Open life|04.02.2020 13:19

Μη βίαιη επικοινωνία: Ένας τρόπος να χαιρόμαστε τις σχέσεις μας

Γιώργος Τσιτσιρίγκος

Η Μη Βίαιη Επικοινωνία δημιουργήθηκε από τον Μάρσαλ Ρόζενμπεργκ και υιοθετείται εδώ και τέσσερις δεκαετίες από εκπαιδευτικούς, γονείς, ζευγάρια, επιχειρήσεις, φυλακές, ακτιβιστές και πολλούς άλλους σε πάνω από 60 χώρες σε όλο τον κόσμο. Η συγκεκριμένη προσέγγιση διδάσκεται σε παγκόσμια κλίμακα μέσα από βιωματικά σεμινάρια, ενώ σχετικά μ’ αυτήν έχουν εκδοθεί πολυάριθμα βιβλία (το σημαντικότερο βιβλίο του Ρόζενμπεργκ έχει εκδοθεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Κοντύλι με τίτλο «Μη Βίαιη Επικοινωνία. Η γλώσσα της καρδιάς»). Ας δούμε όμως πιο αναλυτικά τι ακριβώς σημαίνει η Μη Βίαιη Επικοινωνία και πώς μπορούμε να την εφαρμόσουμε αποτελεσματικά στις διαπροσωπικές μας σχέσεις.

Πώς αλλάζει η Μη Βίαιη Επικοινωνία τη γλώσσα που μιλάμε;

Κατ’ αρχάς, την κάνει πιο ακριβή, συγκεκριμένη και αποτελεσματική. Ο χρόνος που χρειάζεται για να συνεννοηθούμε με τους άλλους μειώνεται και οι παρεξηγήσεις περιορίζονται. Παράλληλα, η Μη Βίαιη Επικοινωνία μάς αγγίζει βαθύτερα, καθώς ο λόγος που εκφέρουμε διαμορφώνει σε μεγάλο βαθμό την πραγματικότητά μας και τον τρόπο που βλέπουμε τη ζωή. Ο Ρόζενμπεργκ δημιούργησε μια τεχνική που μας δίνει τη δυνατότητα να συνειδητοποιήσουμε πώς ακριβώς επιδρά η γλώσσα στον ψυχισμό μας και μέσα από έναν συγκεκριμένο τρόπο χρήσης του λόγου μάς βοηθά να σχετιζόμαστε από καρδιάς με όσους ανθρώπους το επιθυμούμε και να χαιρόμαστε τις σχέσεις μας. 

Ο τρόπος που μιλάμε σήμερα δεν μας βοηθάει;

Σε αρκετές περιπτώσεις μας δυσκολεύει να λειτουργήσουμε ανθρώπινα, γιατί μας διδάσκει να μιλάμε με απρόσωπο και επικριτικό τρόπο για όσα μας αγγίζουν, ιδίως για τα δυσάρεστα. Για παράδειγμα, όταν συμβεί κάτι που μας δυσαρεστεί, αντί να μιλήσουμε για τον εαυτό μας και να διευκρινίσουμε γιατί το συγκεκριμένο γεγονός μας επηρεάζει μ’ αυτόν τον τρόπο, επιλέγουμε να μιλήσουμε για το άλλο άτομο, λέγοντας π.χ. ότι είναι «εγωιστής», «αναξιόπιστος» κλπ. Όταν όμως βάζουμε ταμπέλες στους άλλους, αυτοί δυσκολεύονται να μας δουν ως ανθρώπους. Αντίθετα, μας ταυτίζουν με τον ρόλο του κριτή και κλείνουν συναισθηματικά προκειμένου να προστατευτούν. Έτσι ξεκινά ένας φαύλος κύκλος όπου η κάθε πλευρά κλείνει όλο και περισσότερο, με αποτέλεσμα κάποιες φορές να περιβαλλόμαστε από ανθρώπους αλλά να νιώθουμε αποξενωμένοι και μόνοι. Είναι τραγικό, γιατί στην πραγματικότητα κάθε κρίση που διατυπώνουμε αφορά πάντα εμάς τους ίδιους και αυτό που λέμε δεν είναι τίποτε άλλο από μια κεκαλυμμένη προσπάθεια να συνδεθούμε με τους άλλους και να πούμε ότι κάτι μας έχει πονέσει.

