Απόψεις|31.08.2020 12:41

Το Μεγάλο Σουλάτσο μιας περίεργης

Σεμίνα Διγενή

Για εμάς κάποτε, αυτή η φράση συνοδευόταν από κλαυσίγελω. Σήμαινε την  έναρξη της καθημερινής ιλαροτραγωδίας μας. Ήταν ο πανωλεθρίαμβος του Σεπτεμβρίου, μετά τις βουτιές, τις παγωτομαχίες και το αραλίκι. Στο δικό μου παιδικό μυαλό, όμως, λειτουργούσε ενθαρρυντικά εκείνο το δεύτερο επίπεδο της είδησης για την έναρξη της  σχολικής χρονιάς. 

Γινόταν ταυτόχρονα η κήρυξη της έναρξης του δικού μου Μεγάλου Σουλάτσου. Μια καθημερινή διαδρομή ενός τετάρτου, διαρκούσε γύρω στο δίωρο. Όταν πήγαινα και γύριζα από το σχολείο, ποτέ δεν ακολουθούσα την ίδια πορεία. Ολο ανακάλυπτα καινούργιους δρόμους και δρομάκια, γεμάτα νέες εικόνες, μυρωδιές και πρόσωπα.. 

Θα μου πεις, τι σημασία έχει πια; Κι όμως έχει, μπορώ να τα ξανανιώθω όλα αυτά, όταν τα χρειάζομαι,  γιατί μπορώ όποια στιγμή θέλω να  ξαναγίνομαι μαθήτρια Τρίτης Δημοτικού και να πηγαίνω με τα πόδια από το σχολείο μου, της πλατείας Κουμουνδούρου, στην οδό Ερμού, που είναι το κατάστημα του μπαμπά. 

Κι επειδή κανείς εκεί δεν με προσέχει μέσα στη χλαπαταγή της δουλειάς και κανείς δεν με ρωτάει πώς τα πήγα στο σχολείο ή τι διάβασμα έχω γι' αύριο, γι' αυτό κι εγώ παρατείνω την ήδη τεντωμένη και πολυτεθλασμένη διαδρομή μου, προσθέτοντας επιπλέον βόλτες. 

Κάθε μέρα το ίδιο σινεμασκόπ σουλάτσο (δεν υπήρχαν τότε στο πλάνο, ούτε φροντιστήρια, ούτε ιδιαίτερα, ούτε εξωσχολικές δραστηριότητες. Έπρεπε ή να το αποδεχθείς ή να τις επινοήσεις..)

Περπατάω λοιπόν με τις ώρες και χαζεύω τους πάντες και τα πάντα σ' αυτή τη φαντασμαγορική –στα μάτια μου– γειτονιά. Σε όλη τη μαγική περιοχή, δηλαδή, από την Πανδρόσου και την Αθηνάς μέχρι την Πειραιώς και την Αγίου Κωνσταντίνου. 

Τρελαίνομαι να παρατηρώ τα  πολύχρωμα παλιατζίδικα στο Γιουσουρούμ, τον κόσμο που τρώει με όρεξη στα μαγειρεία τριγύρω, τους φούρνους που πουλάνε κουλούρια και πάντα μυρίζουν ωραία. 

Μου αρέσει ν' ακούω τα λαϊκά που αντιλαλούν από τα τσαγκαράδικα, τα μπακάλικα και τα μηχανουργεία της Παπανικολή, τους δυνατούς διαλόγους των οικοδόμων με τα αυτοσχέδια εφημεριδένια καπελάκια και των φωνακλάδων πωλητών στη λαϊκή αγορά, να χαιρετάω τις όμορφες κυρίες με τα φανταχτερά ρούχα και τ αρώματα, στις εισόδους κάποιων σπιτιών μ' ένα κόκκινο φωτάκι, στην Ευριπίδου (γνωριζόμαστε πια και πάντα με ρωτάνε πώς πάει το σχολείο).

