Ιστορία|17.11.2020 12:07

Δολοφονική μηχανή: Ο αδίστακτος αξιωματικός της χούντας που έκανε την πιο στυγνή δολοφονία του Πολυτεχνείου

Δημήτρης Καναβαράκης

Στις 31 Ιανουαρίου του 2013 το Α’ Νεκροταφείο Αθηνών φιλοξένησε μια κηδεία αρκετά διαφορετική από τις άλλες. Για να τελέσει τη νεκρώσιμη ακολουθία επιστρατεύτηκε από τα Καλάβρυτα ο Αμβρόσιος, ενώ κάποιοι από τους παρευρισκόμενους ήταν εφοδιασμένοι με όπλα για να τιμήσουν τον νεκρό, πυροβολώντας στον αέρα κατά τη διάρκεια της ταφής.

Μεταξύ αυτών ο Ηλίας Παναγιώταρος και Κωνστανίνος Μπαρμπαρούσης (στους οποίους επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης τεσσάρων μηνών για τους πυροβολισμούς), που μαζί με τον Χρήστο Παππά και τον Ηλία Κασιδιάρη συνέθεσαν την «εκλεκτή» αντιπροσωπεία της Χρυσής Αυγής που έδωσε το «παρόν» στην κηδεία. Μαζί τους και άλλοι νοσταλγοί της δικτατορίας, καθώς και πρωταγωνιστές της επτάχρονης χούντας.

Τις μπαλωθιές συνόδευσαν συνθήματα («Δόξα - Τιμή στον Νίκο Ντερτιλή», «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών» για τον αποχαιρετισμό αυτού που ο πρώην Μητροπολίτης Αμβρόσιος παρομοίασε στον επικήδειο του με τον Κολοκοτρώνη και τον Σωκράτη…

Ο τιμώμενος άνδρας ήταν ο Νίκος Ντερτιλής. Πιθανότατα ο πιο σκληρός αξιωματικός της χούντας - υπαίτιος αυτής που καταγράφηκε ως η πιο στυγνή δολοφονία κατά τη διάρκεια των γεγονότων του Πολυτεχνείου, ενδεχομένως και της επταετίας. Ο εκ των πρωτοπαλίκαρων του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου δολοφόνησε εν ψυχρώ στις 18 Νοεμβρίου του 1973 τον 20χρονο φοιτητή Μιχάλη Μυρογιάννη, καμαρώνοντας αμέσως μετά για το καλό του σημάδι.

Νικόλαος Ντερτιλής / Καθημερινή

Η εν ψυχρώ εκτέλεση

Μία ημέρα μετά την εισβολή στο Πολυτεχνείο, η κατάσταση παρέμενε «εμπόλεμη» στην Πατησίων και τους γύρω δρόμους, με οδομαχίες, επεισόδια και συλλήψεις. Ο Ντερτιλής είχε βγει σεργιάνι στους δρόμους με το τζιπ του για να ενισχύσει με την παρουσία του το έργο της καταστολής, όταν στη διασταύρωση των οδών Πατησίων και Στουρνάρη είδε έναν νεαρό να προσπαθεί να διαφύγει από αστυνομικούς. Χωρίς χρονοτριβή βγήκε από το τζιπ, έβγαλε το περίστροφό του και πυροβόλησε τον Μυρογιάννη στο κεφάλι, σκοτώνοντας τον ακαριαία.

Φυσικά ο Ντερτιλής δεν χρειάστηκε να λογοδοτήσει σε κανέναν έως και τον Ιούλιο του ‘74. Μετά την πτώση της χούντας, τέσσερις ένοικοι της πολυκατοικίας μπροστά στην οποία έπεσε νεκρός ο άτυχος φοιτητής, κατέθεσαν ότι είχαν δει έναν αξιωματικό να βγαίνει από ένα τζιπ και να πυροβολεί δύο φορές τον Μυρογιάννη. Ανάμεσα τους και ο θεατρικός συγγραφέας Μίμης Τραϊφόρος.

