Ιστορία|26.09.2020 11:07

Ανατροπή μέσω TV: 60 χρόνια από την τηλεμαχία που άλλαξε τον κόσμο της πολιτικής

Δημήτρης Καναβαράκης

Λίγα είναι τα τηλεοπτικά γεγονότα που είχαν τόσο μεγάλη επίδραση σε ένα συγκεκριμένο τομέα, όσο αυτό της 26ης Σεπτεμβρίου του 1960 στον κόσμο της πολιτικής. Η πρώτη τηλεμαχία της ιστορίας, ενόψει των αμερικανικών εκλογών του Νοεμβρίου εκείνου του έτους, άλλαξε τον τρόπο διεξαγωγής των προεδρικών εκστρατειών, αρχικά στις ΗΠΑ και προϊόντος του χρόνου σε όλο σχεδόν το ανεπτυγμένο κόσμο.

Έως τότε υπήρχαν κάποιες σκόρπιες (μαγνητοσκοπημένες) εμφανίσεις υποψήφιων προέδρων σε τηλεοπτικά στούντιο. Ενίοτε και μεταξύ τους αντιπαραθέσεις, ποτέ όμως με τηλεοπτική κάλυψη. Από εκείνη την ημέρα, η τηλεόραση θα άλλαζε τα δεδομένα στη σύγχρονη πολιτική, αποτελώντας «X Factor» στις προεκλογικές καμπάνιες και στη δυνατότητα απήχησης του τηλεοπτικά εκτιθέμενου στο κοινό.  

Ένας επιπλέον λόγος που τα τηλεοπτικά debate θεωρήθηκαν έκτοτε πολύ σημαντικά είναι ότι αυτό του 1960 ανέτρεψε τις ισορροπίες στο μπρα ντε φερ του Ρίτσαρντ Νίξον με τον Τζον Κένεντι, δίνοντας στον δεύτερο την παράσταση νίκης, που «επισημοποιήθηκε» 13 ημέρες αργότερα στην κάλπη.

AP Photo

Η ζυγαριά πριν από το debate

Ο Νίξον ήταν επί οχτώ χρόνια ο αντιπρόεδρος του Ρεπουμπλικάνου προέδρου Ντουάιτ Αϊζενχάουερ και εξ' αυτού πολύ πιο προβεβλημένος από τον αντίπαλό του. Διέθετε εμπειρία και είχε δοκιμαστεί επιτυχώς στη διεθνή σκηνή. Κυρίως στον επονομαζόμενο «διάλογο της κουζίνας», όταν η αντιπαράθεση επιχειρημάτων του με τον Νικίτα Χρουστσόφ για το αν είναι καλύτερος ο Καπιταλισμός ή ο Κομμουνισμός, θεωρήθηκε από τους Αμερικάνους πολίτες επικοινωνιακή νίκη του Αμερικανού αντιπροέδρου κόντρα στον ηγέτη της Σοβιετικής Ένωσης. O 43χρονος Κένεντι ήταν ο νέος γερουσιαστής των Δημοκρατικών από τη Μασαχουσέτη, που είχε κάνει την έκπληξη στις προκριματικές εκλογές και πήρε το χρίσμα αντί του Λίντον Τζόνσον, που εθεωρείτο ο δεύτερος ισχυρότερος πολιτικός των ΗΠΑ.

Για να ξεχωρίσει από τον ανταγωνισμό, ο Κένεντι δημιούργησε ένα ανεξάρτητο προσωπικό επιτελείο υπό τον νεότερο αδελφό του Ρόμπερτ, με το οποίο παρέκαμψε τους παλαιοκομματικούς πελατειακούς μηχανισμούς και απευθύνθηκε απευθείας στον λαό. Επιπλέον, έδωσε μεγάλη έμφαση στην εικόνα του, όντας ο πρώτος διεκδικητής της αμερικανικής προεδρίας που κατανόησε τον κεντρικό ρόλο της τηλεόρασης στη σύγχρονη πολιτική επικοινωνία.

