Μουσική|30.10.2018 12:16

Αυτό δεν ήταν αφιέρωµα στον Μάνο Ελευθερίου

Ναταλί Χατζηαντωνίου

Αφιέρωµα στον Μάνο Ελευθερίου; Ναι. Πέραν των υπερεσπευσµένων αφιερωµάτων που «έσκασαν» ήδη από τον Σεπτέµβριο σε συναυλίες και τηλεόραση προτού η συνειδητοποίηση της απουσίας του να καταλάβει µέσα µας τον χώρο που της αξίζει, υπήρχε και το αφιέρωµα του Μεγάρου Μουσικής.

O,τι παρουσιάστηκε εκεί Παρασκευή, Σάββατο και επαναλαµβάνεται κι απόψε ήταν, όµως, ένα µουσικό γεγονός προγραµµατισµένο πριν από τον αιφνίδιο θάνατο του ποιητή στις 22 Ιουλίου. Προέβλεπε στο πρώτο µέρος την πρεµιέρα του «Νοητού Λύκου»: το ποιητικό magnum opus του Ελευθερίου εκδόθηκε το 2010, αποτελώντας ένα µεγάλο, έµµετρο, συµβολικό ποίηµα µε αυτοβιογραφικές αναφορές.

Μελοποιήθηκε, όσο ο ίδιος ακόµα ζούσε, από το Γιώργο Ανδρέου, εν είδει ορατορίου, παιγµένο από µικρό συµφωνικό σχήµα και µε συντελεστές που κυρίως ο ίδιος ο Ελευθερίου είχε επιλέξει ή εγκρίνει. Τους Γιάννο Περλέγκα (Αφηγητή), Γιώργο Νταλάρα (Κορυφαίο), Χρήστο Θηβαίο (Αγγελο), Μάρθα Φριντζήλα (Μάνα). Στο δεύτερο µέρος είχε αποφασιστεί οι ίδιοι τραγουδιστές συν την Ελένη Τσαλιγοπούλου να ερµηνεύσουν µε άλλη (λαϊκή) ορχήστρα µερικά από τα σπουδαιότερα τραγούδια του σε µουσική των Θεοδωράκη, Ξαρχάκου, Μούτση, Σπανού, Μικρούτσικου, Κουγιουµτζή, Μαρκόπουλου.

Αυτό ήταν το σκεπτικό που παραδόθηκε στα χέρια του ∆ηµήτρη Λιγνάδη. Έµπειρος και καλός σκηνοθέτης στο θέατρο. Εδώ; ∆εν ξέρω αν ευθύνεται πρωτίστως εκείνος, αυτό όµως που παρακολουθήσαµε την Παρασκευή στο Μέγαρο σίγουρα δεν ήταν ό,τι θα ευχόταν κανείς για ένα αφιέρωµα στον Μάνο Ελευθερίου.

Για το ίδιο το ορατόριο, παρότι ο µουσικός «δρόµος» του ξένιζε όποιον έχει ταυτίσει τον Ελευθερίου µε τα τραγούδια, θα ήταν άδικο να γίνει µια βιαστική κρίση. Η πρόταση του Ανδρέου, µε τον τρόπο που κάποτε ο Μίκης µελοποιούσε π.χ. το «Αξιον Εστί», θέλει χρόνο και επιπλέον ακροάσεις για να αποφασίσεις αν σου αρέσει. Η σκηνοθεσία, όµως, ήταν τόσο στυλιζαρισµένη στο ποιητικό σύµπαν µιας απόλυτα περιεκτικής λιτότητας, που ήταν αδύνατον να αφοσιωθεί οποιοσδήποτε στο µουσικό έργο ανεπηρέαστος.

Περιττά και φλύαρα

Ακόµα και αυτός ο υπερ-ηθοποιός, ο Περλέγκας, έµοιαζε αµήχανος επιχειρώντας να υπηρετήσει χωρίς στόµφο µια στοµφώδη παρουσίαση που πότε εµφάνιζε τον ντυµένο στα κατάλευκα Θηβαίο σαν φωνακλάδικο σαιξπηρικό ξωτικό και πότε απέδιδε τους ποιητικούς συµβολισµούς ως ταµπλό βιβάν που κατέληγαν σχεδόν στην παρωδία (όταν π.χ. ξαφνικά εµφανιζόταν το φάντασµα µιας νύφης να διασχίζει τη σκηνή, ή µια γυναίκα ξαπλωµένη σε έναν πύργο από βαλίτσες, ή µια οµάδα χορευτών να εκτελεί αργά έναν ζεϊµπέκικο).

