Open life|24.12.2019 15:58

Μεγαλώνοντας μέσα από τα παραμύθια

Κατερίνα Τσιτούρα

Ξυπνούσατε από τον μακάριο ύπνο της αθωότητας. Τα δεδομένα είχαν πλέον ανατραπεί κι εσείς τρέχατε με όλη σας τη δύναμη, ενώ από πίσω ένα πλήθος από παλιούς γνώριμους σας ακολουθούσε επίμονα. Οι στάχτες ανακατεύονταν με τον αέρα, δηλητηρίαζαν το οξυγόνο και δυσχέραιναν την αναπνοή σας. Την έκαναν κοφτή, ασθενική και μούδιαζαν τα άκρα σας. Όμως έπρεπε να συνεχίσετε. Οι κακές αδερφές της Σταχτοπούτας σας καταδίωκαν με φθόνο. «Πιστεύεις στ’ αλήθεια πως ανήκεις στο παλάτι;», σας ψιθύριζαν χαιρέκακα. Η σατανική βασίλισσα επιτάχυνε το βήμα της. «Διατάζω άμεση εκτέλεση», φώναζε και οι πελώριοι δράκοι ορμούσαν καταπάνω σας, έτοιμοι να ικανοποιήσουν την επιθυμία της. Κάποτε, μετά από αρκετή ώρα –τόση που θα ορκιζόσασταν πως ισοδυναμούσε με ολόκληρα χρόνια– βρεθήκατε μόνοι σε έναν αφιλόξενο τόπο. Από μακριά ακούγατε τους βρυχηθμούς των άγριων θηρίων μα ξέρατε πως ακόμη κι αν εκλιπαρούσατε για βοήθεια κανένας δεν θα επενέβαινε να σας σώσει.

Μπορούσατε ακόμη και να αφουγκραστείτε την ανάσα του λύκου, καθώς πλησίαζε απειλητικά προς το μέρος σας. Μοιάζατε στ’ αλήθεια άοπλοι κι αδύναμοι μπροστά του. Ωστόσο, άξαφνα ο νους σας ταξίδεψε πίσω, στα παραμύθια των παιδικών σας χρόνων. Γρήγορα συνειδητοποιήσατε αυτό που βαθιά μέσα σας ήδη γνωρίζατε. Όλη σας τη ζωή προετοιμαζόσασταν για την κομβική συνάντηση: τη συνάντησή σας με τον κόσμο των ενηλίκων, έναν κόσμο σκληρό και, ενίοτε, παράλογο. Ήσασταν απολύτως έτοιμοι, συνεπώς. Ή μήπως όχι; Ίσως μια πιο διεισδυτική ματιά στις σελίδες των δημοφιλών αναγνωσμάτων μάς βοηθήσει να αντιληφθούμε τον καθοριστικό τους ρόλο στη μετέπειτα πορεία μας.

Τα παραμύθια διαδόθηκαν από στόμα σε στόμα, ταξίδεψαν σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του κόσμου, έπιασαν φιλίες με το μελάνι, δέθηκαν σε βιβλία και κέρδισαν τη θέση τους στο πάνθεον των αθανάτων. Τα πρωτοακούσαμε την εποχή της αθωότητας. Κλείσαμε τα μάτια, όμως αρνηθήκαμε πεισματικά να κοιμηθούμε, τουλάχιστον όχι προτού το νήμα ξετυλιχθεί και οι ήρωες ανακτήσουν την πρόσβαση στον χαμένο τους παράδεισο. Υπάρχουν αντικρουόμενες απόψεις σε ό,τι αφορά την καταγωγή των αγαπημένων μας αναγνωσμάτων. Η μονογενετική θεωρία, που διατυπώθηκε από τους αδερφούς Γιάκομπ και Βίλχελμ Γκριμ στον δεύτερο τόμο της διάσημης συλλογής λαϊκών παραμυθιών τους το 1815, υποστηρίζει πως τα παραμύθια αποτελούν κατάλοιπα των αρχαίων μύθων, όχι απλώς έργα της φαντασίας αλλά και στοιχεία υψηλής ιστορικής αξίας.

