι.  Βελεσσά, ,Δίβρα, Μοναστητήρι, Στρώμνιτσα με αρκετούς βικάριους)   ώστε να ενισχυθεί η βουλγαρική εθνική συνείδηση που δεν είχε ακόμα  ριζώσει πλήρως στους αγροτικούς κυρίως πληθυσμούς.  

Σχετικά με την εθνική ταυτότητα η οποία θα μπορούσε να εκκολαφθεί στους Σλαβόφωνους που είχαν την τοπική ταυτότητα Μακεδών, αυτή ήταν είτε η βουλγαρική (λόγω ένταξης στην Εξαρχία και φοίτησης σε βουλγαρικά σχολεία) είτε η σερβική (σε μικρότερο βαθμό) είτε η ελληνική (λόγω παιδείας και παραμονής στο Οικουμενικό Πατριαρχείο).

Αλλά υπήρχαν και σημαντικά τμήματα του αγροτικού πληθυσμού με ρευστή συνείδηση, τούς  ήταν αδιάφορο  σε συνθήκες ανασφάλειας, αν τους αποκαλούσαν  Βούλγαρους ή Σέρβους. Οι Σλαβόφωνοι μπορούσαν τότε   να χαρακτηριστούν ως μια εθνοτική ομάδα. Πρόκειται για πληθυσμούς που μπορούν να θεωρούνται ως πολιτισμικές συνομαδώσεις, αλλά χωρίς σαφή αίσθηση αυτοσυνειδησίας και συλλογικότητας.

Λείπει ο μύθος της κοινής καταγωγής, οι κοινές ιστορικές μνήμες, η αίσθηση της αλληλεγγύης και η πρόσδεση σε μια σαφώς προσδιορισμένη πατρίδα. Τέτοιες ομάδες, με μη διακριτά χαρακτηριστικά,  χωρίς ιδιαίτερες δυσκολίες, μπορούν να απορροφηθούν  από άλλες ισχυρότερες ομάδες. Ανεξάρτητα από το κατά πόσο ήταν παγιωμένη η ελληνική, η βουλγαρική ή η σερβική συνείδηση στους Σλαβόφωνους της Μακεδονίας, ανάλογα με τις κάθε είδους επιδράσεις, δεν υπήρχαν οι προϋποθέσεις για ταύτιση των Σλαβοφώνων με μια σλαβομακεδονική εθνική ιδέα.

Το αποτέλεσμα ήταν τελικά η διάσπαση των Σλαβοφώνων σε Γραικομάνους, Βούλγαρους, Σερβομάνους, ο ανταγωνισμός των βαλκανικών κρατών–με θύματα τελικά τους ίδιους τους Σλαβόφωνους–και η διαιώνιση της οθωμανικής κακοδιοίκησης. Η ποδηγέτηση των σεντραλιστών  από τους βερχοβιστές, χωρίς ουσιαστική βοήθεια  από το βουλγαρικό κράτος, οδηγούσε σε εξεγέρσεις και αντίποινα των Οθωμανών.  

Υπό το πρίσμα αυτό μπορεί να εξετασθεί η εξέγερση του Ίλιντεν που σήμερα  ξέρουμε  ότι επιβλήθηκε  στην Εσωτερική Μακεδονο-Θρακική Επαναστατική Οργάνωση από το Ανώτερο Μακεδονικό Κομιτάτο της Σόφιας. 25 χρόνια οι Σλάβοι της Μακεδονίας έζησαν χωριστό πολιτικό βίο από την ελεύθερη βουλγαρική ηγεμονία, υπήρχαν βουλγαρικοί  θύλακες, αλλά δεν είχε  ακόμα ριζώσει πλήρως η βουλγαρική συνείδηση, η Ελλάδα και η Σερβία αναμιγνύονταν, η Βουλγαρία δεν κήρυξε πόλεμο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία κατά τη εξέγερση του Ίλιντεν όπως είχε ψευδώς υποσχεθεί, η Ρωσία είχε στραμμένη την προσοχή της στην Άπω Ανατολή και  δεν κήρυξε πόλεμο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.

Λαμβάνοντας υπόψη τα δεδομένα αυτά μια μικρή ομάδα διανοουμένων κατέβαλε στις αρχές του 20ού αιώνα τις πρώτες προσπάθειες για τη διαμόρφωση μιας συλλογικής σλαβομακεδονικής ταυτότητας ως εξισορροπητικού παράγοντα στον ανταγωνισμό κυρίως μεταξύ της Βουλγαρίας και της Σερβίας.  Επρόκειτο για τους Στέφαν Ντέντωφ, Διαμάντη Μισάικωφ, Κρστε Μισίρκωφ και Δημήτριγε Τσουπόφσκυ.

Η ανάδυση  σλαβομακεδονικού σεπαρατισμού  ως ενναλακτικής, αλλά και υπό αίρεση

Το μανιφέστο του σλαβομακεδονικού σεπαρατισμού αποτελεί το έργο του Μισίρκωφ (Περί των μακεδονικών υποθέσεων, 1903), γραμμένο  λίγο μετά την κατάπνιξη της εξέγερσης του Ίλιντεν, όχι στη λόγια  βουλγαρική γλώσσα, αλλά στη διάλεκτο μεταξύ Πρίλεπ και Μοναστηρίου.