Καμιά φορά συναντώ εκεί στο γωνιακό καφενείο της Πλατείας Ψυρρή, κάποιους κοστουμαρισμένους κυρίους, με λαδωμένα κεφάλια, που όλο χαιρετούν τους περαστικούς διά χειραψίας και εμένα μου χαϊδεύουν (δηλαδή μου ανακατεύουν) τα μαλλιά. Τους λένε πολιτικούς. 

Μ' αρέσει να ελέγχω από κοντά, τις νέες αντίκες που φέρνει ο πάντα γελαστός κύριος Τζιλαλής, με τα πράσινα μάτια, ο οποίος πάντα μού εξηγεί με λεπτομέρειες την ιστορία της κάθε μιας και μ' ενημερώνει για την αξία τους. Είμαι τόσο περήφανη για μένα. Είμαι μόνο εννέα χρονών, αλλά τους ξέρω όλους!

Κι έτσι όπως περπατάω μόνη μου στα δρομάκια, ανυπομονώ για εκείνη την ευλογημένη στιγμή, που θα πεταχτεί από μια οικοδομή της Καραϊσκάκη, ο Παπαμιχαήλ με το κασκετάκι του στραβά και θα τραγουδάει «Κάτω στον Πειραιά, στα Καμίνια», ενώ από κάτω θα τον σιγοντάρουν με τα μπουζούκια τους, ο Αυλωνίτης, ο Κόκοτας κι ο Λοχαΐτης. 

Ξέρω με σιγουριά ότι ύστερα, στο διπλανό ψαράδικο της Μιαούλη, θα δω την Αλίκη να πουλάει λιθρίνια και να λέει, αγκαλιά με τον Λαυρέντη Διανέλλο, το «Ψάρια πουλάω και δε με νοιάζει».

Στρίβοντας στην Πλατεία Ηρώων, μπορεί να πετύχω την Μάρθα Καραγιάννη να κυνηγάει γύρω-γύρω τον Βουτσά, για να του κόψει ένα τσουλούφι και να του κάνει μάγια, να την παντρευτεί, ενώ στο κουρείο της Αισχύλου θα βρω οπωσδήποτε τον Φαίδωνα Γεωργίτση να ξυρίζει το μουστάκι, καθ' υπόδειξη της Ζωής Λάσκαρη

Πριν βραδιάσει, από ένα γραφείο της Αγίων Αναργύρων θα βγαίνει η Τζένη Καρέζη, μια αξιοπρεπέστατη δεσποινίς διευθυντής, παρέα με τη Λίλη Παπαγιάννη και εγώ θα τις κρυφακούω να συνωμοτούν για το πώς θα σαγηνέψουν τον Αλεξανδράκη. Αλλά θα με εντοπίσει ο «Ναυαρχούκος» και θα με ξαποστείλει στη σκηνή  που ο Λάμπρος Κωνσταντάρας λέει στον Γιάννη Βογιατζή ότι η γυναίκα του τρελάθηκε. Εγώ δεν τον πιστεύω, (εννοείται), και γιατί μ αρέσει πολύ η κυρία Μαίρη Αρώνη από παλιά, από τότε που έκανε την Πάστα Φλώρα και γιατί όλο του λέει, όταν τη ρωτάει τι κάνει, ότι "μετράει μυρμηγκάκια."

Θα καταλάβω ότι άργησα και  πρέπει να γυρίσω στο μαγαζί του μπαμπά, μόνο όταν ο φανερός πράκτωρ ΘουΒου, θα μου κορνάρει με τη βέσπα, Μενάνδρου και Σαπφούς γωνία. Ναι, ναι το θυμάμαι, από αλλού ξεκίνησα. Από το ότι ανοίγουν σε λίγο τα σχολεία. Αναρωτιόμουν λοιπόν πάντα, τι παρατηρούν τα παιδιά στο δρόμο,  πηγαίνοντας και επιστρέφοντας από το σχολείο. Επίσης τι μπορεί να σκέφτονται σ αυτό το καθημερινό πήγαινε έλα. Θα μου πει κάποιος;

σχολείοΣεμίνα Διγενή