Ο Ντερτιλής, που είχε ήδη συλληφθεί μαζί με τους υπόλοιπους πρωτεργάτες του πραξικοπήματος, αρνήθηκε τα πάντα. Για κακή τύχη του ωστόσο, ο οδηγός του τζιπ, στο οποίο επέβαινε εκείνη την ημέρα, κλήθηκε και κατέθεσε ως μάρτυρας κατηγορίας. Η δική του – σοκαριστική - κατάθεση ήταν αυτή που οδήγησε στην ισόβια καταδίκη τον 54χρονο τότε Συνταγματάρχη.

«Παρετήρησα ότι αστυφύλακες έδερναν έναν νεαρό. Ξαφνικά αυτός κατόρθωσε να αποσπασθεί από τους αστυφύλακες. Τότε ο Ντερτιλής, που μόλις είχε αντιληφθεί το επεισόδιο, έβγαλε από το μπουφάν του το περίστροφό του και πυροβόλησε χωρίς να πολυσκεφθεί. Ο νεαρός έπεσε σαν κοτόπουλο. Έμεινε επί τόπου ακριβώς στην διασταύρωση Πατησίων και Στουρνάρα, προς την πλευρά της Ομόνοιας. Εγώ φαντάστηκα ότι του έριξε στα πόδια και περίμενα να κινηθεί. Όταν όμως είδα να σχηματίζεται μια λίμνη από αίμα και μια μικρή άσπρη λιμνούλα από μυαλά, κατάλαβα ότι τον πυροβόλησε στο κεφάλι και ήταν ήδη νεκρός. Μετά, σαν να μη συνέβαινε τίποτα, μπήκε στο τζιπ και κτυπώντας με στην πλάτη, μου είπε “με παραδέχεσαι ρε; Σαράντα πέντε χρονών άνθρωπος και με τη μια τον πέτυχα στο κεφάλι”».

Βάσει των όσων επιπλέον είπε ο Αγριτέλης, μετά τη δολοφονία ο Ντερτιλής συνέχισε τις εφόδους του στο κέντρο της Αθήνας, παρακινώντας αστυνομία και στρατό να ανοίξει πυρ. «Βαράτε στο ψαχνό, πέντε παλιόπαιδα θα μας κάνουν ό,τι θέλουν; Τι φοβάστε ρε; Βαράτε, εγώ έκανα την αρχή», ήταν κάποιες από τις προτροπές που έκανε σε άνδρες των δυνάμεων καταστολής, σύμφωνα με τον οδηγό του τζιπ. «Στην περιοχή του ΟΤΕ έβγαλε το περίστροφό του και άρχισε να πυροβολεί χωρίς να μπορώ να διαπιστώσω αν χτυπήθηκε κανείς», συμπλήρωνε ο Αγριτέλης.

Ο αναπτήρας που τον καταδίκασε

Ο συνήγορος υπεράσπισης του Ντερτιλή δεν δέχτηκε τη μαρτυρία του Αγριτέλη, υποστηρίζοντας ότι δεν υπήρξε ποτέ οδηγός του πελάτη του. Λίγο καιρό μετά το συμβάν, ο οδηγός είχε εκδιωχθεί με δυσμενή μετάθεση στο Πολύκαστρο. Τα στοιχεία που έδωσε ωστόσο στο δικαστήριο ο Αγριτέλης για να αποδείξει ότι γνώριζε τον Ντερτιλή ήταν τελικά αυτά που τον «έκαψαν». Δήλωσε ότι ο προϊστάμενός του τον έστελνε να του αγοράζει τσιγάρα Dunhill και να επισκευάζει τον αναπτήρα του, μάρκας Ronson, σε ένα κατάστημα στη Βουκουρεστίου. Ύστερα από έρευνα στο εν λόγω κατάστημα, εντοπίστηκε απόδειξη επισκευής στο όνομα «Νίκος Ντερτιλής».