Ο Μισίρκωφ  δρούσε ως πολιτικό πρόσωπο.  Θεωρούσε αναγκαία  τη διαμόρφωση μιας (σλαβο)μακεδονικής ταυτότητας ( εμείς την αποκαλούμε  σλαβομακεδονική) με τη σαφή διάκριση Βουλγάρων και Μακεδόνων, με την κωδικοποίηση μιας λόγιας  γλώσσας στη βάση της διαλέκτου Μοναστηρίου -Πρίλεπ, ένα αυτόνομο καθεστώς με την καλλιέργεια φιλικών σχέσεων με την Οθωμανική Αυτοκρατορία και τη ανασύσταση της Αρχιεπισκοπής Αχρίδας ως αντίρροπης δύναμη στην Εξαρχία. Παρόλο που το εγχείρημά του δεν είχε ιστορική βάση, θεωρούσε  ότι μπορούσε να γίνει ό,τι δεν υπήρχε, αν οι περιστάσεις το απαιτούσαν.

Όλη τη τραγωδία των Μακεδόνων συνίστατο στη ταύτισή τους με τη βουλγαρική εθνική ιδέα και στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων της βουλγαρικής αυλής». Το όνομα Μακεδόνας χρησιμοποιούνταν αρχικά από τους Μακεδόνες Σλάβους  για την ένδειξη της  καταγωγής τους . Αυτό το όνομα είναι γενικά  γνωστό στους Μακεδόνες Σλάβους και όλοι ονομάζονται μ΄ αυτό.  Καθώς ισχύει αυτό , υπάρχουν οι αναγκαίες προϋποθέσεις  η Μακεδονία να αποτελέσει αυτόνομη εθνογραφική περιοχή». 

Η Εσωτερική Μακεδονο-Θρακική Επαναστατική Οργάνωση έκαψε την αιρετική για τα τότε δεδομένα μπροσούρα του Μισίρκωφ και ο ίδιος καταδικάστηκε σε θάνατο από την οργάνωση. Παρόλο που η Εσωτερική Μακεδονο-Θρακική Επαναστατική Οργάνωση βίωνε μια εσωτερική διάσταση μεταξύ σεντραλιστών και βερχοβιστών, μετά την εξέγερση του Ίλιντεν, στην οποία η Εσωτερική Μακεδονο-Θρακική Επαναστατική Οργάνωση εξωθήθηκε μετά την υπόσχεση της Σόφιας για πόλεμο με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, η λύση δεν αναζητήθηκε σε έναν εθνικό σεπερατισμό. Δεν δημιουργήθηκε δηλαδή ένα ενιαίο μέτωπο μεταξύ του επαναστάτη Γιάνε Σαντάνσκυ, που εξέφραζε την αριστερή πτέρυγα της Εσωτερικής  Μακεδονο-Θρακικής Επαναστατικής Οργάνωσης και ποτέ δεν είπε ότι δεν είμαι Βούλγαρος και του διανοούμενου Μισίρκωφ

Οι Βούλγαροι κομιτατζήδες, ως άτακτα σώματα, εντάχθηκαν στον τακτικό βουλγαρικό στρατό κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους και ίδιος ο Σαντάσκυ με την ένοπλη ομάδα του στις Σέρρες συνόδευσε τον βουλγαρικό στρατό. Αλλά η έκβαση των Βαλκανικών Πολέμων δυσαρέστησε οικτρά την Εσωτερική  Μακεδονο-Θρακική Επαναστατική  Οργάνωση. Αντί να κατευθυνθεί ο κύριος όγκος του τακτικού βουλγαρικού στρατού, τον Οκτώβριο του 1912, στην Θεσσαλονίκη, στράφηκε στην Κωνσταντινούπολη. Στα Σκόπια  και στις πόλεις της σημερνής Βόρειας Μακεδονίας εισήλθαν οι Σέρβοι.

Ούτε η επίσημη Βουλγαρία ούτε η Εσωτερική Μακεδονο-Θρακική Επαναστατική Οργάνωση αποδέχτηκαν το νέο εδαφικό status quo.  Λόγω της αναθεωρητικής τους  πολιτικής  στη σερβική και ελληνική  πλέον  Μακεδονία. η Βουλγαρία  προσχώρησε στις Κεντρικές Δυνάμεις στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, κάτι που επιδίωξε και η Εσωτερική Μακεδονο-Θρακική Επαναστατική Οργάνωση.

Ο βουλγαρικός στρατός εισήλθε στη σερβική Μακεδονία το φθινόπωρο του 1915, όταν κατέρρευσε η Σερβία , και το καλοκαίρι του 1916 στην ελληνική Μακεδονία. Επήλθε προσωρινή ανακωχή μεταξύ βερχοβιστών και σεντραλιστών.  Ακόμα και ο Μισίρκωφ  κάλεσε τη Ρωσία να εγγυηθεί τα κεκτημένα της Βουλγαρίας τώρα που φάνηκε ότι εκπλήρωσε την ιστορική της αποστολή, άσχετα  αν αυτή  είχε προσχωρήσει στις Κεντρικές Δυνάμεις. 