Σύμφωνα ωστόσο με τη θεωρία του Θίοντορ Μπένφι, που καταγράφηκε στην εισαγωγή της ινδικής μετάφρασης της Παντσατάντρα (της παλαιότερης ινδικής συλλογής παραμυθιών) το 1859, οι ρίζες των πρώτων παραμυθιών εντοπίζονται στην Ινδία. Στην παραπάνω ερμηνεία αντιτάχθηκαν οι Άγγλοι ανθρωπολόγοι Έντουαρντ Τέιλορ και Άντριου Λανγκ που εξέφρασαν την πολυγενετική θεωρία, σύμφωνα με την οποία το πρωτόγονο άτομο απέδιδε ανθρώπινες ιδιότητες στον ήλιο, στα αστέρια, στον ουρανό κι έπλαθε ιστορίες προκειμένου να ερμηνεύσει τα ακατανόητα μυστήρια της ύπαρξης. Όποια κι αν είναι τελικά η καταγωγή των παραμυθιών, αποτελεί γεγονός πως αυτά καθιερώθηκαν περισσότερο στη συνείδηση του αναγνωστικού κοινού μέσα από τα έργα των αδερφών Γιάκομπ και Βίλχελμ Γκριμ και πως σταδιακά ταυτίστηκαν απόλυτα με τις χαρές και τις λύπες, τους φόβους και τα όνειρα της παιδικής ηλικίας.

Τα παραμύθια στο ντιβάνι του ψυχίατρου

Ποιοι είναι, όμως, στ’ αλήθεια οι ήρωες των αγαπημένων μας παραμυθιών; Από κάπου ξεκινούν, κάτι στερούνται και κάτι γυρεύουν. Στην ουσία ψάχνουν ένα νόημα, αυτό που θα τους πείσει να συνεχίσουν να προχωρούν, κόντρα στις αντιξοότητες. Ο χώρος του παραμυθιού, στενά συνδεδεμένος με τις υπαρξιακές αγωνίες του ατόμου, ανέκαθεν ασκούσε ιδιαίτερη έλξη στους ψυχιάτρους και τους ψυχολόγους. Ο Ζίγκμουντ Φρόιντ βρήκε στις σελίδες τους την επιβεβαίωση της ψυχοδυναμικής του θεωρίας και παρατήρησε την έντονη ομοιότητα των συμβολισμών των παραμυθιών με τα όνειρα που του διηγούνταν οι ασθενείς. Κατέληξε, μάλιστα, στο συμπέρασμα πως η πλοκή κάθε ιστορίας αντανακλά τις συγκρούσεις του Εγώ και πως η έκβαση αυτής υποδηλώνει στον αναγνώστη τρόπους για την ικανοποιητική επίλυση των προσωπικών του συγκρούσεων. Σύμφωνα, ωστόσο, με τη θεωρία του Καρλ Γιουνγκ, όπως αναλύεται και στο βιβλίο Τα τέσσερα αρχέτυπα (εκδ. Ιάμβλιχος), τα παραμύθια εκφράζουν κάτι περισσότερο από τα ατομικά άγχη, αφού ταυτίζονται με το συλλογικό ασυνείδητο.

Μέσα από τους συμβολισμούς των λαϊκών αναγνωσμάτων, το παιδί εξοικειώνεται με τα αρχέτυπα σχήματα που κουβαλάει στο ασυνείδητό του (τη μητέρα-τροφό, το σκοτεινό άγνωστο κλπ.) και αλληλεπιδρά μαζί τους σε περιβάλλον απόλυτης ασφάλειας. «Μια φορά κι έναν καιρό» λοιπόν, και το παραμύθι ξεκινά. Αμέσως ο μικρός ακροατής μεταφέρεται σε έναν φανταστικό χώρο, που δεν τον αφορά άμεσα και συνεπώς δεν απειλείται από τους κινδύνους που αυτός εγκυμονεί. Το δίπολο του καλού και του κακού κυριαρχεί αλλά υπάρχει σαφής διαχωρισμός. Ένα πρόσωπο είναι είτε καλό είτε κακό προκειμένου να μη δημιουργηθεί σύγχυση στο παιδί, το οποίο ακόμη αδυνατεί να αντιληφθεί τις ενδιάμεσες ιδιότητες.

