Lifestyle|23.06.2020 13:29

Γιώργος Κιμούλης: «Ζούμε σε μια κοινωνία που η μη συμμετοχή είναι το ζητούμενο για το σύστημα»

Newsroom

Το σπίτι του Γιώργου Κιμούλη βρίσκεται στην περιοχή του Χίλτον, στον 6ο όροφο μιας καλόγουστης πολυκατοικίας της δεκαετίας του ’80. Ένα σπίτι εργένικο, με αναπαυτικούς καναπέδες, πολλές φωτογραφίες με συναδέλφους, αγαπημένα πρόσωπα και συνάμα ένας χώρος διακοσμημένος με στιλ. Το δικό του στιλ και τη δική του αισθητική. Είναι η πρώτη φορά που τον γνωρίζω από κοντά.

«Ο Κιμούλης είναι ωραίος τύπος. Και ξέρει να μιλάει σωστά τα ελληνικά» μου είχαν πει, κάτι που το διαπίστωσα κι εγώ όση ώρα μιλήσαμε. Και μιλήσαμε αρκετά, χωρίς να σταθούμε αποκλειστικά στο σήμερα, αλλά ξετυλίγοντας το κουβάρι της περιπετειώδους ζωής του, που ξεκίνησε το φθινόπωρο του 1956 στον Πειραιά. «Γεννήθηκα στην Καλλίπολη. Λίγο καιρό ύστερα από τη γέννησή μου, μετακομίσαμε στην Αθήνα, στην οδό Βηλαρά 5, απέναντι από το Εθνικό Θέατρο. Όταν ήμουν μαθητής στην Δ’ τάξη του Δημοτικού, πήγαμε στη Βούλα. Γυμνάσιο ήμουν στη Λεόντειο και ύστερα στη Γαλλική Σχολή στον Πειραιά, όπου τελείωσα το σχολείο. Έχω αλλάξει αρκετά σπίτια και σχολεία» περιγράφει στο People.

«Μεγάλωσα με απόλυτη ελευθερία»

Παιδί νομικών, θυμάται τον εαυτό του να μεγαλώνει με μια ελευθερία κινήσεων. «Και οι δυο μου γονείς ήταν δικηγόροι. Η μητέρα μου μάλιστα ήταν η πρώτη γυναίκα που μπήκε στο Συμβούλιο της Επικρατείας. Σπουδαία νομικός. Από την άλλη, ο πατέρας μου ήταν ένας αρκετά ταλαιπωρημένος άνθρωπος. Είχε ζήσει πολλά χρόνια στην εξορία. Ήταν πολύ μεγάλος σε ηλικία όταν με έκανε, πάνω από 60. Γι’ αυτό δεν θεωρώ πως είχα πατέρα, αλλά έναν πατέρα-παππού. Πέθανε σε ηλικία 105 ετών.

Εκείνον έβλεπα πιο συχνά ως παιδί, διότι η μητέρα μου δούλευε πολύ σκληρά. Μεγάλωσα με απόλυτη ελευθερία. Όταν η μητέρα μου προσπαθούσε να βάλει όρια στην ελευθερία μου, έβρισκα τρόπους να ξεφεύγω. Τα παιδικά μου χρόνια ήταν μια χαρά. Δεν ήμασταν μια πλούσια οικογένεια, αλλά ούτε και φτωχοί» λέει με ειλικρίνεια. Στέκομαι λίγο στην απόλυτη ελευθερία με την οποία μεγάλωσε και του ζητώ να μου αναλύσει περισσότερο το πώς μεγάλωσε.

«Ο πατέρας μου ήταν πολύ μεγάλος, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει έλεγχος. Ήμουν ατίθασος. Για να σου δώσω να καταλάβεις, όταν πήγαινα στη Δραματική Σχολή, 19 χρόνων, ήμουν το αγαπημένο παιδί του Βασίλη Τσιτσάνη και πήγαινα σχεδόν κάθε νύχτα στο Χάραμα (σ.σ. θρυλικό μαγαζί στο δάσος της Καισαριανής). Θυμάμαι ότι με περίμενε στην κουζίνα. Παράγγελνε δυο φιλέτα, ένα για εκείνον, ένα για εμένα, και μου έλεγε ιστορίες. Όταν άρχιζε το πρόγραμμα, χωνόμουν σε ένα τραπέζι φίλων. Όπου έβρισκα».

«Όταν οι γονείς μου χώρισαν, βρήκα την ευκαιρία να το σκάσω από το σπίτι»...

Γιώργος Κιμούλης