Και αυτό ήταν κάτι που τον οδήγησε σε θρίαμβο την 26η Σεπτεμβρίου του ’60.

AP Photo

«Αθλητής που περίμενε το δαφνοστέφανο»

Η πρώτη τηλεμαχία της ιστορίας διεξήχθη σε ένα μικρό στούντιο εθνικής εμβέλειας του τηλεοπτικού σταθμού CBS στο Σικάγο και διήρκεσε μία ώρα. Όταν οι μακιγιέρ πλησίασαν τους δύο μονομάχους, ο Κένεντι αρνήθηκε αμέσως. Ο Νίξον τον μιμήθηκε. «Δεν μπορώ να βάλω μέικ-απ γιατί εγώ θα φαίνομαι με φτιασιδώματα και αυτός όχι», είπε. Αυτό που δεν ήξερε είναι ότι ο Κένεντι είχε μια ομάδα για αυτόν ακριβώς το σκοπό και λίγο πριν ανάψουν οι κάμερες, δέχτηκε κάποιες πινελιές μακιγιάζ.  

Όταν μπήκε στο στούντιο, ο Τζον Κένεντι ήταν κομψός, ξεκούραστος, αλλά και μαυρισμένος, καθώς είχε περάσει όλο το καλοκαίρι στους δρόμους για την προεκλογική εκστρατεία. Ο Νίξον φαινόταν χλωμός και κουρασμένος, με σκιώδη γενειάδα πέντε ωρών. Κατά τη διάρκεια της τηλεμαχίας αμφότεροι είχαν ευφράδεια και ήταν καίριοι στις απαντήσεις τους, αλλά το γυαλί ευνοούσε εμφανώς τον δημοκρατικό υποψήφιο, που είχε προσέξει κάθε λεπτομέρεια.

Οι τηλεθεατές είδαν έναν άνετο, φωτογενή και φαινομενικά χαλαρό Κένεντι – «έμοιαζε με αθλητή που απλώς ήρθε να του φορέσουν το δαφνοστέφανο», σχολίασε κατόπιν ο συντονιστής του debate Χάουαρντ Κ. Σμιθ - κόντρα σε έναν ιδρωμένο και ιδιαίτερα νευρικό Νίξον, που είχε και μια ατυχία, χτυπώντας το προσφάτως χειρουργημένο γόνατό του κατά την είσοδο του στον τηλεοπτικό σταθμό.

Την επόμενη μέρα, οι δημοσκοπήσεις έδειξαν ότι ο Κένεντι είχε αποκτήσει βραχεία κεφαλή έναντι του αντιπάλου του στις εθνικές δημοσκοπήσεις. Πριν από το debate, ο Νίξον είχε προβάδισμα έξι μονάδων σε αυτές.

Η πρώτη τηλεοπτική μονομαχία (ακολούθησαν άλλες δύο) ήταν η σημαντικότερη εκλογικά, καθώς συγκέντρωσε εξαιρετικά μεγάλο αριθμό τηλεθεατών - συγκεκριμένα 70 εκατομμύρια - λόγω της καινοτομίας του συμβάντος. Έγιναν ξεχωριστές δημοσκοπήσεις για όσους άκουσαν τη συζήτηση από το ραδιόφωνο και για αυτούς που την είδαν από την τηλεόραση. Στις πρώτες θεωρήθηκε νικητής ο Νίξον, στις δεύτερες ο Κένεντι, αλλά για κακή τύχη του Ρεπουμπλικάνου υποψήφιου οι τηλεθεατές ήταν πενταπλάσιοι από τους (αμιγώς) ακροατές.