Ο ήρωας της ιστορίας παρουσιάζεται απλός, κατανοητός και άκρως συμπαθητικός, απόλυτα θελκτικός στα μάτια του αναγνώστη και πρότυπο προς μίμηση για τις εξαίρετες ηθικές του ιδιότητες. Θα τα καταφέρει, όμως, να νικήσει το σκοτάδι; «Το μόνο που χρειάζεται είναι πίστη, εμπιστοσύνη και λίγη νεραϊδόσκονη», μας διαβεβαιώνει με περίσσια αισιοδοξία ο Πίτερ Παν στο ομώνυμο έργο. Και, πράγματι, στα παραμύθια η επιτυχία δεν σχετίζεται με την οικονομική ευρωστία ή την εξουσία που προσδίδει η αριστοκρατική καταγωγή αλλά μονάχα με τη θαρραλέα καρδιά. Εξετάζοντας λοιπόν τα δημοφιλή παραμύθια των παιδικών μας χρόνων διαπιστώνουμε πως βρίθουν από συμβολισμούς και πως παρά το πλήθος των παραλλαγών τους, αναλόγως του πολιτιστικού και χρονικού πλαισίου στο οποίο δημιουργήθηκαν, μεταφέρουν ένα είδος κοινού κοινωνικού κώδικα από γενιά σε γενιά. 


Η Αλίκη στη χώρα των κανόνων

Φανταστείτε, για παράδειγμα, μια μαύρη τρύπα να ανοίγεται μπροστά σας. Δεν ξέρετε πού οδηγεί μα σας δελεάζει και σας συναρπάζει ταυτόχρονα. Θα τολμούσατε άραγε να εξερευνήσετε το άγνωστο ή θα τρέματε για τις απρόβλεπτες συνέπειές του; Στην Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων, που πρωτοδημοσιεύτηκε το 1865 από τον Τσαρλς Λάτγουιτζ Ντότζσον (πιο γνωστός με το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο Λούις Κάρολ), η κοπέλα βουτά στη λαγότρυπα του ασυνειδήτου της. Μεταβαίνει σε ένα αλλόκοτο μέρος, όπου οι καθιερωμένοι κανόνες ανατρέπονται και οι συνήθεις πρακτικές χλευάζονται. Ωστόσο, και σ’ αυτόν ακόμη τον μαγικό τόπο η ελευθερία αποτελεί θανάσιμο αμάρτημα.

Όλοι κάτι προσδοκούν και η Αλίκη αυξομειώνεται συνεχώς σε μέγεθος, προσπαθώντας να προσαρμοστεί στις διαρκώς εναλλασσόμενες απαιτήσεις των γύρω της. Η Χώρα των Θαυμάτων ανορθόδοξα ταυτίζεται με τον κόσμο των ενηλίκων, που στα παιδικά μάτια φαντάζει τόσο παράξενος, εκεί όπου κυριαρχεί η εμμονή στο τυπικό και στο ορθό. Η Αλίκη, με την άγνοια και την τόλμη της ηλικίας της, προτρέπει τον αναγνώστη να υψώσει το ανάστημά του και, σε ένα κλειστό σύστημα που αμείλικτα προωθεί την ομοιομορφία, να μην εγκαταλείψει το όνειρό του. Η ιστορία ακουμπά κάθε παιδί που ένιωσε κάποτε πως περιθωριοποιείται στο σχολείο, στις κοινωνικές συναναστροφές ή ακόμη και στην ίδια την οικογένειά του.

