Μουσική|30.10.2018 17:23

Κότσιρας - Αρβανιτάκη: Τραγουδούν «δυνατά κάθε φορά»

Αναστασία Κουκά

Θα βρεθούν στη σκηνή έπειτα από 20 χρόνια και μιλούν για τη νέα τους συνεργασία, εξηγούν τι είναι αυτό που τους ενώνει, πόσο φοβούνται την αποτυχία και τι έχει αλλάξει στον χώρο της διασκέδασης.

Πέρασαν 20 ολόκληρα χρόνια από την τελευταία φορά που είδαμε μαζί, στην ίδια σκηνή, την Ελευθερία Αρβανιτάκη και τον Γιάννη Κότσιρα. Εκείνη είχε ήδη καθιερωθεί στον χώρο της, ενώ εκείνος βρισκόταν στο ξεκίνημά του. Σήμερα, δύο δεκαετίες αργότερα, οι δρόμοι τους διασταυρώνονται ξανά, στην ανανεωμένη «Ακτή Πειραιώς», όπου θα εμφανίζονται από το ερχόμενο Σάββατο (3/11). Συναντηθήκαμε λίγες ημέρες πριν από την πρεμιέρα τους, σε ένα διάλειμμα ανάμεσα στις πολύωρες πρόβες τους. Όλοι μαζί θυμηθήκαμε όμορφες στιγμές από τα παλιά. Κυρίως, όμως, σταθήκαμε στη χημεία τους, σε αυτήν τη μαγική δύναμη που, όταν υπάρχει σε μία σχέση, επαγγελματική ή προσωπική, της χαρίζει δύναμη και διάρκεια, αυθορμητισμό και δημιουργικότητα.

Όπως ακριβώς λέει και το καινούργιο ντουέτο που ηχογράφησαν μαζί: «Δυνατά κάθε φορά».

Έπειτα από 20 χρόνια τι έχει αλλάξει και τι έχει μείνει ίδιο;

Ελευθερία Αρβανιτάκη: Από την τελευταία μας συνάντηση έχουν αλλάξει πολλά. Κατ' αρχάς συναντιόμαστε επί ίσοις όροις. Από τότε μέχρι σήμερα ο Γιάννης έχει κάνει εξαιρετική πορεία, έχει εξελίξει την ερμηνευτική του ικανότητα, έχει δημιουργήσει ένα μεγάλο και σημαντικό δικό του ρεπερτόριο. Η νέα αυτή συνεργασία μας, λοιπόν, θα είναι απολύτως μοιρασμένη. Καμαρώνω και χαίρομαι πολύ για την εξέλιξή του, γιατί ήμουν από τους πρώτους ανθρώπους που πίστεψαν σε αυτόν και τις ικανότητές του.

Γιάννης Κότσιρας: Εγώ νιώθω πολύ οικεία, σαν να συνεργάζομαι με ένα μέλος της οικογένειάς μου. Παρότι έχουν περάσει πολλά χρόνια από την τελευταία φορά που συνεργαστήκαμε, όταν ξανασυναντηθήκαμε, ήπιαμε το καφεδάκι μας, μιλήσαμε, θυμηθήκαμε τα παλιά, ένιωσα σαν να μην είχε περάσει ούτε μια μέρα. Και όλα όσα έπρεπε να κάνουμε, το στήσιμο του προγράμματος, η φωτογράφηση, οι πρόβες κυλούν όλα αυθόρμητα και φυσικά. Καταλαβαίνω από το βλέμμα της τι θέλει να μου πει. Αυτό, προφανώς, οφείλεται στη χημεία που υπάρχει μεταξύ μας, κάτι που δεν αλλοιώνεται με τον χρόνο.

Τελικά, τι είναι αυτό που κυρίως ενώνει δύο καλλιτέχνες; Τα τραγούδια ή η γενική στάση που κρατούν απέναντι στη ζωή γενικά και στη μουσική ειδικότερα; Σας έχει τύχει, ας πούμε, να αρνηθείτε μια συνεργασία γιατί δεν ταιριάζουν τα χνότα σας;

Ε.Α.: Η προσωπικότητα αλλά και η αισθητική του άλλου προφανώς είναι τα πιο σημαντικά στοιχεία. Ωστόσο δεν μου έχει τύχει να αναγκαστώ να διαλύσω μια συνεργασία εξαιτίας αγεφύρωτων προσωπικών διαφορών. Βέβαια, όλα αυτά τα χρόνια επιλέγω να συνεργάζομαι με ανθρώπους που κατ' αρχάς εκτιμώ καλλιτεχνικά. Σε κάποιες περιπτώσεις, βέβαια, όπως σε αυτήν με τον Γιάννη, η χημεία είναι μεγαλύτερη και όλα γίνονται πολύ πιο αυθόρμητα και εύκολα.