Η έκβαση όμως του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου ανέτρεψε όλα τα δεδομένα για την ηττημένη Βουλγαρία. Το μεγαλύτερο μέρος  της  ιστορικής  Μακεδονία τέθηκε ξανά υπό ελληνική κυριαρχία, η Σερβία διατήρησε τα κεκτημένα του Πρώτου Βαλκανικού Πολέμου και ίδρυσε τη Γιουγκοσλαβία. Η Εσωτερική  Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση ( VMRO- ο όρος Θρακική απαλείφθηκε  πλέον)  με ορμητήριο το μικρό βουλγαρικό τμήμα της Μακεδονίας, που επιδικάστηκε  στη Βουλγαρία και είχε ιδρύσει κράτος  εν κράτει άρχισε ανταρτοπόλεμο κατά των Σέρβων στο σερβικό τμήμα της Μακεδονίας. Αλλά υπήρχε πλέον διάκριση μεταξύ βουλγαρομακεδονικών και βουλγαροκρατικών συμφερόντων.


Απόκλιση βουλγαρομακεδονικών και βουλγαροκρατικών συμφερόντων    


Από το βουλγαρικό τμήμα της Μακεδονίας  ως επιχειρησιακή βάση, η VMRO άρχισε  το 1920/21 ανταρτοπόλεμο κατά των Σέρβων, που εφάρμοζαν σε όλα τα επίπεδα, με βίαια μέσα, πολιτική εκσερβισμού  του ντόπιου πληθυσμού και δεν αναγνώριζαν  την ύπαρξη Βουλγάρων. Στην ελληνική Μακεδονία η VMRO δεν είχε ένοπλη δράση  και προσπάθησε ( ανεπιτυχώς) να αποτρέψει την εφαρμογή  της ελληνοβουλγαρικής  σύμβασης εθελούσιας μετανάστευσης (1919). Τόσο η Ελλάδα όσο και Σερβία εφάρμοζαν μια πολιτική ήπιου εξελληνισμού  και βίαιου εκσερβισμού, αντίστοιχα.

Η VMRO, χωρίς να αρνηθεί τη βουλγαρική  της ταυτότητα,  ενδιαφερόταν για την επέμβαση του   του βουλγαρικού κράτους σε θέματα οικονομίας, διοίκησης κ. λπ. στο βουλγαρικό τμήμα της Μακεδονίας, για την αναγνώριση βουλγαρικής μειονότητας το σερβικό  και ελληνικό τμήμα της Μακεδονίας.

Μπορεί οι ηγέτες της VMRO Τodor Alexandrov και Αlexander Protogerov να ζούσαν στη Βουλγαρία για χρόνια, να αισθάνονταν Βούλγαροι,  να χρησιμοποιούσαν στον γραπτό λόγο την κωδικοποιημένη νεοβουλγαρική γλώσσα, αλλά η γενέτειρά τους, το Στίπ και η Αχρίδα αντίστοιχα  ήταν υπό τον έλεγχο των Σέρβων.

Μπορεί ο μετέπειτα  ηγέτης της VMRO Ivan Michajlov  να  είναι εμπλεκόμενος στον πολιτικό βίο της Βουλγαρίας, να αισθάνεται Βούλγαρος, αλλά ο νους του  είναι στο χωριό του Novo Selo στο Στίπ,  όπου οι Σέρβοι το 1927 δολοφόνησαν τον πατέρα του και τον αδελφό του.  Υπήρχε απόκλιση πλέον βουλγαρομακεδονικών και βουλγαροκρατικών συμφερόντων.

Όταν η VMRO  του Ivan Michajlov  έπαψε  να έχει την προγενέστερη βοήθεια από το βουλγαρικό κράτος, διότι οι Σέρβοι απειλούσαν με επέμβαση μεγάλης εμβέλειας  στη Βουλγαρία για τη εξάρθρωση  της επιχειρησιακής βάσης της οργάνωσης, o Michajlov  έριξε το σύνθημα  της Ενιαίας και Ανεξάρτητης Μακεδονίας ως δεύτερου βουλγαρικού κράτους.

Η Μιχαηλωβική VMRO  επιδίωκε πλέον την de jure  απόσπαση  του μικρού βουλγαρικού τμήματος της Μακεδονίας από  τη σύσταση του βουλγαρικού κράτους  και την ένωσή του με το ελληνικό  και σερβικό τμήμα σε ένα ενιαίο κράτος,  πιστεύοντας ότι η πολιτική ετικέτα  Μακεδών ήταν συμβατή με την εθνική ταυτότητα Βούλγαρος.

Ήταν μια πρόκληση και για το ίδιο το βουλγαρικό  κράτος. Μονάδες του βουλγαρικού στρατού εισέβαλαν στην περιφέρεια του  Πετριτσίου, τον Ιούνιο του 1934, και διέλυσαν την οργάνωση. Ο Michailov κατέφυγε στην Τουρκία, μετά στην Πολωνία και στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο στην Ανεξάρτητη  Κροατία του Πάβελιτς.  

Την 1η  Μαρτίου 1941 η  βουλγαρική κυβέρνηση Φίλωφ  προσχώρησε  στον  Άξονα , αφού εξασφάλισε από τους Γερμανούς της Ανατολική Μακεδονία και τη Δυτική Θράκη ( πλην του Έβρου)  ως κατοχική ζώνη. Το πραξικόπημα της 27ης Μαρτίου 1941 στη Γιουγκοσλαβία και η γερμανική επίθεση εναντίον της χώρας αυτής σήμαιναν μεγαλύτερη εμπλοκή της Βουλγαρίας στις Δυνάμεις του Άξονα σε βάρος της Γιουγκοσλαβίας.