Γιατί τελικά είμαστε όλοι λίγο τρελοί. Το αποκλίνον στην ουσία δεν υπάρχει, καθορίζεται κάθε φορά από τους κανόνες που θέτει η κοινωνία κι άρα είναι ένα ευμετάβλητο στοιχείο, που αδυνατεί έστω και στο ελάχιστο να μας καθορίσει. Όταν η Αλίκη βλέπει τους στρατιώτες της βασίλισσας να ορμούν καταπάνω της φωνάζει με θάρρος: «Δεν είστε παρά τραπουλόχαρτα!». Και κάπως έτσι το παιδί λαμβάνει το μήνυμα πως ο φόβος της αποδοχής από τους άλλους αποτελεί έναν χάρτινο φόβο. Το πώς φαινόμαστε στα μάτια των γύρω μας ισοδυναμεί απλώς με τη δική τους οπτική γωνία. Το πώς εδραιώνουμε τη σχέση μας με τον εαυτό μας, ωστόσο, συνιστά τον κόσμο όλο.

Η θεραπευτική δύναμη των παραμυθιών

Η θεραπευτική δύναμη του παραμυθιού, συνεπώς, έγκειται στο γεγονός ότι το παιδί δεν ακούει απλώς την ιστορία αλλά προβάλλει σ’ αυτήν στοιχεία από τη δική του ζωή και από τον δικό του εσωτερικό κόσμο. Όπως υπογραμμίζει εύστοχα και ο Τζέιμς Κούπερ στο βιβλίο Ο θαυμαστός κόσμος των παραμυθιών (εκδ. Θυμάρι), μέσα από την ταύτιση απαλύνεται το αίσθημα της μοναξιάς του παιδιού, αφού λαμβάνει το μήνυμα πως οι άνθρωποι, ως μέρος του συνόλου, μοιράζονται ένα κοινό πεπρωμένο, υποφέρουν από παρόμοιες ανησυχίες και οδεύουν προς μια ευτυχή κατάληξη. Ας μεταφερθούμε, όμως, τώρα σε ένα διαφορετικό σκηνικό, το οποίο καθόλου δεν προμηνύει την ευτυχή κατάληξη της μετέπειτα πορείας. Ένα κορίτσι με 
κουρέλια καθαρίζει το σπίτι ενώ τρεις κακότροπες γυναίκες, αριστοκρατικά ντυμένες, τη χλευάζουν. Οι στάχτες αποτυπώνονται στο πρόσωπο και το σώμα της κοπέλας, που μοιάζει ταλαιπωρημένη. Όμως είναι όμορφη και απαντά με αξιοθαύμαστη ευγένεια στις προσβολές των γύρω της. Κι αν την κοιτάξουμε προσεκτικά, βαθιά στα μάτια της διακρίνουμε μια σπίθα. Το όνομά της; Μα φυσικά Σταχτοπούτα. Το γνωστό παραμύθι καταγράφηκε για πρώτη φορά στην Κίνα – ίσως αυτό εξηγεί και την έμφασή του στο μικρό και λεπτό πόδι.