Μετά από ακροαματική διαδικασία δυόμισι μηνών, το Πενταμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών απεφάνθη ότι ο Ντερτιλής είχε δολοφονήσει τον Μυρογιάννη με το υπηρεσιακό του περίστροφο, τον κήρυξε ένοχο ανθρωποκτονίας από πρόθεση και τον καταδίκασε σε ισόβια κάθειρξη. Για το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου καταδικάστηκε σε 20ετη κάθειρξη. Αν δεν ήταν είχε αποδειχτεί δηλαδή η ενοχή του στη δολοφονία του Μυρογιάννη, θα είχε αποφυλακιστεί, κάνοντας χρήση κάποιων ευνοϊκών όρων, το αργότερο έως το 1990. Ή… μήπως όχι;

Ο λάθος άνθρωπος στη λάθος θέση

Ο Ντερτιλής δεν ήταν μόνο, ένας αδίστακτος, όπως αποδείχτηκε, εκτελεστής, αλλά και ο πιο γνήσιος, μεταξύ οικείων, ιδεολόγος του φασισμού. «Τυφλός» εθνικιστής και βαθιά αντικομμουνιστής, έχτισε τη φήμη του άτεγκτου στρατιωτικού και αυτού που δεν λογάριαζε τίποτα μπροστά σε αυτό που θεωρούσε πατριωτικό συμφέρον και καθήκον. Η θηριώδης σωματική διάπλασή του συμπλήρωνε ιδανικά το προφίλ του εθνικόφρονα, με το μαχαίρι στα δόντια, βαθμοφόρου. Στην κατοχή πάντως δεν συνεργάστηκε με τους Ναζί, αλλά τους πολέμησε και συνελήφθη μάλιστα για την αντιστασιακή δράση του.

Στον εμφύλιο πολέμησε ως εθελοντής λοχίας της Εθνοφυλακής. Κατόπιν, έφυγε, επίσης ως εθελοντής, για τον πόλεμο της Κορέας, όπου και τιμήθηκε με παράσημο. Το 1964 ταξιδεύει με πλαστό διαβατήριο στην Κύπρο με το βαθμό του ταγματάρχη, για να οργανώσει τις ειδικές μονάδες της ΕΛΔΥΚ, υπό τις διαταγές του στρατηγού Γεωργίου Γρίβα («Διγενή»). Θα επιστρέψει από εκεί με τον τίτλο του «τουρκοφάγου», καθώς επιδίδεται σε επιχειρήσεις εκκαθάρισης σε τουρκοκυπριακά χωριά κοντά στη Λεμεσό.

Στη μάχη της Μασούρας, το 1964, η μονάδα του καταλαμβάνει ένα σημαντικό προγεφύρωμα, αλλά οι απώλειες τον εξοργίζουν και ορκίζεται εκδίκηση. Επιτίθεται εφ’ όπλου λόγχη σε ένα οχυρωμένο από Τουρκοκύπριους χωριό και δεν ξεχωρίζει ένοπλους από άοπλους. Ο Γρίβας τον καλεί από τον ασύρματο να «υπάρξουν κάποια όρια» στον τρόπο με τον οποίο οι άνδρες του μεταχειρίζονται τους αμάχους. Εκνευρισμένος ο Ντερτιλής πυροβολεί τον ασύρματο. Το χωριό αφανίζεται ουσιαστικά από κατοίκους.

Τη βραδιά του πραξικοπήματος ο Ντερτιλής είχε νευραλγικό ρόλο. Είχε επωμιστεί να «ελέγξει γρήγορα 28 στόχους» με το μηχανοκίνητο τάγμα που διοικούσε στην Αγία Παρασκευή. «Τους έπιασα στον ύπνο με πολύ λίγους αλλά αποφασισμένους άνδρες. Τέσσερις παρά δέκα το πρωί είχε τελειώσει η επιχείρηση… ο αιφνιδιασμός είχε πετύχει», έλεγε με καμάρι για την κατάληψη μιας σειράς δημοσίων κτιρίων της Αθήνας, το ξημέρωμα της 21ης Απριλίου.