Χαρακτηριστικό είναι ότι ο υποψήφιος των Ρεπουμπλικανών για την αντιπροεδρεία, Χένρι Κάμποτ Λοτζ, δήλωσε μετά το τέλος του debate «ότι μόλις χάσαμε τις εκλογές». Στην αντίπερα όχθη, ο ομόλογός του των Δημοκρατικών, Λίντον Τζόνσον θεώρησε ότι ο συνεργάτης του ήταν ο ηττημένος της βραδιάς. Ο πρώτος είχε παρακολουθήσει τηλεοπτικά τη συζήτηση, ο δεύτερος την είχε ακούσει από το ραδιόφωνο…

«Έμοιαζε με άνθρωπο που πήγαινε σε κηδεία, τη δική του κηδεία, παρά σε ένα debate», ανέφερε την επόμενη ημέρα ένα από τα δημοσιεύματα του Τύπου για τον Νίξον, που πολύ αργότερα αναγνώρισε δημοσίως το λάθος του στο αυτοβιογραφικό βιβλίο «Έξι Κρίσεις». «Επικεντρώθηκα πολύ στην ουσία και όχι αρκετά στην εμφάνιση. Είχα λησμονήσει ότι μια εικόνα ισούται με χίλιες λέξεις».

Σύμφωνα με τον ιστορικό των ΜΜΕ, Έρικ Μπάρνοου, «ο Νίξον έδειχνε καταβεβλημένος», ενώ ο Κένεντι «προσηλωμένος, σε επαγρύπνηση και είχε ένα ίχνος χαμόγελου στα χείλη του, την ώρα που άκουγε τον αντίπαλό του». 

AP Photo

Νίκη για... σεμινάριο

Στην κάλπη του Νοεμβρίου προέκυψε σχεδόν... ισοπαλία, καθώς ο Κένεντι έλαβε μόλις 131.000 περισσότερες ψήφους και ποσοστό 49,7% έναντι 49,6%! Λόγω του προβαδίσματός του όμως σε πολυπληθείς πολιτείες, υπερείχε ξεκάθαρα με 303 προς 219 εκλέκτορες στο εκλογικό κολέγιο. Το 0,17 είναι (προφανώς) η μικρότερη διαφορά στην ιστορία των αμερικανικών εκλογών, ενώ ο Κένεντι παραμένει έως και σήμερα ο πιο νέος που έγινε πρόεδρος της χώρας.

Τα επόμενα χρόνια η δύναμη της τηλεοπτικής εικόνας έγινε βαρόμετρο για την εκλογική επικράτηση σχεδόν σε όλο τον κόσμο και αντικείμενο μελέτης στις σχολές επικοινωνίας. Η πρακτική της τηλεμαχίας υιοθετήθηκε από τις περισσότερες χώρες με δημοκρατικά πολιτεύματα και η διορατική προσέγγιση του Κένεντι σε ότι αφορά τον τηλεοπτικό φακό διδάσκεται σε σεμινάρια. Η επιτυχία του στο επίπεδο αυτό εντάσσεται βέβαια σε ένα ευρύτερο πλαίσιο κατανόησης της σημασίας που είχε η δημιουργία προσωπικής εκλογικής οργάνωσης και ανάπτυξης επικοινωνιακών καινοτομιών, που του επέτρεψαν να φέρει τα πάνω – κάτω στις αναμετρήσεις του με δύο αρχικά πολύ πιο ισχυρούς και προβεβλημένους πολιτικούς.

Όπως άλλωστε έγραψε στο βιβλίο του «Προεδρικές μονομαχίες» ο πρώην ρεπόρτερ και τηλεοπτικός παρουσιαστής, Άλαν Σρέντερ, η διαφορά του Νίξον με τον Κένεντι ήταν ότι ο πρώτος «δούλεψε σαν μουλάρι, διαβάζοντας τα πάντα για να είναι έτοιμος σε κάθε ερώτηση», ενώ τον δεύτερο «τον χειρίστηκε το επιτελείο του σαν άλογο κούρσας…»

τηλεμαχίαΤζον ΚένεντιΡίτσαρντ Νίξον