Παραλλαγές του εντοπίστηκαν στην Αφρική, στην Αμερική των αυτόχθονων, στην Ευρώπη, με πιο γνωστή αλλά και σκληρή εκείνη των αδερφών Γκριμ και πιο καθωσπρέπει την παραλλαγή του Σαρλ Περό. Για τον Μπρούνο Μπέτελχαϊμ, όπως το ανέπτυξε στο άρθρο του «Cinderella: A Story of Sibling Rivalry and Oedipal Conflicts» («Σταχτοπούτα: Μια ιστορία αδερφικής αντιζηλίας και οιδιπόδειων συγκρούσεων»), κεντρικό θέμα της ιστορίας αποτελεί η αδερφική αντιζηλία, που απασχολεί έντονα το ασυνείδητο των παιδιών. Οι κακές αδερφές παρουσιάζονται μάλιστα ως ετεροθαλείς, προκειμένου να μην προκαλέσουν το λαϊκό αίσθημα. Στην ουσία, αυτό που απασχολεί το παιδί είναι η αγάπη των γονιών του. Στη νηπιακή ηλικία το άτομο ενδόμυχα επιθυμεί να αντικαταστήσει τον έναν γονιό στην καρδιά του άλλου. Αδυνατώντας όμως να αντιληφθεί πως το οιδιπόδειο σύμπλεγμα αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της αναπτυξιακής φάσης που διανύει, νιώθει ανάξιο και ένοχο για τις σκέψεις του. Πιστεύει μάλιστα πως τα αδέρφια του δεν κυριαρχούνται από τις ίδιες ντροπιαστικές παρορμήσεις και συνεπώς αξίζουν περισσότερο την αγάπη και την εκτίμηση των γονιών.

Και αυτή ακριβώς η άστοχη εικασία προκαλεί την αδερφική αντιζηλία. «Μα γιατί μου φέρονται έτσι;», αναρωτιέται με θλίψη η ηρωίδα. Ο αναγνώστης ταυτίζεται με τη Σταχτοπούτα, ακόμη και αν κατά βάθος αναγνωρίζει πως δεν υποφέρει το ίδιο μ’ αυτήν. Ένα κρυφό μέρος του φοβάται πως αξίζει τα δεινά που υφίσταται, ωστόσο υπάρχει κι ένα άλλο κομμάτι του που νιώθει ανώτερο και ελπίζει στη δικαίωση. Και πράγματι η ηρωίδα κατακτά την ευτυχία, μεταδίδοντας στο παιδί την αισιοδοξία πως οι δυσκολίες θα αποδειχθούν πρόσκαιρη τροχοπέδη της θριαμβευτικής του πορείας. Η ευτυχία, βέβαια, της κοπέλας αποτελεί απόρροια της εξεύρεσης ενός πλούσιου συζύγου.

Η Μαντόνα Κόλμπενσλαγκ στο άρθρο της «A Feminist’s View of “Cinderella”» («Μια φεμινιστική θεώρηση της Σταχτοπούτας») καυτηριάζει την προώθηση στο συγκεκριμένο παραμύθι κυρίαρχων στερεότυπων που αφορούν τον ρόλο των δύο φύλων. Η γλυκιά, υποχωρητική κοπέλα που γνωρίζει την ταπεινή θέση της στην κοινωνία στο τέλος ανταμείβεται, ενώ οι επιθετικές της αδερφές τιμωρούνται παραδειγματικά. Συνεπώς, τίθεται εδώ το ερώτημα: H Σταχτοπούτα σώζει τον εαυτό της ή απλώς σώζεται από τον ισχυρό άντρα-προστάτη;

Η ταύτιση με τους ήρωες

Η έντονη ταύτιση του αναγνώστη με έναν χαρακτήρα δεν κρίνεται ποτέ ως μια τυχαία συνθήκη. Σύμφωνα μάλιστα με τον γνωστό ψυχοθεραπευτή Χανς Ντίκμαν, ο πλέον αποτελεσματικός τρόπος ψυχοθεραπείας ενός ενήλικα είναι να διηγηθεί το αγαπημένο του παραμύθι, καθώς αυτό δεν αποτελεί τυχαία το αγαπημένο του αλλά αντικατοπτρίζει στοιχεία της ιδιοσυγκρασίας του και αντανακλά τις βαθύτερες ανησυχίες του στη δεδομένη φάση της ζωής του. Η περίοδος που σημαδεύτηκε από τις σφοδρότερες αλλαγές του ψυχισμού μας υπήρξε αδιαμφισβήτητα εκείνη της επερχόμενης εφηβείας. «Πρόσεχε, μην πάρεις λάθος δρόμο», προειδοποιεί η μαμά την κόρη της. Κι εμείς είμαστε σίγουροι πως η Κοκκινοσκουφίτσα θα παραβεί τη γονική εντολή, θα διασχίσει το δάσος, θα διακινδυνεύσει την ασφάλειά της, θα εξερευνήσει το άγνωστο. Το παραμύθι συγκαταλέγεται στις λαϊκές ιστορίες που δημοσίευσε στο τέλος του 17ου αιώνα ο Γάλλος συγγραφέας Σαρλ Περό, ωστόσο διαδόθηκε χάρη στη διάσημη παραλλαγή των αδερφών Γκριμ το 1812 στη Γερμανία.