Στη «νέα τάξη» πραγμάτων η Γερμανία παραχώρησε στη Βουλγαρία ως κατοχικές ζώνες (εκτός από τη Δυτική Θράκη και την Ανατολική Μακεδονία), το μεγαλύτερο μέρος της σερβικής Μακεδονίας και τις λεγόμενες δυτικές επαρχίες (Τσάριμπροντ και Μποσίλεφγκραντ), όπου υπήρχε βουλγαρικός πληθυσμός.

Η Βουλγαρία του Φίλωφ και του βασιλιά Βόριδος Γ’ κατέστη «ηγεμονική δύναμη» στα Βαλκάνια. Στη σερβική Μακεδονία ο βουλγαρικός στρατός αρχικά έγινε δεκτός ως απελευθερωτικός, και κατά το πρώτο διάστημα εκδηλώθηκε ένα έντονο φιλοβουλγαρικό πνεύμα. Οι Βούλγαροι βελτίωσαν την υποδομή της σερβικής Μακεδονίας και επιδόθηκαν με ιδιαίτερο ζήλο στην ίδρυση βουλγαρικών σχολείων για τη διδασκαλία της βουλγαρικής γλώσσας και ιστορίας. Ίδρυσαν και Πανεπιστήμιο στα Σκόπια.

Απαγορεύτηκε η δημόσια ομιλία της σερβικής γλώσσας, Σέρβοι και Σερβομάνοι υπέστησαν διώξεις. Ωστόσο, το αρχικό φιλοβολγαρικό κλίμα σύντομα διαδέχτηκε μία αίσθηση συνεχώς διογκούμενης δυσαρέσκειας από τη βουλγαρική διοίκηση.

Το συγκεντρωτικό διοικητικό σύστημα που επέβαλε το βουλγαρικό κράτος, η μη προώθηση ντόπιων στη στελέχωση του διοικητικού μηχανισμού με το επιχείρημα ότι δεν γνώριζαν την επίσημη βουλγαρική γλώσσα ύστερα από 20 χρόνια εκσερβισμού, οι αυθαιρεσίες και η αλαζονική συμπεριφορά των Βουλγάρων υπαλλήλων, τα προβλήματα του επισιτισμού και η άνθηση της αισχροκέρδειας ήταν οι βασικότεροι λόγοι. Επίσης, δεν επιτεύχθηκε η ένωση ολόκληρης της σερβικής και ελληνικής Μακεδονίας στο βουλγαρικό κράτος. Οι αλβανόφωνες περιοχές του Τέτοβο, του Γκόστιβαρ, της Δίβρας, της Στρούγκας (και η λίμνη της Αχρίδας) εντάχθηκαν στην ιταλο-αλβανική ζώνη, ενώ από την ελληνική Μακεδονία μονάχα η Ανατολική Μακεδονία τελούσε υπό βουλγαρική κατοχή.

Η VMRO του Μιχαήλωφ αρχικά επικρότησε την ένωση της Βουλγαρίας με τη Μακεδονία. Αλλά, όταν συνειδητοποίησε ότι δεν επιτεύχθηκε η ένωση ολόκληρης της Μακεδονίας με τη Βουλγαρία, επέστρεψε στη γραμμή της «Ενιαίας και Ανεξάρτητης Μακεδονίας» και αρνήθηκε να συνεργαστεί με το βουλγαρικό κράτος, παρόλο που η κυβέρνηση Φίλωφ χορήγησε αμνηστία στους Βουλγαρομακεδόνες.

Ο Μιχαήλωφ, ο οποίος είχε συλληφθεί από την Γκεστάπο στην Πολωνία, δέχτηκε να συνεργαστεί με τους Γερμανούς και παρέμενε στη διάρκεια του πολέμου στο Ζάγκρεμπ, στη βίλα του Πάβελιτς, προπαγανδίζοντας την «Ανεξάρτηση Μακεδονία» και δημιουργώντας προβλήματα στο βουλγαρικό κράτος.

Στη Δυτική Θράκη και την Ανατολική Μακεδονία οι Βούλγαροι επέβαλαν σκληρό κατοχικό καθεστώς και προσπάθησαν να εκβουλγαρίσουν τις περιοχές αυτές. Προέβησαν σε εκδίωξη των Ελλήνων από τη Δυτική Θράκη (εκτός του νομού Έβρου που ήταν υπό γερμανική κατοχή) και την Ανατολική Μακεδονία (ιδίως μετά την εξέγερση της Δράμας τον Σεπτέμβριο του 1941,   για την οποία γνώριζαν οι Βούλγαροι,  αλλά την άφησαν να εξελιχθεί, για να έχουν τη δικαιολογία των  αντιποίνων) και εγκατέστησαν Βούλγαρους.

Πάνω από 150.000 Έλληνες κατέφυγαν στη γερμανοκρατούμενη Ελλάδα. Πολλοί δεν επέστρεψαν μετά τον πόλεμο, πράγμα που είχε επιπτώσεις στη δημογραφική σύνθεση της Δυτικής Θράκης. Με ορμητήριο της βουλγαρική λέσχη της Θεσσαλονίκης και τις βουλγαρικές στρατιωτικές αρχές της Θεσσαλονίκης, που υπάγονταν στη γερμανική στρατιωτική διοίκηση του Κουρτ φον Κρένσκυ, η Βουλγαρία ανέπτυξε μια έντονη φιλοβουλγαρική προπαγάνδα στην Κεντρική και Δυτική Μακεδονία.

