Open life|28.01.2020 16:33

Ελενα Ακρίτα: Τα «πρέπει» της κοινωνίας υπονομεύουν την ευτυχία μας

Κατερίνα Τσιτούρα

Στο βιβλίο σας «Τα τάπερ της Αλίκης», η πρωταγωνίστρια κλείνει σε ένα τάπερ όλα της τα συναισθήματα. Στη συνέχεια, η Αλίκη υποχρεώνεται να ανοίξει το τάπερ και να αφήσει τα συναισθήματά της ελεύθερα. Πώς είναι να αφήνει κανείς τα συναισθήματά του ελεύθερα;

Είναι σίγουρα μια αργή και επίπονη διαδικασία, εκτός αν κάποιο τραυματικό ή λυτρωτικό γεγονός την επιταχύνει. Η ηρωίδα μου σαφώς και παίρνει τον χρόνο της, ενώ ξεκινά από πολύ μικρή να καταπιέζει τα συναισθήματά της. Ως νέα γυναίκα, ωστόσο, και αφού έχει υπάρξει θύμα κακοποίησης, αρχίζει να αφήνει τα συναισθήματά της ελεύθερα και είναι η αλλαγή στάσης της που επιτέλους τη λυτρώνει. Έγραψα πρόσφατα κι ένα κείμενο με τίτλο «Τα όχι που αγαπήσαμε», που αφορά τα «όχι» που μαθαίνουμε με τα χρόνια να λέμε στα «πρέπει» της κοινωνίας. Είναι ακριβώς η ίδια διαδικασία και στα «Τάπερ της Αλίκης».

Στον άνθρωπο συνυπάρχουν πάντα δύο αντικρουόμενες ανάγκες: η ανάγκη για ελευθερία και η ανάγκη για ασφάλεια. Στη ζωή σας, ποια ανάγκη αισθάνεστε ότι έχετε υπηρετήσει περισσότερο, και εν τέλει τι θα συμβουλεύατε το παιδί σας σήμερα να κάνει; Να επιδιώξει πρωτίστως την ελευθερία ή την ασφάλεια; 

Δύσκολη ερώτηση. Ξέρετε, εγώ είμαι άνθρωπος της οικογένειας και πιστεύω πως η ασφάλεια που προσφέρουν η καλή οικογένεια και οι στενοί φίλοι –γιατί κι αυτοί μια μορφή οικογένειας γίνονται– αποτελούν πολύ σημαντικούς παράγοντες ευτυχίας. Ωστόσο, πιστεύω πως η ελευθερία ισοδυναμεί με το μέγιστο αγαθό. Το θέμα είναι πως, δυστυχώς, έχουμε συνδέσει την οικογένεια με εκείνο το κύτταρο που θα μας βλάψει. Στο μυαλό μας αντηχούν ένα σωρό απαγορεύσεις: «Μην τρέχεις», «Κοίτα τη δουλειά σου», «Άσε τον γείτονα να ουρλιάζει». Χρειάζεται να βγούμε από τα στεγανά γιατί εάν δεν το κάνουμε δεν θα μπορέσουμε ποτέ να προσφέρουμε βοήθεια σε κανέναν. Προσωπικά πιστεύω στο ιδεώδες μια οικογένειας που σε στηρίξει, σε αγκαλιάζει και υποστηρίζει το δικαίωμά σου στην ελευθερία. Μιλάω φυσικά για ένα ιδεώδες οικογένειας, που είναι δύσκολο να υπάρξει στην πράξη.

Από το βιβλίο «Το μυστικό της μπλε πολυκατοικίας», στον «Φόνο 5 αστέρων» και έπειτα στα «Τάπερ της Αλίκης», φαίνεται ότι είστε ένας άνθρωπος που δεν φοβάται ούτε το σκοτάδι ούτε το φως, ότι ταξιδεύετε και αγγίζετε τα όρια της ανθρώπινης εμπειρίας. Είναι αυτή μια συνειδητή επιλογή ζωής ή είναι απλά θέμα ιδιοσυγκρασίας; 

