Ιστορία|27.01.2021 11:57

Κατάθλιψη και λιμοκτονία: Το μαρτύριο του πιο επώδυνου ρόλου που πήρε Όσκαρ

Δημήτρης Καναβαράκης

O Βλαντισλάβ Σπίλμαν ήταν ένας διάσημος Εβραιοπολωνός πιανίστας και συνθέτης κλασικής μουσικής. Όταν το 1939 οι Γερμανοί εισέβαλαν στην Πολωνία, ζούσε στη Βαρσοβία και εργαζόταν στο ραδιοφωνικό σταθμό της πόλης. 

Ο σταθμός καταστρέφεται από τις εκρήξεις και ο Σπίλμαν συνεχίζει να παίζει πιάνο σε εστιατόρια και καφετέριες, καταφέρνοντας έτσι να συντηρήσει την εξαμελή οικογένειά του, τους δύο γονείς του, τον αδελφό και τις δύο αδελφές του. Σύντομα όμως οι συνθήκες διαβίωσης για τους Εβραίους της Πολωνίας γίνονται εφιαλτικές, καθώς οι Ναζί δρομολογούν το σχέδιο της «Τελικής Λύσης», τον εκτοπισμό τους από τις περισσότερες κατεχόμενες χώρες της Ευρώπης και την εξόντωση τους.

Στη Βαρσοβία προηγείται μια κολοσσιαία επιχείρηση διαχωρισμού του πληθυσμού και απομόνωσης των Εβραίων. Επιλέγεται μια περιοχή μόλις 34 τετραγωνικών χιλιομέτρων για να εγκλωβιστούν περίπου 460.000 άνθρωποι με το 1/3 να έχει μετατοπιστεί εκεί από άλλες περιοχές της χώρας. Είναι το μαρτυρικό εβραϊκό Γκέτο της Βαρσοβίας, τα όρια του οποίου καθορίζονται με την ανύψωση τειχών και εντός αυτών ξεκινά η αντίστροφη μέτρηση για την εξαθλίωση (υποσιτισμός, τύφος) των κατοίκων του. Αυτό το κομμάτι γης αποτελούσε μόνο περίπου το 2,5% της συνολικής μητροπολιτικής περιοχής, αλλά στέγαζε σχεδόν το 30% του πληθυσμού της πρωτεύουσας! Ουσιαστικά επρόκειτο για τη μεγαλύτερη «φυλακή» στην ανθρώπινη ιστορία. Εκεί απομονώθηκε μεταξύ των χιλιάδων συμπατριωτών του και ο Σπίλμαν με την οικογένεια του.

Η τυχαία εξαίρεση από το ξεκλήρισμα της οικογένειας 

Το καλοκαίρι του 1942 το στρατόπεδο εξόντωσης της Τρεμπλίνκα (πολωνική τοποθεσία) ήταν έτοιμο να υποδεχτεί τα καραβάνια των Εβραίων μελλοθάνατων. Περισσότεροι από 270.000 άνθρωποι του Γκέτο Βαρσοβίας μεταφέρθηκαν εκεί και δολοφονήθηκαν από τον Ιούλιο έως το Σεπτέμβριο του 1942. Τη μέρα που επρόκειτο να ανέβει στο τρένο και ο Σπίλμαν με τους συγγενείς του, ένας οικογενειακός φίλος που ανήκε στην Εβραϊκή Αστυνομία, ονόματι Τζέρσι Λεβίνσκι, τον αναγνώρισε μέσα στο πλήθος και τον τράβηξε πίσω. Τα μέλη της οικογενείας του επιβιβάστηκαν κανονικά και κανένας δεν βγήκε ζωντανός από εκεί.

Ο Σπίλμαν παρέμεινε στο γκέτο ως εργάτης-σκλάβος στις γερμανικές μονάδες κατασκευής και αργότερα βοήθησε στο λαθρεμπόριο όπλων για την επερχόμενη εβραϊκή εξέγερση. Όταν αυτή εκδηλώθηκε, οι Γερμανοί αιφνιδιάστηκαν και οι Εβραίοι αντιστασιακοί πέτυχαν να πάρουν υπό τον έλεγχο τους τη μεγαλύτερη έκταση του γκέτο. Με την αναδιοργάνωση των κατακτητών όμως, τα αντίποινα ήταν τρομερά. Η σφαγή του Απριλίου του 1943 ήταν ανηλεής, περίπου 60.000 άνθρωποι σκοτώθηκαν κατά τη γερμανική εισβολή ή απελάθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, ενώ το γκέτο καταστράφηκε ολοσχερώς.