Γ.Κ.: Εγώ νομίζω ότι τα τραγούδια παίζουν τον μικρότερο ρόλο. Στον καλλιτεχνικό χαρακτήρα της Ελευθερίας και στον δικό μου, ο οποίος σε έναν μεγάλο βαθμό πλάστηκε από την Ελευθερία, το πιο σημαντικό είναι η ποιότητα του ανθρώπου. Εγώ δεν θα μπορούσα σε καμία περίπτωση να συνεργαστώ με έναν άνθρωπο με τον οποίο δεν ταιριάζουμε σε βασικά πράγματα.

Ποιος είναι ο λόγος που φέτος επιλέξατε το «μαζί» και όχι το «μόνοι»;

Ε.Α.: Εγώ πέρυσι εμφανίστηκα μόνη μου, οπότε φέτος ήθελα παρέα, μια παρέα όμως με την οποία να ξέρω πως θα περάσω καλά.

Γ.Κ.: Και τα δύο τα έχουμε ανάγκη. Χρειαζόμαστε και τις προσωπικές εμφανίσεις για να είμαστε εμείς και το κοινό μας, μας είναι απαραίτητες όμως και οι συνεργασίες για να δημιουργηθεί κάτι καινούργιο.

Αυτή η τόσο καλή χημεία, λοιπόν, που υπάρχει μεταξύ σας τι αποτελέσματα θα φέρει αυτήν τη φορά; Τι θα ακούσουμε από εσάς τον φετινό χειμώνα;

Ε.Α.: Είναι ένα πρόγραμμα που θα έχει απ' όλα: Και σύγχρονα τραγούδια και λαϊκά και έθνικ...

Γ.Κ.: Αυτό που εγώ εισπράττω είναι πως το συγκεκριμένο πρόγραμμα εκπέμπει μια εξωστρέφεια πολύ διαφορετική απ' αυτά που έχουμε κάνει στο παρελθόν. Υπάρχει μια διάχυτη διάθεση χαράς στο πρόγραμμα. Δεν λείπουν, ωστόσο, και οι πιο ήσυχες ερμηνευτικές στιγμές. Δηλαδή υπάρχει η ανάγκη του «Μέτρησα», υπάρχει όμως και η ανάγκη για το «Κόκκινο φουστάνι» και τη «Χάντρα θαλασσιά».

Η εμπειρία και οι επιτυχίες που έχετε κατακτήσει με το πέρασμα του χρόνου λειτουργούν αγχολυτικά ή σας προκαλούν ακόμη μεγαλύτερη συναισθηματική πίεση για την επόμενη μέρα;

Ε.Α.: Το δεύτερο. Η σχέση καλλιτέχνη-κοινού είναι μια απολύτως ερωτική σχέση γι' αυτό και πρέπει να ανανεώνεται διαρκώς. Τίποτα δεν είναι αυτονόητο, τίποτα δεν κρατά για πάντα χωρίς φροντίδα, περιποίηση, κόπο και κυρίως χωρίς αγάπη.

Γ.Κ.: Τη σχέση μας με το κοινό την ανανεώνουμε με διάφορους τρόπους. Κατ' αρχάς, βγάζοντας καινούργια τραγούδια σε μια εποχή που η δισκογραφία έχει πεθάνει. Παρουσιάζοντας τα τραγούδια μας με άλλους τρόπους, τολμώντας να δοκιμαστούμε σε καινούργια πράγματα, παίρνοντας ρίσκα. Εμάς τους καλλιτέχνες δεν μας ψηφίζουν κάθε τέσσερα χρόνια, μας ψηφίζουν κάθε μέρα.

Η σχέση σας με την αποτυχία ποια είναι;

Ε.Α.: Υπάρχει άνθρωπος που θέλει να αποτύχει; Δεν υπάρχει. Έτσι και ο κάθε καλλιτέχνης βάζει όλες του τις δυνάμεις προκειμένου να μπορέσει να διατηρήσει και να ανανεώσει το κοινό του.

Γ.Κ.: Εγώ την τρέμω την αποτυχία και κάνω τα πάντα για να μην έρθει. Αν έρθει, θα στενοχωρηθώ πάρα πολύ και θα ψάξω να βρω τι φταίει. Σαφώς η αποτυχία είναι πιο χρήσιμη από την επιτυχία.