Η βουλγαρική λέσχη, που ιδρύθηκε στις 24 Μαΐου 1941 (ημέρα των Αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου), παρουσιάστηκε ως πολιτιστικός σύλλογος των Βουλγάρων, στην ουσία ωστόσο επιδόθηκε σε βουλγαρική προπαγάνδα, διανέμοντας ειδικά δελτία σε όσους ήθελαν να πολιτογραφηθούν Βούλγαροι.

Οι κάτοχοι των δελτίων παραλάμβαναν τρόφιμα από τους Βούλγαρους, μπορούσαν να αγνοούν και να παρακάμπτουν τις ελληνικές αρχές και να μεταβαίνουν ανενόχλητοι από τη Φλώρινα στο Μοναστήρι. Οι γερμανικές παρεμβάσεις δεν είχαν ουσιαστική επίδραση στον περιορισμό της δράσης της λέσχης. Φορείς της βουλγαρικής προπαγάνδας στη Δυτική Μακεδονία ήταν κυρίως Σλαβόφωνοι που είχαν φυλακιστεί ή εξοριστεί ως «Μακεδόνες» κομμουνιστές την περίοδο της δικτατορίας του

Μεταξά και απελευθερώθηκαν από τη βουλγαρική πρεσβεία το 1941, όπως ο Ανδρέας Τζήμας. Με υποσχέσεις για χρηματική ενίσχυση και τη διάδοση φημών για επικείμενη είσοδο βουλγαρικού στρατού στη Δυτική Μακεδονία προσπαθούσαν να δημιουργήσουν ένα φιλοβουλγαρικό κλίμα σε σλαβόφωνα χωριά της Έδεσσας, της Φλώρινας και Καστοριάς.

Ο Κρένσκυ διέταξε τις ελληνικές αρχές να μην προβαίνουν σε πολιτική διακρίσεων και απαγόρευσε τη λειτουργία βουλγαρικών σχολείων και εκκλησιών στη Δυτική Μακεδονία, όπως και τη διοργάνωση βουλγαρικών πολιτιστικών εκδηλώσεων. Τακτική των Γερμανών ήταν να διατηρούν μια ισορροπημένη στάση έναντι Ελλήνων και Βουλγάρων και να μην υποθάλπουν το εθνοτικό μίσος. Μόνο στη Θεσσαλονίκη λειτουργούσε βουλγαρική εκκλησία και σχολείο στη διάρκεια της κατοχής.

Χάρη στις ενέργειες του Γερμανού πρεσβευτή στην Αθήνα, Γκιούντερ Άλτενμπουργκ, δεν εφαρμόστηκε τελικά ο βουλγαρικός νόμος του 1942 για τη χορήγηση της βουλγαρικής υπηκοότητας στους μη Βούλγαρους ως προς την καταγωγή στις βουλγαροκρατούμενες περιοχές. Όσοι δεν θα αποδέχονταν τη βουλγαρική υπηκοότητα θα έπρεπε να απελαθούν, σύμφωνα με τον νόμο.

Για την αντιμετώπιση των ανταρτών του ΕΛΑΣ, οι ιταλικές στρατιωτικές αρχές στην Καστοριά, τον Μάρτιο του 1943, και οι γερμανικές στρατιωτικές αρχές τον Ιούνιο του 1944 στην Έδεσσα, με τη συνδρομή του Μιχαήλωφ, προέβησαν στη συγκρότηση ένοπλων σωμάτων βουλγαριζόντων Σλαβοφώνων, γνωστών με το συμβατικό όνομα «Οχράνα». Η «Οχράνα», προπαγανδίζοντας το χιμαιρικό, υποβολιμαίο σύνθημα της «Ανεξάρτητης Μακεδονίας», εξελίχθηκε σε μια τρομοκρατική οργάνωση με θύματα Έλληνες και ελληνόφρονες Σλαβόφωνους («κακούς Βούλγαρους»). Αλλά από τα τέλη του 1943 η πρωτοβουλία κινήσεων στο Μακεδονικό πέρασε στο ΚΚΕ.

Από την τοπική ταυτότητα Μακεδών στην εθνική ταυτότητα

Είναι κατανοητό ότι  η εναλλασσόμενη κυριαρχία εμπόδιζε την παγίωση σερβικής ή βουλγαρικής εθνικής ταυτότητας στον ντόπιο αγροτικό πληθυσμό. Αν δηλωνόταν ως βουλγαρικός, υφίστατο τα αντίποινα των Σέρβων, αν ως σερβικός των Βουλγάρων. Αν  χρησιμοποιούσε την τοπική ταυτότητα Μακεδών, έβρισκε δικλίδα ασφαλείας από τον σερβοβουλγαρικό ανταγωνισμό.

Αλλά για να γίνει αυτή η εξέλιξη της τοπικής ταυτότητας Μακεδών σε εθνική  ταυτότητα έπρεπε να δράσουν πολιτικές δυνάμεις, τα Κομμουνιστικά Κόμματα της Βαλκανικής που από το 1934 αποδέχτηκαν τη θέση της Κομμουνιστική  Διεθνούς για την ύπαρξη ‘’ μακεδονικού  έθνους’’. Οι ιδεολογικές και πολιτικές αφετηρίες της Κομμουνιστικής Διεθνούς ήταν διαφορετικές από  αυτές του Μισίρκωφ, αλλά ο σκοπός ήταν ο ίδιος. Η σχετική απόφαση της  Κομμουνιστικής Διεθνούς   το 1934  ήταν η ακόλουθη.                   