Ο Σπίλμαν, που έγινε αυτόπτης μάρτυρας πολλών εικόνων φρίκης, προσπαθεί να σώσει το τομάρι του, αναζητώντας κρυψώνες σε άλλα προάστια της Βαρσοβίας. Αρκεί πια μόνο η αναγνώριση κάποιου ως Εβραίου για να εκτελεστεί επί τόπου, αλλά με τη βοήθεια παλιών φίλων από το ραδιόφωνο και συναδέλφων μουσικών, καταφέρνει να αποφύγει τη σύλληψη και το θάνατο αρκετές φορές. Είναι παρών και ζει underground τη μεγαλύτερη επιχείρηση που διεξήγαγε αντιστασιακή οργάνωση κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η εξέγερση της Βαρσοβίας ξεκινά από τους Πολωνούς αντάρτες την 1η Αυγούστου 1944, αλλά η βοήθεια των Σοβιετικών δεν φτάνει ποτέ και καταπνίγεται στο αίμα ύστερα από 63 ημέρες εχθροπραξιών. Οι γερμανικές δυνάμεις απαντούν με τη συνήθη πρακτική τους, την εξάντληση της θηριωδίας τους. Στην προκειμένη περίπτωση είναι η οργανωμένη λεηλασία και καταστροφή της πόλης, κατά το δόγμα του Χίτλερ ότι είτε η Βαρσοβία θα γινόταν κέντρο του «γερμανικού πολιτισμού» είτε θα ισοπεδωνόταν.

Ένας από τους «Ροβινσώνες Κρούσους» της Βαρσοβίας

Μέσα σε αυτή την κόλαση, τη φρίκη και το ζόφο μιας πόλης που οι σκιές των ιπτάμενων ορνέων είναι πιο έντονες από την ανθρώπινη ανάσα, ξεφυτρώνουν οι «Ροβινσώνες Κρούσοι» της Βαρσοβίας. Είναι οι άνθρωποι που αποφασίζουν να μείνουν στην ερειπωμένη και ρημαγμένη πρωτεύουσα και να κρυφτούν στα ερείπια της, περιμένοντας την έλευση του Κόκκινου Στρατού και την καθολική υποχώρηση των Ναζί. Περιφέρονται σαν «νεκροί – ζωντανοί» σε ερείπια, υπόγεια και αποθήκες, αναζητώντας «ασφαλή» στέγη και τροφή. Μερικοί καταφέρνουν να διαφύγουν τελικά από τη Βαρσοβία, άλλοι συλλαμβάνονται και εκτελούνται, ενώ άλλοι καταφέρνουν να επιζήσουν μέχρι την απόσυρση των γερμανικών στρατευμάτων.

Ένας εξ’ αυτών, για την ακρίβεια ο πιο γνωστός των «Ροβινσώνων», είναι και ο Σπίλμαν. Που από κάποιο χρονικό σημείο και έπειτα έμεινε εντελώς μόνος, φλερτάροντας με το θάνατο λόγω ίκτερου και υποσιτισμού. Κάποια στιγμή, ενώ προσπαθεί απεγνωσμένα να ανοίξει μια κονσέρβα διαπιστώνει με τρόμο πως κάποιος τον παρακολουθεί. Ήταν ένας ένστολος Γερμανός. Ο Σπίλμαν παραλύει στην ιδέα του θανάτου, αλλά αντί ο Γερμανός να βγάλει το περίστροφο του, τον ρωτάει πράγματα για τη ζωή του και μαθαίνει ότι είναι πιανίστας. Στο ισόγειο της κατεστραμμένης οικίας υπήρχε ένα πιάνο και ο Γερμανός του ζητά να του παίξει ένα κομμάτι. Ο Σπίλμαν, μια σκιά πλέον του παλιού εαυτού του, διαπιστώνει ότι το μόνο που τον συνδέει με το παρελθόν του είναι η μουσική. Παίζει μηχανικά την μπαλάντα του Σοπέν σε Σολ Μινόρε. Συγκινημένος ο Γερμανός, του δείχνει ένα καλύτερο μέρος για να κρυφτεί και του πηγαίνει συχνά τροφή, ενώ του χαρίζει και το παλτό του για να αντέξει το κρύο.

Adrien Brody - Τhe pianist (AP photo)

Η αναζήτηση και επιλογή του «Πιανίστα»

Αυτή είναι η ιστορία του ανθρώπου που ενέπνευσε έναν από τους πιο… απαιτητικούς και επώδυνους ρόλους στην ιστορία της 7ης τέχνης. Απαιτητικός γιατί ο Ρόμαν Πολάνσκι διοργάνωσε στο Λονδίνο οντισιόν με 1400 υποψηφίους για το βασικό ρόλο και τους απέρριψε όλους! Και επώδυνος γιατί ο άνθρωπος που υποδύθηκε τελικά τον «πιανίστα» άλλαξε όλη τη ζωή του, έφτασε στα πρόθυρα της λιμοκτονίας και υπέφερε για καιρό από κατάθλιψη.

