Ιστορία|07.10.2020 12:25

Απ’ την πτώχευση στον φασισμό: Όταν η Ελλάδα χρεοκόπησε ταμειακά και ιδεολογικά

Δημήτρης Καναβαράκης

Οι εκλογές του Αυγούστου του 1928 έχουν μείνει στην Ιστορία για την τεράστια διαφορά, τη μεγαλύτερη που έχει σημειωθεί ποτέ, σε αριθμό εδρών ανάμεσα στο πρώτο και το δεύτερο κόμμα.

Ένα χρόνο νωρίτερα ο Ελευθέριος Βενιζέλος είχε, κατόπιν πολλής σκέψης, ανακαλέσει την προ τετραετίας απόφαση του για παραίτηση από την πολιτική, ενδίδοντας στις πιέσεις που δεχόταν από φίλους και πρώην συντρόφους. Όταν το 1927 επέστρεψε απ’ το Παρίσι στην Ελλάδα, έγινε δεκτός ως μεσσίας από την πλειονότητα του λαού και το Μάη του ’28 ανέλαβε εκ νέου την αρχηγία του Κόμματος των Φιλελευθέρων.

Το μέγεθος του εκλογικού θριάμβου των Βενιζελικών στις εκλογές της 19ης Αυγούστου εκείνου του έτους ήταν απρόσμενο ακόμη και για τον αρχηγό του: Απέσπασαν 178 έδρες, ενώ τα υπόλοιπα εννιά κόμματα 72 (τότε οι έδρες ήταν 250), αποκτώντας συντριπτική πλειοψηφία στη βουλή.

Απόλυτος κυρίαρχος του παιχνιδιού, ο Βενιζέλος προχώρησε στην αναδιοργάνωση της οικονομίας και την αποκατάσταση των προσφύγων.

Η ελληνική οικονομία είχε κάνει βήματα προόδου τη διετία 1926-1928. Η δραχμή σταθεροποιήθηκε μετά από 15 χρόνια συνεχούς υποτίμησης και το 1928 εντάχθηκε στον περίφημο «κανόνα του χρυσού». Επρόκειτο για ένα μηχανισμό μετατροπής των νομισμάτων μέσω μιας ισοτιμίας σε σχέση με την τιμή του χρυσού.

Όταν ανέλαβε την διακυβέρνηση της χώρας ο Βενιζέλος, παρουσίασε ένα ιδιαίτερα αισιόδοξο και φιλόδοξο πρόγραμμα δημόσιων επενδύσεων που χρειάζονταν για να μπει η Ελλάδα σε αναπτυξιακή τροχιά και να αποκαταστήσει τους πρόσφυγες από την Μικρασιατική Καταστροφή.

Ο εκτεταμένος αυτός δανεισμός προοριζόταν να καλυφθεί κυρίως από Άγγλους κεφαλαιούχους που ήδη μετά το 1922 είχαν επενδύσει μικρά κεφάλαια και ήταν πλέον πρόθυμοι να αναπτυχθούν περαιτέρω σε επιχειρηματικό επίπεδο στην Ελλάδα.

Ως το 1931 τίποτα δεν προμήνυε την χιονοστιβάδα αρνητικών γεγονότων που θα ακολουθούσε. Η Ελλάδα είχε τρεις συνεχόμενους πλεονασματικούς προϋπολογισμούς, όμως το εξωτερικό χρέος είχε διογκωθεί από δάνεια που είχε συνάψει η κυβέρνηση. Την τετραετία 1928-1932 το εξωτερικό χρέος αυξήθηκε περίπου κατά 5 δισεκατομμύρια δραχμές, από τα 27,8 στα 32,7 δισ.

