Μουσική|22.07.2019 13:40

Μάνος Ελευθερίου: Μια τρύπια οµπρέλα «σ' εκείνο το τοπίο της βροχής»

Ναταλί Χατζηαντωνίου

Κι αν παίζαμε εκείνο το παλιό παιχνίδι, ποιος ποιητής του ελληνικού τραγουδιού θα ήταν ένα καλοσιδερωµένο πουκάµισο από εκλεκτό λινό, κλειστό µέχρι το πάνω κουµπί του λαιµού, ή µια αστική και «αγιογραφική» µορφή που πίνει καφέ σ’ ένα παραθαλάσσιο καφενείο κάποιας επαρχίας («εκεί που ζουν οι άνθρωποι µόνο γονατιστοί») ή σ’ έναν σιδηροδροµικό σταθµό παρατηρώντας ήσυχα τα πάντα (κυρίως παρατηρώντας, πάντα παρατηρώντας), ή µια εκλεκτή δαντέλα στο τελείωµα ενός ολόλευκου σεντονιού ή µια διπλωµένη γκρίζα οµπρέλα ακουµπισµένη στον τοίχο; Μία τέτοια οµπρέλα, όµως, που όταν την ανοίγεις ανακαλύπτεις «ότι έχει τρύπες για να περνάει η βροχή»;

Ναι, αυτό είχε προσθέσει αυτοσαρκαζόµενος ο Μάνος Ελευθερίου, σ’ εκείνο το φιλικό πείραγµα που τον είχε παροµοιάσει µε κλειστή οµπρέλα. Και είχε βέβαια δίκιο. Γιατί το εκ πρώτης όψεως περίκλειστο, αµυντικό του περίβληµα, όχι µόνο δεν ήταν αδιάβροχο στις πιο λεπτές και οξείες παρατηρήσεις, στις πιο κοφτερές ευαισθησίες, στη σχεδόν διαρκώς επώδυνη µνήµη και στο ακριβό συναίσθηµα, αλλά αντίθετα ήταν πάντα όσο «τρύπιο» χρειαζόταν για να περνάνε όλα αυτά σα βροχή. Και µετά διυλισµένα στο φίλτρο της παραµικρής του ευαισθησίας, να γίνονται αυθεντική ποιητική «υγρασία» ακόµα και σε εποχές ανυδρίας. Ας συνεχίσουµε το παιχνίδι. Κι αν ήταν εποχή ο Μάνος Ελευθερίου;

Μέσα από τους στίχους του εξέπεµπε εξαρχής τη µελαγχολία του φθινοπώρου, τότε που αλλάζει η απόχρωση του φωτός αµετάκλητα για τους επόµενους µήνες. Στην πρώτη κριτική για την πρώτη ποιητική συλλογή του (Συνοικισµός - ιδιωτική έκδοση και εκτός εµπορίου), γραµµένη το 1962 στην εφηµερίδα «Ακρόπολις» ο ∆. Π. Κωστελένος επεσήµαινε: «Πικρός, µα πολύ πικρός ποιητής ο Μάνος Ελευθερίου στο πρωτοφανέρωµά του. Άτεγκτος στην ήττα του, που την πιστεύει ήττα όλων µας…». Εξέφραζε ήττα όµως αυτό το µοτίβο του σκοτεινού διώκτη και του θύµατος που µάταια επιχειρεί να διαφύγει (αυτό που από το «Πoιος τη ζωή µου» µέχρι τη «∆ίκοπη ζωή» ή πολύ πρόσφατα στο «Γεύµα µε τον Φραντς Κάφκα» επανέρχεται στην ποιητική του;). Αντίθετα η πρώιµη εµπειρία και ύστερα η µακρά θητεία του στην πίκρα και στην ήττα δεν τον έκαναν µόνον σοφότερο, αλλά και νικητή: Η «ενθρόνισή» του στους τεράστιους του στίχου µας είναι το αποτέλεσµα µιας βασανιστικής προσωπικής πορείας, σπαρµένης από µικρές ήττες. Το είχε και ο ίδιος ίσως πολύ νωρίς συνειδητοποιήσει, όταν π.χ. το 1974 ήδη έγραφε: «Αυτός που σπέρνει δάκρυα και πόνο / θερίζει την αυγή ωκεανό / µαύρα πουλιά τού δείχνουνε τον δρόµο / κι έχει τη ζωγραφιά κοντά στον ώµο / σηµάδι µυστικό και ριζικό / πως ξέφυγε απ’ τον Αδη κι απ’ τον κόσµο».  