Η τελειομανία του Πολάνσκι σε ότι αφορούσε τη συγκεκριμένη ταινία είχε να κάνει και με τα προσωπικά βιώματά του. Πολωεβραϊκής καταγωγής ο ίδιος, είχε αποδράσει από το γκέτο της Κρακοβίας μετά το θάνατο της μητέρας του και την εξαφάνιση του πατέρα του. Στην αρχή ήθελε να δώσει το ρόλο στον αδερφό του Τζόζεφ Φάινς, Ρέιφ, ο οποίος όμως τον αρνήθηκε λόγω υποχρεώσεων στο θέατρο. Τελικά ενθουσιάστηκε όταν συναντήθηκε στο Παρίσι με τον (επίσης πολωεβραϊκής καταγωγής) Άντριεν Μπρόντι. Χρειάστηκε ένα μικρό δοκιμαστικό για να δώσει αμέσως το ρόλο στον σχετικά άσημο στο ευρύ κοινό τότε 28χρονο ηθοποιό.

O Μπρόντι το είδε - ορθά - ως ευκαιρία ζωής, αλλά για να φτάσει έως την «ανάσταση» αισθάνθηκε ότι έπρεπε πρώτα να περάσει το στάδιο της «σταύρωσης». Για να μπει ψυχή τε και σώματι στο πετσί του ρόλου, ένιωσε ότι έπρεπε να καλλιεργήσει μια αίσθηση απομόνωσης και να εγκαταλείψει τις ανέσεις της σύγχρονης ζωής. Θεώρησε ότι για να προσεγγίσει το δράμα του Βλαντισλάβ Σπίλμαν ήταν απαραίτητο να εγκαταλείψει όλα αυτά που θεωρούσε δεδομένα.

«Εγκατέλειψα το διαμέρισμά μου, πούλησα το αυτοκίνητό μου, αποσύνδεσα τα τηλέφωνα και έφυγα. Πήρα δύο τσάντες και το laptop μου και μετακόμισα στην Ευρώπη», έχει δηλώσει. Η έντονη, μονόπλευρη αφοσίωσή του στο ρόλο είχε επιπλέον ως αποτέλεσμα να διαλύσει τη σχέση με την κοπέλα του.

H δοκιμασία του Μπρόντι έως το θρίαμβο

Ο ηθοποιός επιδόθηκε σε εξονυχιστική μελέτη της ζωής του Σπίλμαν και της ιστορίας του γκέτο της Βαρσοβίας. Όσο διάβαζε, τόσο περισσότερο μεγάλωνε η ανάγκη και η επιθυμία του να ωθήσει τον εαυτό του στα όρια. Να υποφέρει και να αναζητήσει μέσα του ένστικτα αυτοσυντήρησης. Το προσέγγισε και ως φόρο τιμής σε αυτά που πέρασε ο πραγματικός ήρωας της ταινίας. Μολονότι γνώριζε ότι τίποτα δεν θα μπορούσε να τον φέρει κοντά στο μαρτύριο του, έκανε ό,τι ήταν ανθρωπίνως δυνατό. «Ήμουν σε ένα πολύ σκοτεινό, μελαγχολικό - σαν πρωτόγονο - μέρος, όλη μέρα, κάθε μέρα. Την πνευματική προετοιμασία μου διέκοπτε μόνο ο ύπνος. Με εξουθένωσε συναισθηματικά, ήταν όμως το τίμημα που έπρεπε να πληρώσω».

Αντίστοιχο ήταν το τίμημα που χρειάστηκε να πληρώσει και σωματικά. Έπρεπε για τις ανάγκες της ταινίας να αδυνατίσει, να δείχνει ταλαίπωρος και καχεκτικός. Ίσως το… παράκανε βέβαια λίγο. Μέσα σε έξι εβδομάδες έχασε 15 κιλά και έφτασε, άνθρωπος με 1,85μ. ύψος, να ζυγίζει μόλις 60κ. Έτρωγε κάθε μέρα μόνο δύο βραστά αυγά για πρωινό, λίγο κοτόπουλο για μεσημεριανό και μια μικρή ποσότητα κοτόπουλου ή ψαριού με βραστά λαχανικά για βραδινό.

«Υπάρχει ένα άδειασμα που έρχεται όταν φτάνεις κοντά στη λιμοκτονία, το οποίο δεν είχα βιώσει. Δεν θα μπορούσα να το παραστήσω χωρίς να το γνωρίζω. Έχω βιώσει απώλεια, έχω βιώσει τη θλίψη στη ζωή μου, αλλά δεν ήξερα την απόγνωση που έρχεται με την πείνα».