Άρα η Μη Βίαιη Επικοινωνία μάς μαθαίνει να μιλάμε πιο όμορφα;

Ακούγοντας τον όρο «μη βίαιη», ίσως σκεφτούμε ότι πρόκειται για μια μορφή επικοινωνίας που τηρεί τους τύπους ευγενείας και μας βοηθά να αποφεύγουμε πάση θυσία τη σύγκρουση και τις εντάσεις. Αυτό δεν είναι ισχύει, γιατί οι συγκρούσεις είναι κομμάτι της συνύπαρξης και συχνά μας δίνουν τη δυνατότητα να φέρουμε στην επιφάνεια την αλήθεια της σχέσης. Η Μη Βίαιη Επικοινωνία μάς υποστηρίζει να αναδείξουμε αυτή την αλήθεια μιλώντας από καρδιάς με ειλικρίνεια, τόλμη και ανθρωπιά, με τρόπο που η κάθε πλευρά μπορεί να ακουστεί πλήρως. Αυτή η ξεκάθαρη και ανθρώπινη επαφή δεν μας βοηθά απλώς να διαχειριστούμε μια σύγκρουση αλλά να καταλάβουμε ο ένας τον άλλο και να εμβαθύνουμε στη σχέση μας.

Η βία, όμως, δεν έχει να κάνει με τις άσχημες εκφράσεις και τον θυμό;

Ο τρόπος με τον οποίο εκφράζουμε ή πνίγουμε τον θυμό μας είναι ένα πολύ σπουδαίο ζήτημα, και όντως η Μη Βίαιη Επικοινωνία μπορεί να μας βοηθήσει να εργαστούμε με αυτό. Ωστόσο, η συναισθηματική βία στη ζωή μας είναι πολύ ευρύτερη. Για την ακρίβεια είναι εμβαπτισμένη στον τρόπο που σχετιζόμαστε και συνίσταται στην τάση μας να προκαλούμε κάποιας μορφής φυσικό ή συναισθηματικό πόνο όπως είναι ο φόβος, η ενοχή και η ντροπή στους άλλους προκειμένου να συμπεριφερθούν με τον τρόπο που θέλουμε. Είναι ένα παιχνίδι που μαθαίνουμε πολύ νωρίς στη ζωή, καθώς ταυτίζεται με τη γνωστή τακτική του μαστιγίου και του καρότου με την οποία μεγαλώνουμε τα παιδιά.

Τι σημαίνει αυτό στην πράξη;

Σημαίνει ότι, αν π.χ. θέλουμε το παιδί μας να διαβάζει περισσότερο, προσπαθούμε να το κάνουμε να νιώσει άσχημα που δεν κάνει το «σωστό», λέγοντας κουβέντες όπως «Καλά, δεν ντρέπεσαι, μεγάλο παιδί και να σου ζητάω εγώ να διαβάσεις; Ο αδερφός σου στην ηλικία σου ήταν ο καλύτερος μαθητής…», με σκοπό να το πιέσουμε να αλλάξει τη συμπεριφορά του και να κάνει αυτό που θέλουμε. Το αποτέλεσμα είναι πολλές φορές είτε το παιδί να πειθαρχεί με βαριά καρδιά αλλά να απομακρύνεται από μας και από τον εαυτό του. Και στις δύο περιπτώσεις η πολύτιμη εμπιστοσύνη μεταξύ γονέα και παιδιού θυσιάζεται. Η Μη Βίαιη Επικοινωνία μάς προτείνει να αντιμετωπίσουμε το παιδί με τον ίδιο σεβασμό που θέλουμε να δείχνει και αυτό σ’ εμάς. Να του μιλήσουμε ανοιχτά για τα συναισθήματα και τις ανάγκες μας και να ακούσουμε πραγματικά πώς βιώνει το ίδιο τη συγκεκριμένη κατάσταση.

