Απόψεις|08.06.2020 14:19

Ποιος θέλει εκλογές, ε;

Φώφη Γιωτάκη

Δεν υπάρχει πολιτικός που να πιστεύει κάτι διαφορετικό από το «δόγμα» ότι, στην πολιτική η κάθε επόμενη μέρα είναι μια άλλη διαφορετική μέρα. Και δεν υπάρχει πολιτικός που αφήνει, ως εκ τούτου, δύο και τρία σενάρια τακτοποιημένα για παν ενδεχόμενο στο συρτάρι του.

Στο ερώτημα λοιπόν για το αν ο Κυριάκος Μητσοτάκης σκέφτεται να αιφνιδιάσει με πρόωρες εκλογές, όπως έκανε το 2015 ο Αλέξης Τσίπρας, εκτός από τον ίδιο τον πρωθυπουργό οφείλει το σύνολο των πολιτικών αρχηγών να μπορεί να δώσει εγκαίρως και κυρίως ορθά επεξεργασμένες απαντήσεις. Ρεαλιστικές απαντήσεις για όλες τις πτυχές του ερωτήματος που αφορά πάντα μια διαφορετική και μοναδική συγκυρία.

Έμπειροι πολιτικοί διαπιστώνουν τα διλήμματα, αλλά κατανοούν ταυτόχρονα και την ανάγκη της εκάστοτε κυβέρνησης να κατακτήσει ή να διατηρήσει την πολιτική ηγεμονία για την επίτευξη των κορυφαίων στόχων που έχει θέσει. Έτσι στην παρούσα φάση ξεκινούν την ψηλάφηση των δεδομένων θέτοντας το ερώτημα για το αν και ποιοι θέλουν στην πραγματικότητα εκλογές.

Τα μικρότερα κόμματα της αντιπολίτευσης δεν έχουν κλείσει ακόμη ένα χρόνο εντός βουλής και γνωρίζουν ότι η παραμονή τους στα κοινοβουλευτικά έδρανα θα αποδειχθεί μια εξαιρετικά δύσκολη μάχη επιβίωσης- ακόμη και αν η ατζέντα της εποχής δημοσκοπικά τα ευνοεί. Ο Γ. Βαρουφάκης παλεύει να ξεχωρίσει με το προφίλ της αντιπολίτευσης που «χτυπάει» από τα αριστερά και «κλέβει» νυν ή εν δυνάμει ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ. Ο Κ. Βελόπουλος από την άλλη ποντάρει στην δεξαμενή ψηφοφόρων που άφησε πίσω του ο Π. Καμμένος, το κόμμα του οποίου είχε φτάσει στην κορύφωση του αντιμνημονιακού συναισθήματος στο 12%. Οι καιροί αλλάζουν και σε κάθε περίπτωση τα δύο κόμματα χρειάζονται χρόνο για να αναπτύξουν τις φιλόδοξες επιδιώξεις τους. Άρα, εκλογές γιατί να θέλουν;

Το ΚΚΕ χωρίς ιδιαίτερα σκαμπανεβάσματα στα ποσοστά του και χωρίς τον κυβερνητικό ΣΥΡΙΖΑ να δελεάζει επίμονα ψηφοφόρους του, δεν θα μπορούσε να «επιλέξει» καλύτερο σενάριο από την μαχητική αντιπολίτευση σε βάθος τετραετίας εναντίον της κυβερνητικής συντηρητικής παράταξης. Ανασκουμπώνεται και κερδίζοντας χρόνο στοχεύει στην προσέλκυση ψηφοφόρων από τον ΣΥΡΙΖΑ και το κόμμα Βαρουφάκη. Τι διαφορετικό αν στήνονταν κάλπες μέσα στο 18μηνο από τις προηγούμενες εκλογές;

Για το Κίνημα Αλλαγής το 8% έσωσε την παρτίδα της 7ης Ιούλη αλλά έδωσε παράταση στην αγωνία της Χαριλάου Τρικούπη για το πώς θα περάσει διατηρώντας τις δυνάμεις του από τις Συμπληγάδες της κυβερνητικής παράταξης και του ΣΥΡΙΖΑ, που εξαρτούν τις νίκες τους από την λεηλασία των κεντροαριστερών ψηφοφόρων. Η Φώφη Γεννηματά καταγράφει αξιοσημείωτη δημοφιλία, το ΚΙΝΑΛ σημειώνει διαρροές περίπου 2% προς την κυβερνητική παράταξη που εισπράττει δύναμη από την διαχείριση του κορονοϊού και στο τέλος της ημέρας, ηγεσία και στελέχη εστιάζουν στο σχέδιο που θα τους επιτρέψει να διεκδικήσουν μια ισχυρή Τρίτη διερευνητική εντολή. Γιατί να μπουν σε ετούτη την φάση σε μια δοκιμασία με πασιφανώς σκληρούς όρους;

Ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε πέρσι τρεις εκλογικές αναμετρήσεις αλλά στην εθνική κάλπη κατάφερε να εξασφαλίσει ένα ποσοστό (κοντά στο 32%) που τα περισσότερα στελέχη του πρόβλεπαν ότι δεν θα είχε τον αριθμό 3 μπροστά. Το γεγονός όμως ότι το Συνέδριο της διεύρυνσης δεν έγινε με «ζεστό» το αποτέλεσμα, αλλά αφέθηκε στις πολύμηνες εσωκομματικές διαδικασίες που φρέναραν απότομα στον κορονοϊό, στερεί σαφώς συγκριτικά πλεονεκτήματα στην προσπάθεια του Αλέξη Τσίπρα να διαμορφώσει το συντομότερο όρους ολικής επαναφοράς. Άλλωστε μια ακόμη εκλογική ήττα πολύ κοντά σε αυτές του 2019 θα ήταν καταλυτική και προάγγελος «εσωκομματικών μαχαιρωμάτων»- όπως έλεγαν παλαιότερα στο κραταιό ΠΑΣΟΚ- για τον ΣΥΡΙΖΑ και την ηγεσία του. Η δε απλή αναλογική που ψήφισε ο ΣΥΡΙΖΑ έχει ως προς το πολιτικό αποτέλεσμα περισσότερες από μία αναγνώσεις για το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης στην εποχή της δημοσκοπικής μετά την εκλογική κυριαρχίας του Κυριάκου Μητσοτάκη. Υπάρχουν άραγε στελέχη στον ΣΥΡΙΖΑ που εύχονται πρόωρες εκλογές, το εννοούν και γιατί;

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης σίγουρα άκουσε πολλές εισηγήσεις για πρόωρες εκλογές γύρω από την γενέθλια 7η Ιουλίου της ΝΔ. Τα διλήμματα είναι αυτονόητα και τα σχετικά ερωτήματα απαντώνται σε ένα βαθμό από τις αντιδράσεις ανησυχίας που προκαλούν στο εσωτερικό των κομμάτων της αντιπολίτευσης τα σενάρια περί πρόωρων εκλογών. Ναι μεν με αιφνιδιαστικές εκλογές ο κ. Μητσοτάκης θα επιβεβαιώσει την κυριαρχία του, την οποία ενίσχυσε η στάση της κυβέρνησής του στην μάχη αντιμετώπισης της πανδημίας, αλλά πρώτα και κύρια θα ταυτιστεί με τον «τακτικιστή» που βλέπει στο πρόσωπο του Αλέξη Τσίπρα. Μπορεί δε η γενναία απόφαση της Ευρώπης να στηρίξει τις χώρες της να δίνει αέρα στα πανιά των κυβερνήσεών τους μπροστά στην ύφεση του κορονοϊού, αλλά η συγκέντρωση αχαρτογράφητων νερών καθιστά επί του παρόντος αθέατο το σύνολο των κινδύνων στην πραγματική οικονομία πχ από ένα δεύτερο κύμα της πανδημίας. Το στοιχείο του τυχοδιωκτισμού (με πρόωρες εκλογές) την περίοδο που η τουρκική προκλητικότητα ξύνει τα όρια, δεν μπορεί να εμπλέκεται στα σχέδια ενός πρωθυπουργού και μιας κυβέρνησης που κραδαίνει την ρητορική της πολιτικής σταθερότητας, της μεταρρυθμιστικής προοπτικής και της αναπτυξιακής ανάκαμψης της χώρας. Τι θα πουν οι ψηφοφόροι του Κ. Μητσοτάκη αν αλλάξει πλεύση και ρισκάρει ένα δίμηνο ή τρίμηνο πάγωμα της ήδη παγωμένης οικονομίας; Ο πρωθυπουργός το ξέρει – και γι’ αυτό πήρε εγκαίρως τις αποστάσεις του από τα εκλογικά σενάρια, παραχωρώντας μία «νίκη» στην αντιπολίτευση, που είχε επίσης μόνο να χάσει από τις πρόωρες κάλπες...

Φώφη ΓεννηματάΚΙΝΑΛΚυριάκος Μητσοτάκηςπρόωρες εκλογές