Για να αφομοιώσει πλήρως το ρόλο, ο Μπρόντι κατάφερε μέσα σε λίγους μήνες να μάθει πιάνο σε ένα καλό επίπεδο. Για ένα διάστημα έκανε περίπου τετράωρη εξάσκηση την ημέρα, ώστε να μπορεί να εκτελεί τα κομμάτια του Σοπέν που περιλαμβάνονται στην ταινία. Ένιωθε ότι ήταν σημαντικό για αυτόν να παίξει αυτά τα κομμάτια μόνος του.

Η ανταμοιβή για τις θυσίες του ήρθε με το τελικό αποτέλεσμα. Ο «Πιανίστας» προβλήθηκε το 2002, σημείωσε μεγάλη επιτυχία και ο ίδιος έλαβε παγκόσμια αναγνώριση, ως ο πρώτος ηθοποιός κάτω των 30 ετών που κερδίζει το Όσκαρ Α’ Ανδρικού Ρόλου. Βέβαια, η επιρροή από την προσπάθεια ταύτισης με τον ήρωα δεν τελείωσε με τη λήξη των γυρισμάτων. Όπως έχει πει, υπέφερε από κατάθλιψη για περίπου ένα χρόνο μετά την ταινία. «Δεν ήταν απλώς κατάθλιψη, ήταν ένα πένθος. Ήμουν πολύ ταλαιπωρημένος ψυχικά απ’ αυτό που αγκάλιασα και από τη συνειδητοποίηση του τι μου προκάλεσε».

Η τραγική τύχη του Χόζενφελντ

Ο Βλαντισλάβ Σπίλμαν είχε πεθάνει, σε ηλικία 89 ετών, δύο χρόνια πριν από την προβολή του κινηματογραφικού έπους που ανέδειξε την ιστορία του. Την είχε προ πολλού δημοσιοποιήσει μέσω της αυτοβιογραφίας του «Ο θάνατος μιας πόλης», που εκδόθηκε το 1946. Το βιβλίο λογοκρίθηκε από τις σοβιετικές αρχές για πολιτικούς λόγους. Για παράδειγμα, η εθνικότητα του αξιωματικού Βιλμ Χόζενφελντ άλλαξε σε αυστριακή, καθώς ήταν αδύνατο να δημοσιευθεί βιβλίο στην κατεχόμενη από σοβιετικές ιδέες Πολωνία μετά τη λήξη του πολέμου, που να παρουσιάζει έναν Γερμανό ως καλό άνθρωπο. Άλλωστε ο Χόζενφελντ, ο οποίος όπως αποδείχτηκε είχε απαρνηθεί τη ναζιστική ιδεολογία και κατάφερε να διασώσει και άλλους Πολωνούς – Εβραίους κατά τη γερμανική κατοχή, συνελήφθη από τους Σοβιετικούς με την κατηγορία του κατασκόπου και άφησε την τελευταία πνοή του σε σοβιετικό στρατόπεδο συγκέντρωσης το 1952.

Ο Σπίλμαν τον αναζήτησε, έμαθε που βρίσκεται και προσπάθησε το 1950 να τον βγάλει από τη φυλακή, ζητώντας τη βοήθεια του επικεφαλής της μυστικής αστυνομίας της Πολωνίας, Τζέικομπ Μπέρμαν, ο οποίος όμως ισχυρίστηκε ότι δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Το 1957 επισκέφτηκε την οικογένεια του ευεργέτη του στη Δυτική Γερμανία.

Το 1998, ο ένας από τους δύο γιους του Σπίλμαν, Αντρέι, δημοσίευσε τη νέα εκτεταμένη έκδοση της αυτοβιογραφίας του πατέρα του με τον τίτλο «Ο Μοιραίος Επιζώντας» σε έναν γερμανικό εκδοτικό οίκο. Στα αγγλικά μεταφράστηκε ως «Ο Πιανίστας» (όπου και βασίστηκε η ταινία), το οποίο σημείωσε μεγάλη επιτυχία.

Αν υπάρχει ένας τρόπος με τον οποίο θα μπορούσε να γίνει καλύτερη η ιστορία της κινηματογραφικής μεταφοράς του Πιανίστα, είναι να εκπαίδευε ο ίδιος ο Βλαντισλάβ Σπίλμαν στο πιάνο και την... κατάθλιψη τον άνθρωπο που έπιασε πάτο για να τον ερμηνεύσει.

Βλαντισλάβ ΣπίλμανΡομάν ΠολάνσκιΆντριεν Μπρόντι