Δεν υπάρχει φως χωρίς σκοτάδι, παρέα βαδίζουν πάντα το καλό με το κακό. Νομίζω η συγγραφή είναι αυτή που βοηθά να ταξιδεύω στα όρια της ανθρώπινης εμπειρίας. Γιατί πρόκειται πράγματι για ένα ταξίδι, κι εγώ ανέκαθεν λάτρευα τα ταξίδια. Τα έργα που αναφέρατε αποτελούν μυθοπλαστικές μου απόπειρες. Τα είναι δύο αστυνομικά, ενώ τα «Τάπερ της Αλίκης» αντιστοιχούν στην προσπάθειά μου να προβώ στην ηθογραφία της Αθήνας δύο δεκαετιών, από το 1980 ως το 2000. Ταυτίζομαι με τους ήρωες, βαδίζω μαζί τους και αυτό αποδεικνύεται λυτρωτικό αλλά ταυτόχρονα και πολύ επώδυνο. Ζω πολλές ζωές λοιπόν. Να φανταστείτε, όταν τέλειωσα τα «Τάπερ της Αλίκης» ένιωθα πως οι ήρωες ήταν ακόμη δίπλα μου, στο δωμάτιο. Μου φάνηκε πραγματικά τόσο δύσκολο να τους αποχωριστώ. Βλέπετε, οι ήρωες ζωντανεύουν όταν τους αγαπάμε και όταν τους περιθάλπουμε με την ψυχή μας.

Έχετε ασχοληθεί πολύ με τα ευθυμογραφήματα. Πιστεύετε πως το χιούμορ είναι ένας τρόπος να μεταφερθούν πιο ανώδυνα οι πικρές αλήθειες που φοβόμαστε να παραδεχτούμε;

Είναι ακριβώς αυτό. Στην ουσία, βλέπετε, δεν υπάρχει καλό χιούμορ χωρίς να υπάρχει και μια δόση απελπισίας από κάτω. Εάν το παρατηρήσετε λίγο, θα διαπιστώσετε πως οι άνθρωποι που διακρίθηκαν για το χιούμορ τους διακατέχονταν από πολύ έντονη απελπισία στη ζωή τους. Για μένα προσωπικά βέβαια –και είναι κάτι που πάντα εφαρμόζω στη γραφή μου–, για να υπάρχει χιούμορ πρέπει πρώτα να υπάρχει το στοιχείο του αυτοσαρκασμού. Δεν έχω σαρκάσει ποτέ κανέναν εάν δεν έχω σαρκάσει πρώτα τον ίδιο τον εαυτό μου. Και αυτό είναι το αληθινά δύσκολο κομμάτι. Γιατί ο αυτοσαρκασμός απαιτεί ενδοσκόπηση και κατάδυση στο σκοτάδι.

Ας πάμε στα δίκτυα κοινωνικής δικτύωσης. Στην αρχή ξεκίνησαν σαν ένας τρόπος άμεσης επικοινωνίας, έκφρασης και σύνδεσης. Στη συνέχεια, βλέπουμε ότι ο λόγος μίσους γίνεται ολοένα πιο δημοφιλής. Μάλιστα, υπάρχει πλέον η σοβαρή υπόθεση ότι ο λόγος μίσους όχι απλώς εκφράζεται στα social media αλλά και ανατροφοδοτείται από αυτά. Αισθάνεστε πως τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης απελευθέρωσαν τον κακοποιητικό εαυτό που πολλοί άνθρωποι έκρυβαν μέσα τους; 

Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης σίγουρα απελευθέρωσαν τον βόθρο που υπάρχει στις ψυχές μας. Είναι, άλλωστε, ηδονικό να καταριέσαι μέσα από την ασφάλεια της ανωνυμίας σου. Οι άνθρωποι που εκτονώνουν τα δικά τους άλυτα ζητήματα –γιατί όλα ξεκινάνε από τη σχέση μας με τον ίδιο μας τον εαυτό– στα κακοποιητικά τους σχόλια το κάνουν με την ασφαλιστική δικλείδα της ανωνυμίας. Γιατί οι άνθρωποι φοβούνται, κι αυτός ακριβώς ο φόβος είναι τελικά που τους καταδυναστεύει Ωστόσο έχουν και μια άλλη, πολύ θετική πλευρά τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Ο λόγος του Facebook, όταν γίνεται καταγγελτικός, με τεκμήρια, δεν είναι μόνο μια ηλεκτρονική επανάσταση αλλά μια στάση ζωής που ανατρέπει τα δεδομένα. Πολλά ζώα έχουν σωθεί από δραστηριοποίηση, χρηματικά ποσά έχουν συγκεντρωθεί για την ιατρική περίθαλψη ανθρώπων με πολύ σοβαρά ζητήματα υγείας, ένας υπουργός απομακρύνθηκε από την κυβέρνηση επειδή αποκαλύφθηκε πως δεν είχε τα απαραίτητα πτυχία. Οργανώνονται δυναμικές διαμαρτυρίες με μεγάλη ανταπόκριση από τον κόσμο, συγκεντρώνονται υπογραφές και πραγματοποιείται έλεγχος των ψευδών ειδήσεων. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αποδεικνύονται συνεπώς ένα πολύτιμο εργαλείο, αν τα χρησιμοποιήσουμε σωστά. Αγνοούμε λοιπόν όσο μπορούμε τα κακόβουλα σχόλια, αφού κάποιοι άνθρωποι δεν γίνεται να αλλάξουν στάση, όσα λογικά επιχειρήματα και αν τους παραθέσουμε. Εάν βέβαια οι προσβολές ξεπερνούν το μέτρο, εγώ προσωπικά απευθύνομαι και στη δικαιοσύνη προκειμένου να τεθούν τα κατάλληλα όρια.

Στα 50 σας ζητήσατε τη βοήθεια ψυχιάτρου μετά από πολυετή σας μάχη με την κατάθλιψη. Τι ήταν εκείνο που σας έκανε να την αγνοείτε τόσο πολλά χρόνια; 

Υποθέτω πως απλώς δεν το ήξερα. Ήταν άλλες εποχές πριν από 30 χρόνια και σίγουρα δεν υπήρχε η κατάλληλη ενημέρωση. Ξυπνούσα το πρωί μετά από έναν άσχημο ύπνο και δεν ήθελα να σηκωθώ. Έλεγα στον εαυτό μου πως πρόκειται απλώς για χουζούρι, αλλά στην ουσία δεν ήθελα να αντιμετωπίσω τη νέα μέρα. Άργησα πολύ να αποκωδικοποιήσω τα συμπτώματα και δεν βοήθησε καθόλου το γεγονός πως είμαι μια γυναίκα που δουλεύω αδιάκοπα. Άλλωστε έκανα καλά τη δουλειά μου και βίωνα μια πολύ λειτουργική κατάθλιψη, όπου δεν υπήρχαν εμφανή σημάδια πως κάτι τρέχει. Όταν το συνειδητοποίησα, ανέτρεξα στη βοήθεια ενός ειδικού. Εντοπίσαμε τις αιτίες και ύστερα εστιάσαμε στο παρόν.

Ζούμε σε μια κοινωνία που η ψυχαναγκαστική επιδίωξη της τέλειας ζωής μας δημιουργεί συνεχώς την αίσθηση πως κάπου υπολειπόμαστε σε σχέση με τους άλλους;

Εάν δεν λέγαμε συνεχώς ψέματα στον εαυτό μας και στους γύρω μας, πόσο διαφορετική θα ήταν η ζωή μας! «Κοίτα, έχω ακριβό αυτοκίνητο», «Δες με, είμαι στην παραλία και περνάω τέλεια», «Θαύμασε το σφριγηλό μου σώμα». Εικόνες ιδανικής ζωής κατακλύζουν τα μέσα ηλεκτρονικής δικτύωσης, και ενώ δεν ανταποκρίνονται στην αληθινή ζωή μάς βάζουν πράγματι σε μια διαδικασία συνεχούς σύγκρισης που μας δημιουργεί τεράστια συμπλέγματα κατωτερότητας. Χλευάζουμε, λοιπόν, οποιονδήποτε δεν ανταποκρίνεται στην αψεγάδιαστη εικόνα – τον παχύσαρκο που τρώει παγωτό, τη γυναίκα που τολμάει να βάλει μπικίνι παρόλο που δεν διαθέτει το τέλειο σώμα. Προσωπικά δίνω αγώνα για να αποτινάξουμε τα «πρέπει» που μας επιβάλλει η κοινωνία. Και σ’ αυτόν τον αγώνα δεν είμαι μόνη.

[Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Open Life, που κυκλοφόρησε με το Έθνος της Κυριακής, 26 Ιανουαρίου]

Έλενα Ακρίτα