Απόψεις|20.12.2018 14:37

Υποκριτική «αγανάκτηση»

Γιώργος Σκαφιδάς

Κορυφαίοι Ευρωπαίοι διπλωµάτες υποστηρίζουν πίσω από κλειστές πόρτες ότι η Ελλάδα πήρε µε τη Συµφωνία των Πρεσπών περισσότερα από όσα θα περίµεναν. Εάν κάτι τέτοιο ισχύει ή όχι, µάλλον δεν θα το µάθουµε ποτέ. Και µόνο οι σχετικές εκτιµήσεις φανερώνουν µια κάποια διάθεση απέναντι στα «περιθώρια» της διαπραγµάτευσης, υπό το πρίσµα όσων έχουν ήδη συµβεί, αλλά και εν όψει αυτών που θα µπορούσαν να ακολουθήσουν στο µέλλον.

Ξένες πρεσβείες χρηµατοδοτούν, από την πλευρά τους, έρευνες πάνω στην προσέγγιση µεταξύ Ελλάδας και ΠΓ∆Μ, ευελπιστώντας σε ένα µέλλον ευρύτερης συνεργασίας µεταξύ των δύο χωρών.

Οι Αµερικανοί µιλούν ανοιχτά για µια «ιστορική» συµφωνία, όταν αναφέρονται στη Συµφωνία των Πρεσπών, την οποία οι Ευρωπαίοι (του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόµµατος συµπεριλαµβανοµένου) καλωσορίζουν ως «πρότυπο», «θετικό προηγούµενο» και «σηµείο αναφοράς» για τις εξελίξεις στα Βαλκάνια.

Ακόµη και η Ρωσία, κρίνοντας από όσα δήλωσε χθες σε δηµοσιογράφους στην Αθήνα ο Ρώσος πρέσβης Αντρέι Μάσλοφ, θα καλωσόριζε την επίλυση του ονοµατολογικού ως «θετική εξέλιξη που δεν πρόκειται να επηρεάσει αρνητικά τις ελληνορωσικές σχέσεις», διατηρώντας, βέβαια, τις ενστάσεις της, όχι όµως ως προς την επίλυση, αλλά ως προς το ότι µια τέτοια εξέλιξη θα άνοιγε τον δρόµο για την ένταξη της ΠΓ∆Μ στο ΝΑΤΟ, την οποία η Μόσχα ερµηνεύει περίπου ως «αντιρωσική» ενέργεια.

Στην Ελλάδα, η κεντρική πολιτική σκηνή, όπως διαµορφώνεται όχι από τις ακραίες, αλλά από τις συµβατικές-mainstream πολιτικές δυνάµεις, εµφανίζεται σαν να ζει σε ένα παράλληλο σύµπαν.

Πολιτικοί που θέλουν να αυτοαποκαλούνται «κεντροδεξιοί» ή ακόµη και «κεντρώοι» αποκηρύσσουν τη Συµφωνία των Πρεσπών ως «καταστροφική», υποκύπτοντας στα φοβικά αντανακλαστικά µερίδας του πληθυσµού, υπό τον φόβο µήπως χάσουν καµιά ψήφο προς τα δεξιά. Η επίµαχη συµφωνία δεν είναι ιδανική, πλην όµως είναι µια συµφωνία που έν ας κεντρώος ή ακόµη και ένας κεντροδεξιός θα καλωσόριζε µε τα προ κρίσης δεδοµένα χωρίς να χρειαστεί, εν τω µεταξύ, να παρερµηνεύσει την έννοια της ιθαγένειας, που σηµαίνει υπηκοότητα, και όχι εθνικότητα.

Κατά βάθος, βέβαια, πολλοί από εκείνους τους υποκριτικά «αγανακτισµένους» εύχονται η συµφωνία να περάσει µε τις ψήφους των άλλων προκειµένου να επωµιστεί το πολιτικό κόστος η νυν κυβέρνηση και το θέµα να κλείσει εκεί.

Οσοι κάνουν, ωστόσο, εξωτερική πολιτική εκ του ασφαλούς, υποκύπτοντας στα φοβικά αντανακλαστικά µερίδας του πληθυσµού, κάποια στιγµή, αργά ή γρήγορα, ίσως κληθούν να κάνουν τις δεσµεύσεις τους πράξη. Και τότε τα αποτελέσµατα ενδεχοµένως να είναι «καταστροφικά». Το είδαµε και στην περίπτωση του… Brexit, που κάπως έτσι πέρασε από την ανέξοδη θεωρία στη δυσβάσταχτα κοστοβόρα πράξη.

Συμφωνία των Πρεσπών