Συμβολίζει το τέλος της παιδικής ηλικίας και τη σταδιακή είσοδο του ατόμου σε μια εποχή αμφισβήτησης, έντονου πειραματισμού και άγνοιας κινδύνου. Το κόκκινο χρώμα κυριαρχεί, εκφράζοντας τη βίαιη αφύπνιση της σεξουαλικότητας, ενός πρωτόγονου ενστίκτου που ο έφηβος δυσκολεύεται να διαχειριστεί επιτυχώς. «Και πού πας, Κοκκινοσκουφίτσα;» προκαλεί την κοπέλα το άγριο θηρίο, που πιθανώς συμβολίζει τον καθαρά σαρκικό, ζωώδη έρωτα. Εκείνη δεν πρέπει να του απαντήσει. Όμως θα το κάνει, γιατί πολύ απλά ο κακός λύκος φαντάζει ελκυστικός στα μάτια της. Αντιπροσωπεύει, άλλωστε, τη σκοτεινή πλευρά που ενυπάρχει μέσα της (όπως και σε κάθε άνθρωπο) αλλά και την επιθυμία του εφήβου να γνωρίσει των έρωτα σε όλες τις εκφάνσεις του. Με αυτή τη σκοτεινή, άγρια πλευρά μας καλούμαστε να συμφιλιωθούμε, χωρίς βέβαια να την αφήσουμε να κατευθύνει το πεπρωμένο μας, να μας καταπιεί, όπως ακριβώς το άγριο θηρίο κατάπιε το αθώο κορίτσι.

Ο Μπρούνο Μπέτελχαϊμ στο βιβλίο του Η γοητεία των παραμυθιών – Μια ψυχαναλυτική προσέγγιση (εκδ. Γλάρος) αναφέρει πως η παιδική αθωότητα της Κοκκινοσκουφίτσας πεθαίνει μόλις αποκαλύπτεται η αληθινή ταυτότητα του κακού λύκου και αυτός την καταπίνει. Το κορίτσι βγαίνει από την κοιλιά του άγριου θηρίου ως μια άλλη, αφού πια έχει αποκτήσει πρόσβαση σε ένα υψηλότερο επίπεδο συνείδησης. Ο κυνηγός και ο λύκος αντιπροσωπεύουν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος της αντρικής φύσης: από τη μια την ευγενική, γενναία, εγκεφαλική όψη, και από την άλλη τη βίαιη, που δρα υποκινούμενη από τα κατώτερα ένστικτα. Ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται πως η παιδική αθωότητα είναι όμορφη, όμως η εμμονή στην αφέλεια μπορεί να προκαλέσει προβλήματα. Ο κόσμος των ενηλίκων, εξάλλου, μερικές φορές μοιάζει με το επικίνδυνο δάσος στο οποίο περιπλανήθηκε η Κοκκινοσκουφίτσα, και όσο το άτομο οδεύει προς την εξέλιξη κρίνεται απαραίτητο να παρατηρεί προσεκτικά τους ανθρώπους, να επεξεργάζεται τις εμπειρίες, να επιλέγει ώριμα τον κατάλληλο ερωτικό σύντροφο και να προχωρά με περισσότερη σοφία και σύνεση στη ζωή.