Τα απόνερα όμως του μεγάλου Κραχ του 1929 έφτασαν και στην Ελλάδα με καθυστέρηση περίπου τριών χρόνων. Η διεθνής χρηματοπιστωτική κρίση ξεκίνησε με την αδυναμία της Γερμανίας να συνεχίσει να εξυπηρετεί τις δυσβάσταχτες οικονομικές υποχρεώσεις τις από τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο και εντάθηκε με την κατάρρευση των τιμών των μετοχών στη Γουόλ Στριτ.

Η οικονομία της Ελλάδας βρέθηκε υπό μεγάλη πίεση, καθώς ήταν εξαρτημένη σε μεγάλο βαθμό από τις εξαγωγές προϊόντων «πολυτελείας», όπως ο καπνός, το ελαιόλαδο και οι σταφίδες αλλά και από το εφοπλιστικό και μεταναστευτικό συνάλλαγμα. Επιπλέον μειώθηκαν δραστικά και τα εμβάσματα από τους Έλληνες της Αμερικής, που την εποχή εκείνη ήταν σημαντικός οικονομικός παράγοντας για τη χώρα.

Το αποτέλεσμα ήταν να δεχτεί αφόρητες πιέσεις η δραχμή, λόγω της επιδείνωσης του εξωτερικού ισοζυγίου συναλλαγών.

Το τελευταίο τετράμηνο του 1931 υπήρχαν δύο βασικές απόψεις για την τακτική που έπρεπε να ακολουθήσει η Κυβέρνηση Βενιζέλου για το νόμισμα: είτε να αποδεσμεύσει τη δραχμή από το χρυσό, είτε να αποδεσμεύσει τη δραχμή από τη λίρα Αγγλίας και να τη συνδέσει με νόμισμα που ακόμα μετατρεπόταν σε χρυσό. Ο Βενιζέλος πρόκρινε τη δεύτερη λύση, γιατί πίστευε ότι η νομισματική σταθερότητα ήταν απαραίτητη προκειμένου να διατηρήσει στο εξωτερικό την καλή φήμη της χώρας, ως προς την οικονομία της. Αν αποδέσμευε παντελώς το νόμισμα από το χρυσό, η απότομη υποτίμηση θα αλλοίωνε το οικονομικό προφίλ της χώρας και θα μειώνονταν οι ελπίδες για νέο δάνειο.

Ωστόσο η βενιζελική πολιτική της διατήρησης των υφιστάμενων νομισματικών ισορροπιών ανάγκαζε την Τράπεζα της Ελλάδος να χρησιμοποιεί τα αποθέματα της σε χρυσό και συνάλλαγμα για να στηρίζει τη δραχμή. Συνέπεια αυτού ήταν να εξαντληθούν πολύ σύντομα τα μικρά αποθεματικά της. Παράλληλα, προσπαθώντας να ελέγξει τις συνεχείς κερδοσκοπικές πιέσεις που δεχόταν η Ελλάδα, η κυβέρνηση φορολογούσε τις εισαγωγές και μείωνε τις δραχμές στην αγορά. Στις αρχές του 1932 το οικονομικό επιτελείο είχε βρεθεί προ αδιεξόδου. Η μόνη πιθανή λύση ήταν ο εξωτερικός δανεισμός για τη στήριξη της δραχμής με ξένο συνάλλαγμα.

Ο Βενιζέλος αποφάσισε να χειριστεί το θέμα προσωπικά, θέλοντας να αξιοποιήσει τη διπλωματική δεινότητα του, τη διεθνή υπόληψη του και τις διασυνδέσεις του στο εξωτερικό. Το περιβάλλον όμως στο οποίο έπρεπε να δράσει ήταν εξαιρετικά δυσμενές. Η οικονομική κατάσταση είχε επιδεινωθεί ραγδαία στην Ευρώπη το δεύτερο εξάμηνο του ’31 και όπως αποδείχτηκε δεν ήταν η κατάλληλη εποχή για… αλληλεγγύη.