Και πάνω απ’ όλα αυτά, ανάµεσα στα βίντεοταµπλό που κρέµονταν από την οροφή (µε τη µορφή του Ελευθερίου να δεσπόζει), τι ήταν πάλι εκείνο που εµφανίστηκε ξαφνικά παρουσιάζοντας τον ποιητή σαν την κεντρική φιγούρα της «βροχής» του Ρενέ Μαγκρί στο έργο του «Golconda»; Ολα περιττά και φλύαρα σε συµβολισµούς µπροστά σε έναν υπερβατικό και απέριττο ποιητικό λόγο, που θα κλωτσούσε εξαρχής οποιαδήποτε τόσο στυλιζαρισµένη απόπειρα εικονοποίησής του.

Η ποίηση του Ελευθερίου είχε άλλωστε ανέκαθεν αυτό το χαρακτηριστικό: λειτουργούσε ταυτόχρονα σε παρελθόν και παρόν, αντλώντας από το πρώτο ιστορικό υλικό για να µιλήσει χαµηλόφωνα (και) για το σήµερα. Μια απόπειρα σκηνικής απόδοσης αυτής της διφυούς ποίησης είναι σχεδόν καταδικασµένη να είναι κατώτερη του λόγου.

Υπήρχε, όµως, και το δεύτερο µέρος, για το οποίο ελπίσαµε ότι θα µας αποζηµιώσει. Τουλάχιστον από αυτό απουσίαζε η «σκηνοθετίτιδα» (η ίδια «ίωση» που έχει κοστίσει και σε άλλους γνωστούς σκηνοθέτες τον καταποντισµό τους όταν καταπιάστηκαν µε µουσικά προγράµµατα).

Αλλά εκεί ήταν άλλο το πρόβληµα: οι τέσσερις τραγουδιστές δεν έδεσαν ποτέ σε ενιαίο σύνολο. Ήταν σχεδόν προβλέψιµο. Άλλο ρεπερτόριο έχει υπηρετήσει π.χ. η, εξαιρετική άλλοτε, ερµηνεύτρια Μάρθα Φριντζήλα, που εδώ παρέµεινε µέχρι τέλους ξένο σώµα. Φάνηκε κι όταν, αποδίδοντας χλιαρά σε εµβληµατικά τραγούδια, όπως το «Ποιος τη ζωή µου κυνηγά», τα συνόδευε µε κινησιολογία R&B, χορεύοντας δηλαδή πάνω στην επιτοµή της απόλυτης απόγνωσης.

Ο Θηβαίος, που είχε να πει τραγούδια κυρίως δικής του πρώτης εκτέλεσης (π.χ. «Αµλετ της Σελήνης»), αναµετρήθηκε µόνο µε τον εαυτό του και το έκανε µε συνέπεια. Ο Νταλάρας ήταν στιγµές στιγµές εµφανώς αµήχανος, προσπαθώντας σκληρά να τιθασεύσει τη συγκινησιακή φόρτιση – την ίδια που ξέσπασε στο τηλεοπτικό «Στην υγειά µας, ρε παιδιά». Με συναισθηµατική φόρτιση, στην κόψη του ξυραφιού και η Τσαλιγοπούλου, ερµήνευσε εξαιρετικά τη «Μαρκίζα» κ.ά. Και αργότερα µαζί µε τον Νταλάρα λειτούργησαν ωραία ως ντουέτο. Ως κουαρτέτο, όµως, οι τραγουδιστές δεν απογείωσαν τη βραδιά ούτε καν στα ανκόρ.

Το αποτέλεσµα, που παρέµεινε άνευρο και άνισο, επιβραβεύτηκε µεν µε χειροκροτήµατα, αλλά κι αυτά συγκρατηµένα, από ένα κοινό το οποίο έχοντας καταβάλει τσουχτερό εισιτήριο (15-55 ευρώ) είχε ασφαλώς µεγαλύτερες προσδοκίες. Π.χ. µια συγκινητική κορύφωση για ό,τι είχε αναγγελθεί ως µεγάλο αφιέρωµα σε εκείνον που έχει γράψει ότι «Σαν το σπίρτο που ’χει πέσει στο ξερό χορτάρι είναι κείνα τα τραγούδια που µας έχουν πάρει». Η βραδιά στο Μέγαρο δεν πήρε όµως ποτέ φωτιά...

Μάνος Ελευθερίου