Ένα όνειρο που έλεγε πάντα την αλήθεια 

Τα παραμύθια κλείνουν συνήθως με τη φράση «Κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα». Και κάπως έτσι αντιλαμβανόμαστε πως μέχρι την τελευταία τους σελίδα αποφεύγουν, έστω και στο ελάχιστο, να μας ξεγελάσουν. Δεν υπόσχονται την αιώνια ζωή αλλά μας προτείνουν, με τα διδάγματά τους, τη σύναψη ποιοτικών σχέσεων. Γιατί η αγάπη δεν θα μας χαρίσει την αθανασία αλλά θα απαλύνει λίγο τον πόνο που η θνητή φύση μας συνεπάγεται. Το βιβλίο κλείνει λοιπόν. Για την ώρα τουλάχιστον. Εμείς κοιτάμε προσεκτικά γύρω μας. Βρισκόμαστε ακόμη στο αφιλόξενο τοπίο μα δεν αφουγκραζόμαστε πια την απειλή του κακού λύκου κι οι φωνές των άγριων θηρίων μοιάζουν να έχουν σιγάσει. Κανείς δεν μας καταδιώκει.

Παραδόξως, αισθανόμαστε ασφαλείς. Κι αν είναι όνειρο; Κι αν ο εφιάλτης σύντομα επιστρέψει; Κι αν οι δράκοι, οι κακές αδερφές, η αμείλικτη βασίλισσα κι ο κακός λύκος παραμονεύουν ακόμη από μια κρυφή γωνιά του σύμπαντος; Κάπου στο βάθος ακούμε μια γνώριμη φωνή. «Καπελά, φοβάμαι πως  δεν θα σε ξαναδώ», λέει η αγαπημένη μας Αλίκη στον εκκεντρικό της φίλο προτού αφήσει πίσω της τη Χώρα των Θαυμάτων. «Θα ξαναβρισκόμαστε πάντα στα σκαλοπάτια των ονείρων», την καθησυχάζει εκείνος. «Μα το όνειρο δεν είναι πραγματικότητα», απαντά μελαγχολικά η Αλίκη. «Και ποιος μπορεί να πει τι είναι;», αναρωτιέται ο Καπελάς.

Πού τελειώνει λοιπόν το παραμύθι και πού αρχίζει η πραγματικότητα; Ίσως τελικά το παραμύθι να μεταφέρει με τον μυστικό του κώδικα την πιο μεγάλη αλήθεια, εκείνη που ντύθηκε με χρώματα και ονειρικές εικόνες προκειμένου να μας βοηθήσει να αντέξουμε τον σκληρό ρεαλισμό του κόσμου. Και ενδεχομένως η Χώρα του Ποτέ, εκείνη όπου κατοικεί αιωνίως ο Πίτερ Παν, να ισοδυναμεί με τη χαμένη πατρίδα των παιδικών μας παραμυθιών, την οποία επισκεπτόμαστε ακόμη κάπου κάπου. Μόλις το διάλειμμα τελειώσει, κλείνουμε τα βιβλία κι επιστρέφουμε στις υποχρεώσεις της ωριμότητας κουβαλώντας, όμως, ως φυλαχτό στην καρδιά την ξεχωριστή αίσθηση της ελευθερίας που το πέταγμα μας χάρισε. Και μόνο γι’ αυτή την πίστη στο θαύμα της ζωής, η Χώρα των Παραμυθιών αξίζει να υπάρχει. Και τα παιδιά θα συνεχίζουν να ίπτανται στο μαγικό σύμπαν ενός τόπου όπου όλα φαντάζουν πιθανά. Έπειτα θα προσγειώνονται στο έδαφος, θα διασχίζουν ποτάμια και δάση, θα μονομαχούν με σκοτεινά πλάσματα ώσπου κάποτε θα τα νικούν. Και τότε θα μεγαλώνουν κι αυτά με τη σειρά τους.

[Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Open Life, που κυκλοφόρησε με το Έθνος της Κυριακής, 24 Νοεμβρίου]

ΧριστούγενναπαραμύθιαΠρωτοχρονιά