Μουσική|22.01.2019 17:12

Φ. Δεληβοριάς: «Στα πλούσια προάστια ανθεί η κατάθλιψη» (vids)

Ναταλί Χατζηαντωνίου

Σαν βόλτα στην πόλη, στις γειτονιές και στους χαρακτήρες της, στις εποχές, τις γενιές και τις εικόνες, στα εσώψυχα των ανθρώπων της. Έτσι δεν είναι πολλά από τα τραγούδια του Φοίβου Δεληβοριά; Μία ωραία βόλτα µε τις απρόβλεπτες, άλλοτε χιουµοριστικές, κάποτε µελαγχολικές σκέψεις και παρατηρήσεις του περιπατητή της;

Να λοιπόν τι θα κάνει ο ίδιος από το ερχόµενο Σάββατο (26/1) και µετά όλα τα Σάββατα του Φεβρουαρίου που θα εµφανίζεται στο Κύτταρο, µαζί µε την τραγουδίστρια Νεφέλη Φασούλη και την µπάντα του (Κωστή Χριστοδούλου - πλήκτρα, Σωτήρη Ντούβα - ντραµς, Soto Yoel - µπάσο, Κώστα Παντέλη - κιθάρες): θα πάρει µαζί όλα αυτά τα τραγούδια του και θα τα παίξει έτσι «βολτάροντας» χαλαρά στην τραγουδοποιία του. Και όχι µόνον σ’ αυτή, αλλά και σ’ εκείνη άλλων δηµιουργών που αρέσουν και σ’ εκείνον και σ’ εµάς: The Boy, Θανάσης Παπακωνσταντίνου, Χατζηφραγκέτα, Γιάννης Αγγελάκας, Κόρε Υδρο., Βασίλης Νικολαΐδης, Παύλος Παυλίδης κ.ά.

Και κάτι ακόµα: σ’ αυτές τις παραστάσεις ο Φοίβος θα κάνει και το test-drive 2-3 ολοκαίνουργιων τραγουδιών. Αλλά γι’ αυτά κρατάει ακόµα τα χαρτιά του κλειστά και µας παραπέµπει στη… µυστηριώδη φράση του δελτίου Τύπου του. Ότι δηλαδή αυτή η καινούργια δουλειά θα συστηθεί στο κοινό «διά της πτώσεως: Στην πιάτσα, στο καλντερίµι, στο πεζοδρόµιο».

Άλλωστε ο Φοίβος ειδικά από το ’98 (και τον δίσκο «Χάλια») δεν φοβόταν ποτέ τις πτώσεις και τις καταβυθίσεις, ούτε όµως και το σκαρφάλωµα στις ταράτσες µε θέα, αφού όλα αυτά ήταν µέρος της µεγάλης του, προσωπικής και µε άποψη, βόλτας στο σύγχρονο ελληνικό τραγούδι. Και αφού είναι έτσι, ας πάµε έναν περίπατο µαζί του…

Πολλά από τα τραγούδια σου διαπνέονταν από την αίσθηση της βόλτας στην πόλη. Την περπατούσες από µικρός την Αθήνα;

Έπαιρνα τρόλεϊ από την Καλλιθέα, κατέβαινα Σύνταγµα και πήγαινα µόνος βόλτες στο κέντρο. Εβλεπα όλες τις φωτογραφίες στα θέατρα και στα σινεµά. Τα περιοδικά στα περίπτερα, τα βιβλία στις βιτρίνες. Ετρωγα σουβλάκι από του λεγόµενου «Γιες» δίπλα στο «Οπερα» στην Ακαδηµίας. Και κοίταζα φάτσες, κρυφάκουγα τις συνοµιλίες τους. Παπάδες, συγγενείς, συνδικαλιστές, παράνοµα ζευγάρια κάθε είδους. Μια φορά είχα κλέψει ένα λεξικό ταινιών από τον Ελευθερουδάκη και έτρεχα για ώρα. Του το ξεπλήρωσα χρόνια αργότερα βάζοντάς τον σε ένα τραγούδι µου.

