Απόψεις|26.04.2020 13:27

Οι μαυραγορίτες του κορονοϊού

Νίκος Μπίστης

Θα έχετε προσέξει ότι έχω αποφύγει να ασκήσω κριτική στην ομάδα των επιστημόνων, με επικεφαλής τον κ. Τσιόδρα, που χειρίζεται την υγειονομική πλευρά της κρίσης του κορονοϊού. Για πολλούς λόγους, με πιο σημαντικό ότι συμμερίζομαι την άποψη της πλειονότητας των πολιτών που λέει ότι μέχρι στιγμής τα κατάφεραν καλά.

Εδωσαν έγκαιρα κατευθύνσεις, τις οποίες αποδέχθηκε η κυβέρνηση, και σε πρώτη φάση λειτούργησαν εμποδίζοντας τη διασπορά του ιού. Παρακολουθώ ταυτοχρόνως όσο μπορώ και τη συζήτηση που διεξάγεται διεθνώς για την τελική αποτελεσματικότητα της κρατούσας στρατηγικής του lockdown. Την ανησυχία του επιστημονικού κόσμου για την περίπτωση όπου δεν θα έχει βρεθεί φάρμακο ή εμβόλιο όταν χώρες με μικρό ποσοστό ανοσίας στον γενικό πληθυσμό αρχίσουν να επιστρέφουν σε μια εκ των πραγμάτων επικίνδυνη κανονικότητα. Οσοι διάβασαν προσεκτικά τη συνέντευξη του Σουηδού «Τσιόδρα», θα βρήκαν τη βάση της επιχειρηματολογίας της άλλης στρατηγικής που ακολουθεί η σκανδιναβική χώρα.

Μια στρατηγική με ρίσκο μεγάλο, που μέχρι στιγμής δεν δικαιώνεται, αλλά ευελπιστεί ότι το τελικό μακάβριο -σε κάθε περίπτωση- αποτέλεσμα θα τη δικαιώσει. Αμφότερες, πάντως, οι στρατηγικές θα κριθούν στο τέλος. Ενώ λοιπόν για το υγειονομικό σκέλος έχει επιτευχθεί μια ευρεία συναίνεση, αυτό δεν μπορεί να συμβεί στην οικονομική και κοινωνική πλευρά αντιμετώπισης της κρίσης. Και δεν έχει νόημα η πάση θυσία επιδίωξη μιας συναίνεσης που θα θυμίζει σιωπή νεκροταφείου, όπως επιδιώκει η κυβέρνηση και προσπαθούν να επιβάλουν τα ΜΜΕ που βρίσκονται στις υπηρεσίες της. Δηλαδή σχεδόν όλα.

Εδώ έχουμε να κάνουμε με καθαρά πολιτικές επιλογές, με διαφορετικά σχέδια αντιμετώπισης της κρίσης και ο δημόσιος διάλογος και η αντιπαράθεση μπορεί να οδηγήσουν σε ευτυχέστερες επιλογές. Είναι δημοκρατικό δικαίωμα που δεν κάμπτεται κάτω από οιανδήποτε συνθήκη. Και η συζήτηση αυτή δεν περιορίζεται στη γενική κατεύθυνση των μέτρων (πιο εμπροσθοβαρή σύμφωνα με το σχέδιο της αντιπολίτευσης, πιο συγκρατημένα κατά την κυβερνητική εκδοχή).

Το πρόβλημα οξύνεται όταν γίνεται προσπάθεια να μείνουν στο απυρόβλητο επιλογές της κυβέρνησης όχι μόνο πρόχειρες και ασυνάρτητες, αλλά όζουσες σκανδάλου. Η απόσυρση από την κυβέρνηση μετά δεκαπέντε ημέρες ένοχης σιωπής της τηλεκατάρτισης των επιστημόνων αποτελεί άθλο των ελάχιστων δημοσιογράφων που τιμούν το επάγγελμά τους και δεν έχουν μετατραπεί σε κυβερνητικούς κονδυλοφόρους, της κοινωνίας των πολιτών που ενεργοποιήθηκε μέσα στα social media και των κομμάτων της αντιπολίτευσης που ανέδειξαν το θέμα. Και όπως όλα δείχνουν, θα υπάρξει συνέχεια και με άλλα συναφή θέματα. Γιατί φαίνεται ότι ορισμένοι παρανόησαν ή ερμήνευσαν διασταλτικά και εγωιστικά την προτροπή των ημερών «να κάνουν την κρίση ευκαιρία». Και αν σε συνθήκες κανονικότητας οι επιπτώσεις αυτής της εξόφθαλμα προκλητικής, ευνοιοκρατικής (με στοιχεία «αρπαχτής») συμπεριφοράς είναι μετρήσιμες, σε συνθήκες έκτακτες (πολεμικές, μάλιστα, κατά την προσφιλή αναφορά της ίδιας της κυβέρνησης) είναι ανυπολόγιστες.

Να το δώσω και με ένα παράδειγμα. Εχει άλλο βαθμό απαξίας η πράξη του μπακάλη, του χασάπη και του φούρναρη που έκλεβε στο ζύγι το 1939 και άλλο του μαυραγορίτη που έκρυβε τρόφιμα όταν ο λαός πέθαινε από την πείνα στην Αθήνα. Που έκανε, δηλαδή, την Κατοχή ευκαιρία. Τηρουμένων, βέβαια, των αναλογιών, έχουμε τους πρώτους μαυραγορίτες του κορονοϊού που πιάστηκαν στα πράσα. Και δεν μιλάμε μόνο ούτε κυρίως για τους Σκοιλ Ελικικού επιμορφωτές, αλλά για τους ανώτατους κυβερνητικούς παράγοντες που σκηνοθέτησαν ένα έργο που δεν πρόλαβε να ανέβει. Αφησε όμως βαθύ το αποτύπωμά του.

πρόγραμμα τηλεκατάρτισηςΚορονοϊός