Τον Ιανουάριο του 1932 ο πρωθυπουργός ταξίδεψε διαδοχικά σε Ρώμη (όπου συνάντησε τον Μπενίτο Μουσολίνι), Παρίσι και Λονδίνο, ζητώντας δάνειο 50 εκατομμυρίων δολαρίων με τετραετή ορίζοντα. Στη συνεδρίαση της Δημοσιονομικής Επιτροπής, που έγινε το Μάρτιο του 1932 στο Παρίσι, συζητήθηκε μεταξύ άλλων και το θέμα της Ελλάδας. Είχε προηγηθεί ένα «κολασμένο» τρίμηνο για την ελληνική οικονομία. Όλες οι εξαγωγές είχαν ουσιαστικά «παγώσει» και η Τράπεζα της Ελλάδος είχε δώσει το 1/3 των αποθεματικών της σε συνάλλαγμα στο κράτος ώστε αυτό να αντεπεξέλθει στις δανειακές υποχρεώσεις του.

Η Δημοσιονομική Επιτροπή δεν πείστηκε από τα επιχειρήματα του Βενιζέλου, θωρώντας ότι η Ελλάδα επεδίωκε να μεταβιβάσει τα προβλήματα στους πιστωτές της, αποφεύγοντας τις δημοσιονομικές θυσίες. Η επόμενη κίνησή του ήταν να προσφύγει στην Κοινωνία των Εθνών (ΚΤΕ), ζητώντας από τη Διεθνή Οικονομική Επιτροπή (Δ.O.E.) πενταετή αναστολή των χρεολυσίων σε ξένο νόμισμα δανείων και τη σύναψη νέου δανείου 50.000.000 δολαρίων. Η απόφαση της ΚΤΕ ήταν αποκαρδιωτική: αναστολή της καταβολής των χρεολυσίων για ένα μόνο χρόνο και παραπομπή της Ελλάδας σε απευθείας συζήτηση με τους ομολογιούχους.

Η κατάσταση είχε φτάσει στο απροχώρητο. Την Τετάρτη 27 Απριλίου 1932, η Ελλάδα εγκατέλειψε επισήμως τον «κανόνα του χρυσού». Η δραχμή υποτιμήθηκε ραγδαία και στις 5 Μαΐου η ισοτιμία της με τη στερλίνα έπεσε κατακόρυφα. Τον ίδιο μήνα το κράτος επισημοποίησε την χρεοκοπία του, κηρύσσοντας παύση πληρωμών. Το κύρος του Βενιζέλου είχε τρωθεί ανεπανόρθωτα στην λαϊκή συνείδηση, τη στιγμή που ένα πανελλαδικό απεργιακό κύμα παρέλυε την χώρα. Στις 21 Μαΐου 1932, ο Ελευθέριος Βενιζέλος υπέβαλε την παραίτηση του από την πρωθυπουργία, δηλώνοντας δημοσίως πως δεν θα επέστρεφε αν δεν ενισχυόταν η εκτελεστική εξουσία και δεν περιοριζόταν η ελευθεροτυπία.

Οι επιπτώσεις της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης στα ευρωπαϊκά κράτη ήταν η ανάδειξη ολοκληρωτικών - φασιστικών και δικτατορικών - καθεστώτων. Η Ελλάδα, έχοντας μπει σε ένα νέο κύκλο εθνικού διχασμού και έντονης πολιτικής αστάθειας, δεν ξέφυγε από τον κανόνα.

Μετά από δύο αποτυχημένα πραξικοπήματα Βενιζελικών – το δεύτερο οδήγησε στην εκτέλεση του πρώην αρχιστράτηγου της μικρασιατικής στρατιάς Αναστάσιου Παπούλα – τη σοκαριστική απόπειρα δολοφονίας του ίδιου του Βενιζέλου στη Λ. Κηφισίας (06/06/1933), το δημοκρατικό πολίτευμα καταλύθηκε, με την επιβολή δικτατορίας από τον Ιωάννη Μεταξά την 4η Αυγούστου του 1936.

Ελευθέριος Βενιζέλοςπτώχευση