‘’ Στις συνθήκες της όξυνσης των διεθνών και ταξικών αντιφάσεων, του άμεσου κινδύνου νέων πολέμων και της ωρίμανσης της επαναστατικής κρίσης, το μακεδονικό εθνικό-επαναστατικό κίνημα, επικεφαλής του οποίου είναι η VMRO (Ενωμένη) –(  o ιδεολογικός και πολιτικός αντίπαλος της VMRO του  Michajlov , ΣτΣ ), παίζει το ρόλο ενός σημαντικού επαναστατικού παράγοντα και συμμάχου της εργατικής τάξης, της αγροτιάς και όλων των καταπιεσμένων εθνοτήτων στον αγώνα για ανατροπή της κυριαρχίας της αστικής τάξης και των γαιοκτημόνων στα τρία κράτη που υποδούλωσαν τη Μακεδονία.

Η διανομή της Μακεδονίας που υπήρξε βάση της συμμαχίας μεταξύ Βουλγαρίας, Σερβίας και Ελλάδας στον πόλεμό τους εναντίον της Τουρκίας και  απόβηκε  αμέσως ζήτημα, που οδήγησε σε νέο πόλεμο της Σερβίας και Ελλάδας και άλλων εναντίον της Βουλγαρίας, αποτελεί στη μεταπολεμική περίοδο μόνιμη αιτία για την όξυνση των αντιφάσεων και του αγώνα μεταξύ των τριών κρατών για κυριαρχία σε ολόκληρη τη Μακεδονία και για έξοδο στο Αιγαίο.

Από την άλλη πλευρά τα μεγάλα ιμπεριαλιστικά κράτη μετέτρεψαν τη Μακεδονία σε προγεφύρωμα για πολεμικές ενέργειες κατά τον παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό πόλεμο και εκμεταλλεύονται τώρα το Μακεδονικό Ζήτημα και την ενίσχυση των θέσεων   τους στα Βαλκάνια. Έτσι, η Μακεδονία είναι μία από τις εστίες στον επικείμενο ιμπεριαλιστικό πόλεμο.

Τα κράτη που κυριαρχούν στη Μακεδονία εφαρμόζουν ληστρική οικονομική πολιτική που απομυζεί τους εργαζομένους, λυσσώδη τρομοκρατία και εθνική καταπίεση. Τα κυρίαρχα έθνη των τριών ιμπεριαλιστικών κρατών που διαμέλισαν τη Μακεδονία αιτιολογούν την εθνική καταπίεση με την άρνηση των εθνικών ιδιαιτεροτήτων του μακεδονικού λαού, με την άρνηση της ύπαρξης μακεδονικού έθνους.

Ο ελληνικός σωβινισμός δηλώνει ότι ο γηγενής σλαβικός πληθυσμός στο μέρος της Μακεδονίας που εξουσιάζει αποτελείται από εκσλαβισμένους στους παρελθόντες αιώνες Έλληνες οι οποίοι πρέπει με τη βία ‘να επιστρέψουν’ στην ελληνική κουλτούρα, απαγορεύοντάς τους να μιλούν και να μαθαίνουν τη μητρική τους γλώσσα. Οι μεγαλοσέρβοι σωβινιστές, επικαλούμενοι την ύπαρξη σερβικών προσμίξεων στη γλώσσα του ντόπιου μακεδονικού πληθυσμού, δηλώνουν τον πληθυσμό αυτό ως μία από τις «φυλές» του ενιαίου γιουγκοσλαβικού έθνους και τον εκσερβίζουν με τη βία.

Τέλος, ο βουλγαρικός σωβινισμός, εκμεταλλευόμενος τη συγγένεια της μακεδονικής γλώσσας με τη βουλγαρική, τους δηλώνει ως Βούλγαρους και μ’ αυτό δικαιολογεί το κατοχικό καθεστώς στην περιφέρεια του Πετριτσίου και τη ληστρική του πολιτική σε σχέση με ολόκληρη τη Μακεδονία. Διεξάγοντας αγώνα εναντίον του διαμελισμού και της υποδούλωσης του μακεδονικού λαού, εναντίον κάθε είδους εθνικής, πολιτιστικής, κοινωνικής και οικονομικής καταπίεσης, η VMRO (Ενωμένη) πρέπει να ξεσκεπάσει το αληθινό νόημα όλων των σοφισμάτων που αρνούνται στους Μακεδόνες το χαρακτήρα του έθνους και να μην επιτρέπει τη διείσδυσή τους στο περιβάλλον της. 

Η VMRO (Ενωμένη) πρέπει να οργανώσει και καθημερινά να διεξάγει αγώνα εναντίον όλων των ειδών της εθνικής καταπίεσης, εναντίον κάθε έκτακτων νόμων, για το δικαίωμα της μητρικής γλώσσας σε όλα τα κρατικά και δημόσια ιδρύματα, για την ελευθερία των σχολείων, εκδόσεων κλπ. στη μητρική γλώσσα. Σ’ αυτόν τον αγώνα κεντρικό σύνθημα της VMRO (Ενωμένης) πρέπει να είναι το σύνθημα για το δικαίωμα του έθνους για αυτοδιάθεση μέχρι την απόσχιση και την κατάκτηση της ανεξάρτητης, ενιαίας μακεδονικής δημοκρατίας των εργαζομένων…».