Στην εποχή της οικονομικής κρίσης τα κριτήρια του κόσμου, ακόμη και στον χώρο της διασκέδασης, δεν έχουν γίνει πιο αυστηρά;

Γ.Κ: Στον κόσμο τον δικό μας, ναι. Για παράδειγμα, ένα μεγάλο ποσοστό των συναυλιών που δόθηκαν τον Σεπτέμβριο, και μιλάμε για καλές συναυλίες, πήγαν πολύ άσχημα οικονομικά, κάποιες μάλιστα ακυρώθηκαν. Και αυτό συνέβη γιατί τα έξοδα της περιόδου αυτής ήταν πολλά. Ό,τι υπήρχε είχε φαγωθεί στις διακοπές, έπρεπε να καλυφθούν οι σχολικές ανάγκες των παιδιών, έσκασε ο ΕΝΦΙΑ, η Εφορία... Πού να περισσέψουν στον κόσμο να πάει σε όλες αυτές τις συναυλίες;

Ε.Α.: Νομίζω, πάντως, ότι εξαιτίας της οικονομικής κρίσης, πράγματι, ο κόσμος αναγκάστηκε να επιλέγει πολύ πιο προσεκτικά τις προτάσεις ψυχαγωγίας και να έχει μεγαλύτερες απαιτήσεις όσον αφορά στην ποιότητα κάθε προγράμματος. Αυτό είναι ίσως ένα από λίγα θετικά που οφείλονται στην κρίση.

Ως πολίτες της χώρας, πώς νιώθετε σήμερα; Αισθάνεστε ότι τα πολύ δύσκολα τα έχουμε αφήσει πίσω μας ή πως τα χειρότερα δεν έχουν έρθει ακόμη;

Γ.Κ.: Προσωπικά πιστεύω ότι βρισκόμαστε ακόμη στο ναδίρ και πως τίποτα δεν έχει ακόμη επανέλθει, ουσιαστικά, σε κανονικούς ρυθμούς. Βρισκόμαστε ακόμη στον πάτο. Δεν μπορώ να ωραιοποιήσω τις σκέψεις μου και αυτά που αισθάνομαι. Το κομμάτι της δικής μας δουλειάς, εξάλλου, έχει πληγεί βαθιά από την οικονομική κρίση. Ειδικά δε καλλιτέχνες σαν εμάς τους δύο, που ποτέ δεν απευθυνθήκαμε στις γεμάτες τσέπες, αλλά στη μεσαία και τη μικρομεσαία τάξη, οι οποίες εξαφανίστηκαν, την έχουμε βιώσει την κρίση έντονα. Γιατί αυτήν τη στιγμή το δικό μας το κοινό, που είναι το πιο πιεσμένο οικονομικά, κάνει αγώνα για να έρθει σε μια παράσταση. Η διασκέδαση παλιά έβγαινε από το περίσσευμα, τώρα βγαίνει από το υστέρημα. Και αυτό είναι μεγάλη ιστορία. Η ελπίδα μου, βέβαια, δεν έχει χαθεί. Συνεχίζω να ελπίζω.

Ε.Α.: Συμφωνώ με τον Γιάννη και πιστεύω ότι τα τελευταία μέτρα που έχουν εξαγγελθεί θα τα πληρώσουμε πολύ ακριβά στο άμεσο μέλλον. Από αυτήν την κρίση θα αργήσουμε να βγούμε.

Θεωρείτε ότι ο Έλληνας πείθεται ακόμη από τις προεκλογικές υποσχέσεις;

Γ.Κ.: Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου ο Έλληνας ποτέ δεν αντιμετώπισε τις προεκλογικές υποσχέσεις ως θέσφατο. Έλεγε «εγώ θα ψηφίσω αυτόν γιατί με βολεύουν αυτά που λέει. Ας τα πάρω τώρα που μπορώ και μετά ας κόψουν τον λαιμό τους». Κάτι ανάλογο θα συμβεί και τώρα, απλώς θα είναι ακόμη χειρότερο, γιατί η υποκρισία έχει φθάσει πλέον στο αποκορύφωμά της. Για παράδειγμα, μπορεί να μη μειωθούν οι συντάξεις, όμως το ασφαλιστικό σύστημα έχει καταστραφεί με την πτώση των μισθών και την αύξηση των ανέργων. Είναι, λοιπόν, απολύτως λογικό, αν δεν κοπούν τώρα οι συντάξεις, να κοπούν σε έξι μήνες, έναν χρόνο. Δεν γίνεται αλλιώς. Διαφορετικά πρέπει να κινηθούμε προς την αντίθετη κατεύθυνση, που σημαίνει πως αυξάνουμε τους μισθούς για να αυξηθούν οι εισφορές, να ανοίξουν θέσεις εργασίας και να μπορέσει να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα. Δυστυχώς, όμως, αυτή η λύση δεν είναι εφικτή για την Ελλάδα.

Ε.Α.: Γι' αυτό και η αντίδραση σε όλο αυτό το μοντέλο που ακολουθεί σήμερα η Ευρώπη είναι, δυστυχώς, η τεράστια άνοδος της ακροδεξιάς.

Γιάννης ΚότσιραςΕλευθερία Αρβανιτάκη