Αμετανόητος έως το τέλος

Η ευλαβική προσήλωση του Ντερτιλή στα πιστεύω του παρέμεινε αδιασάλευτη έως την τελευταία ημέρα της ζωής του. Οι περισσότεροι πραξικοπηματίες που καταδικάστηκαν το καλοκαίρι του 1975 (16 εξ’ αυτών σε ισόβια) αποφυλακίστηκαν, κάνοντας χρήση του όρου της κατ’ οίκον νοσηλείας λόγω «ανηκέστου βλάβης», ή έχοντας συμπληρώσει το 70ο έτος της ηλικίας τους, παράλληλα με την έκτιση 25ετούς ποινής φυλάκισης.

Ο Ντερτιλής δεν δέχτηκε ποτέ να λάβει χάρη. Θεωρούσε πράξη προδοσίας το αίτημα για «ανήκεστο βλάβη» και δεν αναγνώριζε τη δικαιοδοσία των δικαστηρίων της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας. Οι κυβερνήσεις της Μεταπολίτευσης, τις οποίες θεωρούσε «παράνομες», επιχείρησαν επανειλημμένα να διευκολύνουν την αποφυλάκισή του για «λόγους υγείας». Ιδιαίτερα ο Ευάγγελος Γιαννόπουλος, ως υπουργός Δικαιοσύνης, είχε φτάσει στο σημείο να υποδεικνύει μέσω τρίτων στον Ντερτιλή να υπογράψει τη σχετική αίτηση (μεταμέλειας) προκειμένου να καταστεί δυνατή η αποφυλάκισή του. Και το συμβούλιο των φυλακών Κορυδαλλού προσπάθησε επίμονα, για λόγους κοινωνικούς αλλά και υγείας, να διευκολύνει τη διακοπή της έκτισης της ποινής του.

«Είναι πιθανότερο να πέσει μαύρο χιόνι, ο ήλιος να βγει από τη δύση παρά να υπογράψω εγώ ένα παρόμοιο χαρτί», είχε πει σε συνέντευξη του στον Τάσο Τέλλογλου. Για να μεταπειστεί, τον επισκέφτηκε αυτοπροσώπως στη φυλακή ο Στυλιανός Παττακός, τον οποίο έδιωξε κακήν κακώς. «Το δικό μου αποφυλακιστήριο θα μου το καρφώσουν στο φέρετρο», απαντούσε. «Εγώ θα βγω από τη φυλακή με τους δικούς μου όρους, θα με δικαιώσουν, θα με αποκαταστήσουν. Δεν είμαι οπαδός της Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας. Από το 1974, μέχρι σήμερα, το δήλωσα εγγράφως ότι όλες οι κυβερνήσεις που σχηματίστηκαν είναι παράνομες και δεν δέχομαι τις αποφάσεις τους».

Ο Ντερτιλής δεν ενέδωσε ούτε στις πιέσεις του γιου του, Βασίλη – στρατιωτικός και αυτός – που προσπάθησε απεγνωσμένα να τον πείσει να αποφυλακιστεί. Δεν τα κατάφερε ούτε με το… θάνατό του. Ο Βασίλης Ντερτιλής απεβίωσε το Δεκέμβριο του 2012 και ο πατέρας του δεν έκανε ούτε τότε χρήση των διατάξεων αποφυλάκισης, απρόθυμος να πάει στην κηδεία του. Ένα μήνα αργότερα έφυγε και ο ίδιος από τη ζωή, σε ηλικία 93 ετών, έχοντας υποστεί οξύ ισχαιμικό επεισόδιο. Πεπεισμένος ότι υπήρξε θύμα συνωμοσίας όλων των «προδοτών» του έθνους, συμπεριλαμβανομένων των πρώην συντρόφων του, παρέμεινε έγκλειστος για 38 χρόνια.

Για πολλούς Έλληνες, που αδυνατούν να διαχωρίσουν τον εθνικισμό από τον πατριωτισμό, παραμένει έως και σήμερα ιδεολογικό πρότυπο. Οι συγκρίσεις με τον Κολοκοτρώνη και τον Σωκράτη στην κηδεία του θα μπορούσαν να συμβολίζουν και την «τύφλωση» μιας μεγάλης μερίδας πολιτών, που το 2012 έστειλε τους νοσταλγούς του στα κοινοβουλευτικά έδρανα.

χούνταΔικτατορίαΝίκος Ντερτιλήςπραξικόπημα