Από το 1935 η πρωτοβουλία για το Μακεδονικό πέρασε στα Κομμουνιστικά Κόμματα της  Βαλκανικής που θεωρούσαν  τους (Σλαβο)  Μακεδόνες ως ιδιαίτερη ομάδα. Όταν τελικά το Κομμουνιστικό  Κόμμα Γιουγκοσλαβίας άρχισε από τις αρχές του 1943  να αποκτά προσβάσεις στην υπό βουλγαρική ακόμα διοίκηση γιουγκοσλαβική Μακεδονία, ιδρύοντας μέσω του απεσταλμένου του Τίτο, του Σβετοζάρ Βουκμάνοβιτς-Τέμπο ‘’ Κομμουνιστικό Κόμμα Μακεδονίας΄΄ και Γενικό Επιτελείο  ( όροι για αντίσταση άρχισαν να υπάρχουν σταδιακά λόγω της βουλγαρικής κακοδιοίκησης, αλλά  και της έκβασης του πολέμου) το σχέδιό του ήταν η ανακήρυξη της ‘’Λαϊκής Δημοκρατίας της Μακεδονίας΄΄ ως μιας συνιστώσας της γιουγκοσλαβικής ομοσπονδίας και η συγκρότηση μιας σλαβομακεδονικής ταυτότητας, αλλά ταυτόχρονα καλλιεργούσε και την ιδέα  της ενοποίησης της Μακεδονίας εντός της νέας Γιουγκοσλαβίας ( σε βάρος της εδαφικής ακεραιότητας της Ελλάδος και της Βουλγαρίας) στο όνομα ‘’του μακεδονισμού’’ προκαλώντας δυσκολίες στο ΕΑΜ/ΚΚΕ και στο Κομμουνιστικό Κόμμα Βουλγαρίας.

Στην περίπτωση της Ελλάδας αυτό επιχειρήθηκε μέσω του ΣΝΟΦ και των ταγμάτων Αριδαίας-Έδεσσας και Φλώρινας-Καστοριάς το 1944, αποτράπηκε όμως  ο κίνδυνος λόγω της παρέμβασης των  Άγγλων στον Τίτο.

Associated Press/Άγαλμα του Τίτο

Το ζήτημα είχε προσλάβει μια δυναμική  με την ΄΄Ανακήρυξη της Λαϊκής Δημοκρατίας της Μακεδονίας ‘’ στο μοναστήρι Πρόχορ  Πτσίνσκι στις 2 Αυγούστου 1944. Για τους ντόπιους νεόκοπους Σλαβομακεδόνες εθνικιστές η ενοποίηση  της Μακεδονίας είχε προτεραιότητα, ώστε το εκκολαπτόμενο νέο κράτος να είναι βιώσιμο, ενώ η ένταξή του στη Γιουγκοσλαβία δευτερεύον ζήτημα.

Εξεταζόταν η λύση μιας Ενιαίας και Ανεξάρτητης Μακεδονίας, αλλά με τους Μακεδόνες ως διακριτή πλέον οντότητα ( όχι   ως Βουλγάρους ή με ρευστή συνείδηση) ως κυρίαρχης συνιστώσας. Για τον Τίτο φλέγον ζήτημα  ήταν η οργανική ένταξη της άλλοτε σερβικής Μακεδονίας στη γιουγκοσλαβική   ομοσπονδία με τη καλλιέργεια κάθε φιλοβουλγαρισμού του παρελθόντος και δυνητικής βουλγαρικής επιρροής.  Δευτερευόντως, στη ρητορική του, αν ήταν εφικτό,  έμπαινε και το ζήτημα της ενοποίησης   της Μακεδονίας , αλλά εντός της Γιουγκοσλαβίας.

Στα Σκόπια είχε αρχίσει η διαδικασία διαμόρφωσης νέας ταυτότητας με την αλλαγή  των ονομάτων σε οski-evki,  την κωδικοποίηση  μιας νέας λόγιας γλώσσας με βάση τη διάλεκτο Μοναστηρίου-Πρίλεπ, με το αφήγημα της ιστορικής συνέχειας του μακεδονικού λαού κ.λ.π. 

Αλλά στα χωριά που ήλεγχε ο Δημοκρατικός Στρατός  καλλιεργούνταν από το ΚΚΕ ο (σλαβο)μακεδονισμός ως νέα συλλογική εθνική ταυτότητα  με τη καταπολέμηση του γραικομανισμού και του φιλοβουλγαρισμού,  όμως  επίσημη γραμμή του ΚΚΕ από το 1935 μέχρι το 1949 ήταν ισοτιμία των μειονοτήτων εντός των συνόρων.

Η νέα κομμουνιστική  Βουλγαρία, δέσμια της κομμουνιστικής θέσης  για την ύπαρξη μακεδονικού έθνους  και επωμιζόμενη τις συνέπειες  τις ήττας της Βουλγαρίας, αναγνώρισε  τη νέα πραγματικότητα στην  άλλοτε σερβική Μακεδονίας, αλλἀ εφάρμοζε παρελκυστική τακτική στο ζήτημα της εκχώρησης της ΄΄Μακεδονίας του Πιρίν’.