Πότε οι εικόνες και τα πρόσωπά της άρχισαν να σου λένε πράγµατα και πέρα από την πρώτη εντύπωση;

Τότε. Αυτά όλα που σου λέω ήταν όταν ξεκίνησα το Γυµνάσιο. Αισθανόµουν ότι µπορώ να γράψω για όλους αυτούς, ότι αισθάνοµαι όλα όσα σκέφτονται. Επίσης είχα την εξής περίεργη δύναµη, που την έχω ακόµα: όταν δεν θέλω να µε βλέπουν, δεν µε βλέπουν. Κάπως βρίσκοµαι σε περιβάλλοντα όπου τα βλέπω και τα ακούω όλα, κανείς όµως δεν µου δίνει σηµασία. Αυτό µε βοήθησε και στον στρατό, που έγραφα συνεχώς

Δέχεσαι λοιπόν ότι κάνεις ένα είδος σύγχρονης αστικής τραγουδοποιίας;

Αν αστικά είναι και τα τραγούδια του Μάρκου, ναι. Τα αισθάνοµαι όπως είναι και του Αττίκ και του Μάρκου, και του Μπιθικώτση και του Κηλαηδόνη. Βέβαια το µουσικό όργανό µου ήταν η κιθάρα, οπότε δεν ακολούθησα τους λαϊκούς δρόµους, αλλά τη δική της παράδοση. Στον στίχο όµως έχω επηρεαστεί πολύ περισσότερο από τους λαϊκούς τραγουδοποιούς, εκείνους που έγραφαν στο µπουζούκι.

Το αστικό τραγούδι ήταν ενοχοποιηµένο ένα µεγάλο διάστηµα. Γιατί;

Ίσως γιατί η Αθήνα, αλλά και οι άλλες µεγάλες πόλεις έγιναν υδροκέφαλα οικονοµικά κέντρα, που για καιρό έχασαν τον χαρακτήρα τους. Στη δεκαετία του ’90 όλοι θέλαµε να φύγουµε, αυτό που βλέπεις στα τραγούδια του Μπακιρτζή και στις ταινίες του Τσιώλη, αυτή η ελληνική ταινία δρόµου ήταν το απωθηµένο µας, οι χυµοί είχαν κρυφτεί κάπου µέσα στην ελληνική επαρχία. Τώρα οι µικρές πόλεις είναι µικρές Αθήνες, ενώ η Αθήνα µια τραυµατισµένη επαρχία. Αρα το αστικό τραγούδι ξαναγεννιέται, υπό µορφή ραπ κυρίως πλέον. 

Πώς το απενοχοποίησε η γενιά σου;

Δύο κοµβικοί δίσκοι «πόλης» µε τους οποίους µεγαλώσαµε όλοι ήταν τα «Ζεστά Ποτά» και το «Μαµά Γερνάω». Αργότερα ανακαλύψαµε την Πλάτωνος, τον Νικολαΐδη, τον ΛοΓό, πολύ αργότερα καταλάβαµε το µεγαλείο που είχε ο Κηλαηδόνης, που µικροί τον θεωρούσαµε παιδικό, δεδοµένο. ∆εν ήταν κάτι απλό ο Λουκιανός. Σε µένα µεγάλη επίδραση άσκησε και η κορυφαία τραγουδοποιός (η Πλάτωνος είναι η κορυφαία συνθέτρια), η Αφροδίτη Μάνου. Είναι πολύ σπουδαία καλλιτέχνις, κάποτε θα έχει µεγαλύτερη σηµασία από την Παπαγιαννοπούλου. Τον Σαββόπουλο επίσης τον αγάπησα αρχικά µέσα από τα τραγούδια πόλης που έκανε, ιδιαίτερα στη «Ρεζέρβα» και στα «Τραπεζάκια».