Ως προσωπικότητα πάντως δεν ήταν καθόλου φθινοπωρινή. Για όσους είχαµε την τύχη λόγω του ρεπορτάζ να συνυπάρξουµε µαζί του, ξέρουµε πως και καταλυτικό χιούµορ είχε τροφοδοτηµένο από έναν εξίσου καταλυτικό αυτοσαρκασµό και ένα έντονα αυτοϋπονοµευτικό και παιχνιδιάρικο ή και σχεδόν «προβοκατόρικο» στοιχείο που µπορούσε να τον οδηγήσει στην πιο απρόβλεπτη ή αντιφατική επιλογή. Να γράψει π.χ. στίχους για ένα τύπου «σκυλάδικο» που θα ερµηνεύσει ο Ψινάκης. Ή να παρίσταται σχεδόν ψυχαναγκαστικά ακόµα και στις τυπικές κοινωνικές εκδηλώσεις που τις βαριόταν, απλώς για να σχολιάζει ψιθυριστά αδηµονώντας να φύγει. Ή να αποφεύγει την ανταλλαγή ασπασµών, αλλά να σου τηλεφωνεί ξαφνικά για να σου πει ότι σε είδε στο όνειρό του και να σε ρωτήσει τρυφερά αν είσαι καλά. Ολοι που υπήρξαν στον µεγάλο κοινωνικό περίγυρο του Ελευθερίου έχουν να αφηγηθούν τέτοια περιστατικά και «δώρα». Προσοχή όµως. Είχε µε άλλους όρους και τον ελάχιστο, κλειστό, περίγυρο των πολύ κοντινών του φίλων – σχεδόν συγγενών. Σχεδόν αινιγµατικό πρόσωπο παρ’ όλα αυτά. Ικανό να σε βάζει σε κατάσταση διαρκούς αµφιβολίας και σκέψης.

Εµµονικό µε τα προσωπικά του «τοτέµ», τόπους (η Σύρος πρώτα, γωνιές της Αθήνας, το Α’ Νεκροταφείο), ακούσµατα (τα ρεµπέτικα του Βαµβακάρη), πρόσωπα (η Παπαδάκη, ο Κάφκα), υφάσµατα, αντικείµενα (τα παλιά έπιπλα, τα κεντήµατα, τα ωραία λινά κοστούµια)... Α και µε τις νοσοφοβίες του. Αυτές που τον οδηγούσαν συχνά για ιατρικές εξετάσεις, τόσο που η είδηση του θανάτου του να µοιάζει στην αρχή σαν κακό αστείο. Αλλά έφυγε πράγµατι πέρυσι τέτοιο καιρό ο Ελευθερίου και µέσα στις φωτιές στο Μάτι δεν προλάβαµε να το συνειδητοποιήσουµε. 

Η κληρονομιά του Μάνου Ελευθερίου 

Μας άφησε τα «κλειδιά» του στους στίχους του. Τη συνύπαρξη στο έργο του της αστικής καταγωγής (µε όλα της τα χαρακτηριστικά και «παραφερνάλια») µ’ αυτή την επιλεγµένη θητεία στη λαϊκότητα των τραγουδιών του. Την ξεκάθαρη εντοπιότητα της συριανής καταγωγής (κοµοδίνα, συρτάρια, µυριστικά, ο Μάρκος, η Ερµού
Μια πολη...). Τη σχέση του µε µια άλλη Ελλάδα που σβήνει (καφενεία, σταθµοί τρένων κ.λ.π.). Τη σχέση του µε το Βυζάντιο κυρίως ως αίσθηση κι ατµόσφαιρα (άµφια, λάβαρα, µεταξωτά κι ένας πολύ προσωπικός κι ανθρώπινων διαστάσεων Χριστός). Τη διαρκή συνοµιλία του µε τους ποιητές, τους πεζογράφους, τους διανοητές, την παράδοση (από το δηµοτικό τραγούδι µέχρι τον Καβάφη, τον Παπαδιαµάντη, τον Σεφέρη, τον Χειµωνά). Την προσωπική του πινακοθήκη, στην οποία τα πορτρέτα διασήµων συνυπάρχουν µε αυτά των καθηµερινών ανθρώπων (µία ράφτρα από την Κοκκινιά, ένας λοστρόµος στα γκαζάδικα…).

Την ερωτική σχέση µε το θέατρο εκείνου που κατ’ αρχάς ονειρευόταν να γίνει ηθοποιός. Τη σχέση του µε την αριστερή σκέψη, χωρίς κοµµατικό αποτύπωµα (µε αντιπροσωπευτικότατα τα Τροπάρια για φονιάδες, αλλά όχι µόνο αυτά, βεβαίως...). Την ικανότητά του, παραµένοντας εσωστρεφής παρατηρητής, ταυτόχρονα ν’ αυτοβιογραφείται: «Τα τραγούδια που έχω γράψει τα φοβάµαι, µήπως φαίνεσαι εκεί µέσα κι εκτεθείς». Έναν χρόνο µετά ο τρόπος του Μάνου Ελευθερίου να «εκτίθεται» στη βροχή µάς λείπει οδυνηρά.

Μάνος Ελευθερίου