Ωστόσο,  έκανε παραχωρήσεις το 1946/47 που συνιστούσαν ρήξη με την βουλγαρική παραδοσιακή πολιτική. Αναγνώριση του Μακεδονικού ως γιουγκοσλαβικού ζητήματος, διάλυση των συλλόγων των  βουλγαρομακεδονικών συλλόγων της Βουλγαρίας, κλείσιμο του Μακεδονικού Επιστημονικού Ινστιτούτου, δωρεά  των οστών του Γκότσε Ντέλτσεφ στα Σκόπια, εντολή να δηλωθεί ο βουλγαρικός πληθυσμός του Πιρίν ως μακεδονικός κατά την απογραφή του 1946, παραχώρηση πολιτιστικής αυτονομίας  στον βουλγαρικό πληθυσμό του Πιρίν  για τη΄΄μακεδονοποίησή του. Η ρήξη Τίτο-Στάλιν το 1948 δημιούργησε νέα δεδομένα και για τη Βουλγαρία η οποία το 1963, μετά από διακυμάνσεις κωδικοποίησε την πολιτική της στο Μακεδονικό.       

social media/ Γκότσε Ντέλτσεφ

Συμπεράσματα

Η Βουλγαρία δεν μπορεί σήμερα να έχει τον ρομαντισμό του 19ου αιώνα και τα συμπλέγματα  κατωτερότητας. Αλλά πρέπει να σταματήσει και η ρητορική της άλλης πλευράς για ανύπαρκτες μειονότητες.  Αν στην περίπτωση της Ελλάδας το μείζον θέμα ήταν η Αρχαιότητα, για τη Βουλγαρία είναι ο Μεσαίωνας που δεν μπορεί να προσεγγίζεται με όρους σύγχρονου εθνικού κράτους και να προκαλεί αλλεργία ο όρος Βούλγαρος.

Ο Σαμουήλ (μπορεί να ήταν και Αρμένιος στη καταγωγή, κάτι που δεν έπαιζε ρόλο στον Μεσαίωνα) αισθανόταν ως διάδοχος του βουλγαρικού  μεσαιωνικού  κράτους και πολεμούσε τους Βυζαντινούς με το σφετερισμό της  βουλγαρικής   αυτοκρατορικής ιδεολογίας.  Η περιοχή της σημερινής Βόρειας Μακεδονίας ενσωματώθηκε στο δεύτερο μισό του 9ου αιώνα στο πρωτοβουλγαρικό  κράτος που είχε ήδη εκσλαβιστεί.

Η Αχρίδα αποτέλεσε  κέντρο  της Μεσαιωνικής Βουλγαρίας, δεδομένου ότι εκεί οι εκδιωχθέντες από τη Μοραβία μαθητές του Κυρίλλου  και Μεθοδίου  συνέχισαν το μεταφραστικό έργο των ελληνικών κειμένων στην εκκλησιαστική σλαβονική  με  το γλαγολιτικό αλφάβητο.

Όσα αναφέρονται στην ίδρυση του πρώτου μακεδονικού κράτους επί Σαμουήλ δεν έχουν έρεισμα στις πηγές, ο όρος τότε δεν υπήρχε για Σλάβους. Ο βυζαντινός αυτοκράτορας Ιωάννης Τσιμισκής με την εκστρατεία του στην Πρεσλάβα-Δορύστολο     κατέλυσε το πρωτοβουλγαρικό κρτάτος το 971μ. Χ. Το ότι ο Τσιμισκής δεν μετέβη στις δυτικές επαρχίες δεν σημαίνει ότι αυτές δεν υποτάχθηκαν στο Βυζάντιο.

Οι δυτικές αυτές επαρχίες  αποτελούσαν τμήμα του βουλγαρικού κράτους  και το 969 μ,Χ δεν  ιδρύθηκε από τους  Κομητόπουλους κανένα ανεξάρτητο ‘’δυτικό μακεδονικό’’ κράτος  αποσχισμένο από το ανατολικό-βουλγαρικό κράτος που είχε κατακτηθεί από τους Ρώσους, εναντίον των οποίων είχε αρχικά εκστρατεύσει ο Τσιμισκής. Μόνο μετά  τον θάνατο του Τσιμισκή , το 976 μΧ, άρχισε με τον Σαμουήλ η ανασύσταση του βουλγαρικού κράτους (συμβολικά ο Σαμουήλ κατέλαβε την Πρεσλάβα) από τις δυτικές επαρχίες και  καταλύθηκε οριστικά το 1014 μ.Χ από το Βασίλειο τον Β΄.  

Όταν διαλύθηκε το κράτος του Σαμουήλ, η περιοχή ονομάσθηκε  από τους Βυζαντινούς ‘’Θέμα Βουλγαρία’’ . Και όμως η εκκλησία της Αγίας Σοφίας με ελληνικές τοιχογραφίες κοσμεί την Αχρίδα. Η κουλτούρα  και η αυτοκρατορική ιδεολογία ήταν τότε το μείζον, είναι  ατόπημα να κατασκευάζεται  ένα  παρελθόν που να αντιστοιχεί στις ανάγκες του παρόντος, να προβάλλεται μια ταυτότητα ως ιστορική συνέχεια από την Αρχαιότητα  και να  αποσιωπάται η διαδικασία   αποξένωσης από τον Ελληνισμό και  Βουλγαρισμό.      

ΣφέταςΒουλγαρίαΕλλάδαΒόρεια Μακεδονία