Το καλντερίµι και το πεζοδρόµιο ταυτίστηκαν πάντως µε το λαϊκό τραγούδι. Γιατί;

Γιατί οι λαϊκοί έγραφαν θέλοντας και µη «από τη χαµηλή σκοπιά». Οι ιδιοφυείς (ο Βαµβακάρης, ο Τσιτσάνης, ο Πάνου) έβλεπαν το Σύµπαν ολόκληρο µέσα απ’ αυτήν. Εχεις ακούσει το τραγούδι του Βαµβακάρη για το φεγγάρι; Από το πεζοδρόµιο το βλέπει, βλέπει όµως τα πάντα

Εξακολουθείς να υποστηρίζεις ένα αφηγηµατικό βιωµατικό είδος τραγουδιού, όπως και οι τραγουδοποιοί που επέλεξες γι’ αυτή την παράσταση. Και ωστόσο αυτό το είδος γίνεται όλο και πιο δυσεύρετο. Γιατί;

Πάντα δυσεύρετο ήταν. Σε κάθε δεκαετία 3-4 άνθρωποι το εξάσκησαν µε συνέπεια. Οι πιο πολλοί λειτουργούσαν ως -σπουδαίοι ή όχι- συνθέτες. Και τώρα υπάρχουν πολύ σηµαντικοί βιωµατικοί, όπως (από πολύ διαφορετικούς κόσµους) ο Παντελής Δηµητριάδης και ο Αλέξανδρος Βούλγαρης, ο Χατζηγιάννης, ο Φραγκιαδάκης, ο Χαλβατζής, ο φίλος και κουρέας µου Γραµµένος που τώρα ετοιµάζει κάτι ωραία.

Γιατί το τραγούδι δεν µπορεί ακόµα να µιλήσει σε µεγαλύτερη κλίµακα για όσα µας συµβαίνουν;

Εννοείς στην κλίµακα των µεγάλων του ’60; Τότε η σκοπιά ήταν παντού σινεµασκόπ. Αυτή ήταν η εποχή. Και στις ταινίες και στη µουσική και παντού. Ήταν η σηµαντικότερη περίοδος µετά την Αναγέννηση. Θα έρθει και πάλι αυτή η ώρα. Ποιος ξέρει πότε; Ως τότε οι ραψωδοί θα κρατάνε τα µπόσικα. Και κάποιοι θα ανακαλυφθούν πολύ αργότερα.

«Η καινούργια δουλειά συστήνεται διά της πτώσεως» αναφέρει το δελτίο Τύπου. Αναρωτιέµαι αν δεν είναι στη µοίρα της δισκογραφίας πλέον να συστήνεται διά της πτώσεως..

Ε, ναι, τέλειωσε αυτή η ιστορία. Δεν πειράζει, ήταν πολύ µικρή χρονικά σε σχέση µε όλη τη µουσική. 70 χρόνια κράτησε. Η µουσική υπήρχε και θα υπάρχει για πολύ περισσότερο.

Αναρωτιέµαι, επίσης, και αν η γενιά των 40άρηδων γενικώς δεν όφειλε να προ - σαρµοστεί στην πτώση…

Οι καλλιτέχνες οι σωστοί δεν προσαρµόζονται πουθενά. Πάντα έρχονται από έναν δρόµο που δεν τους περιµένεις.

Η άνοδος έρχεται, διακρίνεται, θα ’ρθει;

Προς το παρόν έρχονται τα τέρατα, για ακόµα µία φορά. Θα έχουν τη συνηθισµένη τους τύχη.

Περπατάς ακόµα στην πόλη; Τι ακούς στα πεζοδρόµια;

Δεν έχει αλλάξει τίποτα για µένα. Ακούω και βλέπω τα πάντα. Τώρα ανθεί και ένα νέο είδος δολοφόνου, που δοξάζεται από τους νοικοκυραίους των κοινωνικών δικτύων. Θα τελειώσουµε και µ’ αυτό, θα φροντίσουµε εµείς.

Πες µου µία εικόνα της πόλης που σου δηµιουργεί ευφορία...

Τα γεµάτα µικρά µπαρ τη νύχτα. Άντε βρες το αυτό αλλού.

Και µία που σου προκαλεί θλίψη…

Οι πρώην καλοβαλµένες περιοχές, στα πλούσια προάστια. Εκεί ανθεί η κατάθλιψη. Στο κέντρο και στο παράκεντρο έχει ξαναγυρίσει η ζωή.

Παραφράζοντας την επινόηση του σαββοπουλικού «Καραγκιόζη» που αναφέρεται στο ιστορικό «Κύτταρο», πώς θα συνέχιζες τον στίχο του «έλα Ηπείρου κι Αχαρνών για...»;

Να σε περπατήσω.

Φοίβος Δεληβοριάςκαλλιτέχνης