Για παράδειγμα:
Πατέρας: «Ανησυχώ όταν σε βλέπω να μην κάνεις  όλα τα μαθήματά σου. Θα ήθελα πάρα  πολύ να δω ότι ξέρεις πώς να ολοκληρώνεις τις εργασίες που έχεις αναλάβει, γιατί νομίζω ότι αυτό θα σε βοηθήσει πολύ να κάνεις αυτά που θέλεις στο μέλλον και να είσαι ευτυχισμένη. Υπάρχει κάποιος συγκεκριμένος λόγος που δεν το κάνεις;» Κόρη: «Δεν μου αρέσουν…»
Πατέρας: «Εννοείς ότι δεν βρίσκεις ενδιαφέροντα   αυτά που κάνετε στο σχολείο;»
Κόρη: «Ναι. Είναι βαρετά. Όλο για το μέλλον μιλάμε, ποτέ για το τώρα…»
Πατέρας: «Εννοείς ότι στο σχολείο εστιάζετε περισσότερο στο τι χρειάζεται να γίνει για το μέλλον σας, ενώ εσύ θα ήθελες να κάνετε πράγματα που έχουν ζωή και νόημα αυτή τη στιγμή;»
Κόρη: «Ε, ναι. Θα ήθελα να χαιρόμαστε και λίγο. Εκεί μέσα είναι συνέχεια σαν μνημόσυνο…»

Είναι εύκολο αυτό στην πράξη;

Ναι. Η αρχή γίνεται με μικρές μετατοπίσεις, που όμως είναι πολύ ουσιώδεις. Σταδιακά, όμως, εξοικειωνόμαστε μ’ αυτό τον διαφορετικό τρόπο και απελευθερωνόμαστε όλο και περισσότερο συναισθηματικά, κάτι που σημαίνει ότι απολαμβάνουμε και περισσότερο τις σχέσεις μας. Είναι ένα προσωπικό ταξίδι που μας επιφυλάσσει πολλά δώρα στην πορεία του.

Προτάσεις για τις σχέσεις μας 

  1. Ακούμε τον άλλο άνθρωπο με παρουσία και κάποιες φορές πριν απαντήσουμε επιβεβαιώνουμε ότι καταλάβαμε αυτό που μας λέει, καθρεφτίζοντας την ουσία των λεγομένων του, π.χ.: «Δηλαδή αυτό που μου λες είναι ότι…». Ξεκινάμε να μιλήσουμε αφού βεβαιωθούμε ότι καταλάβαμε αυτό που μας είπε το άλλο άτομο ακριβώς όπως το εννοούσε. Διαφορετικά δίνουμε τον χώρο να μας το διευκρινίσει.
  2. Εκφράζουμε πώς βιώνουμε εμείς την κατάσταση και τι είναι σημαντικό για μας, π.χ.: «Απογοητεύομαι με όλο αυτό, γιατί θα ήθελα να υπάρχει περισσότερη εμπιστοσύνη σ’ αυτή τη συνεργασία».
  3. Κάποιες φορές ζητάμε από τον άλλο άνθρωπο να μας πει τι μας άκουσε να λέμε, π.χ.: «Επειδή καμιά φορά έχουν συμβεί παρεξηγήσεις και δεν θέλω να συμβούν αυτή τη φορά, θες να μου πεις τι με άκουσες να λέω; Εννοώ την ουσία, όχι ακριβώς τι είπα, αλλά τι κατάλαβες…».
  4. Αναφερόμαστε στα γεγονότα διαχωρίζοντάς τα από τις προσωπικές μας αξιολογήσεις γι’ αυτά. Π.χ. λέμε: «Χθες το βράδυ δεν μου τηλεφώνησες», αντί να πούμε: «Με έγραψες ξανά στα παλιά σου τα παπούτσια».
  5. Διατυπώνουμε αιτήματα που είναι σαφή και συγκεκριμένα, π.χ.: «Θα ήθελα να μου πεις 1-2 πράγματα που σου αρέσουν σ’ αυτή την πρόταση και 1-2 πράγματα που δεν σου αρέσουν. Θέλεις;» αντί για «Τι λες για την πρόταση;».
  6. Φροντίζουμε τον χώρο και τον χρόνο της επικοινωνίας μας, ώστε να μην μας αποσπούν θόρυβοι, πιεστικές υποχρεώσεις, κινητά τηλέφωνα κλπ. Καθόμαστε ο ένας απέναντι από τον άλλο και παίρνουμε τον χρόνο μας, χωρίς βιασύνη. Μια ποιοτική σύνδεση λίγων λεπτών μπορεί κάποιες φορές να μας βοηθήσει να πούμε πράγματα που κρατάμε μέσα μας για χρόνια!

[Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Open Life, που κυκλοφόρησε με το Έθνος της Κυριακής, 26 Ιανουαρίου]

αυτοβελτίωσηεπικοινωνίαθυμόςβία