Απόψεις|30.12.2018 18:53

Στέλλα, σκοτεινή µας ηθογραφία

Newsroom

* του Νίκου Ξυδάκη

Τον καιρό της σφαγής των Μηλίων από τους Αθηναίους ο Ευριπίδης έγραψε τις «Τρωάδες». Ένας Έλληνας βλέπει τη δήωση και την εξολόθρευση από την πλευρά των γυναικών της Τροίας, που θρηνούν παιδιά και εγγόνια· οι Αθηναίοι ακούν τον θρήνο της Εκάβης· ο νικητής στοχάζεται πάνω στον πόνο του ηττηµένου και αναρωτιέται ποιος νικά, τι είναι η νίκη, τι είναι η ανθρώπινη φύση. Ο Ευριπίδης σχολίασε έτσι την κατάφωρη αδικία, τη θηριωδία της Αθηναϊκής ∆ηµοκρατίας εις βάρος των συµµάχων Μηλίων.

Ταυτόχρονα έδειχνε το διαλεκτικό µεγαλείο της πόλεως: οι Αθηναίοι, αφού συζήτησαν στην Πνύκα τα πολιτικά αποτελέσµατα της κατίσχυσης επί των αδύναµων συµµάχων, µεταφέρθηκαν παραδίπλα, στο Θέατρο του ∆ιονύσου, και εκεί, υπό τη σκέπη της παρθένου Παλλάδος Αθηνάς, παρακολούθησαν το δράµα, το δράµα της συνείδησής τους, τη σφοδρότερη αυτοκριτική. Αυτή ήταν η ουσία της αθηναϊκής πόλεως: η τέχνη αντίκριζε την πολιτική πράξη, υπερβαίνοντας τις συµβάσεις και την ανάγκη. Επιτελούσε έτσι µια δράση όχι µόνο αναστοχαστική αλλά και ανακουφιστική, και επίσης λειτουργούσε σαν δρώσα µνήµη, διαρκής, επίµονη, ανακαλούσα τη βαθύτερη ουσία του πολίτη και ανθρώπου.

Οι θεσµοί και ο πολιτικός πραγµατισµός εξόρκιζαν σταθερά, µε κάθε τρόπο, την έριδα, το νείκος, τη στάσιν, τον εµφύλιο, καλλιεργούσαν τη Λήθη, τη λησµονιά των κακών, µεριµνώντας διαρκώς για τη συνοχή και τη σταθερότητα της πόλης. Αλλά το δράµα, η τέχνη του θεάτρου, έφερνε στη σκηνή όλα τα σκοτεινά πάθη, τις έριδες, την Υβριν, τα αναπάντητα ερωτήµατα, τα ανασκάλευε· µεριµνούσε διαρκώς για τη Μνήµη. Ετσι περίπου σκέφτηκα όταν ξαναείδα φέτος την παράσταση «Στέλλα κοιµήσου» του Γιάννη Οικονοµίδη.

Χρειαζόµαστε το θέατρο, την τέχνη, για να δούµε βαθιά µες στους εαυτούς µας την κοινωνία µας. Χρειαζόµαστε αυτό το µπαλέτο αδρεναλίνης και γύµνωσης που χορογραφεί ο Οικονοµίδης, τις φωνάρες και τις βρισιές που µπλέκονται, για να δείξουν την ωµότητα, τη στέγνια, την υποκρισία, τη σκληρότητα, τον κυνισµό, τη συντριβή. Τη θεµελιώδη ανατροπή: Οταν η µεγάλη κόρη του µαφιόζου ολιγάρχη επιχειρεί να µαταιώσει τον γάµο σκοπιµότητας µε τον πολιτικό γόνο, διότι ανακαλύπτει ξαφνιασµένη ότι µπορεί και να έχει κάποια αισθήµατα χωρίς υπολογισµούς, µπορεί ίσως να έχει καρδιά, ψυχή και µήτρα και να δονούνται. Και όλη η αγία οικογένεια πέφτει πάνω της για να τη συνετίσει: ο γάµος είναι το µεγάλο κόλπο, για ξέπλυµα του χρήµατος και κοινωνικό gentrification.

Το «Στέλλα κοιµήσου» είναι ηθογραφία της σηµερινής Ελλάδας, της υπερνεωτερικής και αρχαϊκής. Αφορµάται από τη Στέλλα Βιολάντη του Ξενόπουλου, περνά από τον Κεχαΐδη και τη Λούλα Αναγνωστάκη, περνά από το αµερικανικό θέατρο και το βορειοευρωπαϊκό δόγµα, από τα Γόµορρα του Σαβιάνο και τον κόσµο των µαφιόζικων sagas, αλλά η πρώτη ύλη του είναι η καυτή ειδησεογραφία των παρ’ ηµίν φυλλάδων, των σάιτ και των πρωινάδικων, είναι η ζωή σπαρταριστή, σήµερα, εδώ, έτσι όπως προτυπώνεται λαµπερή και τερατώδης, χρυσοσκονισµένη και kitsch, µπρουτάλ και υπερρεαλιστική.

Στο πρόσωπο του πατριάρχη Γερακάρη που λέει στην οικογένεια µε το πιστόλι στο χέρι «έχουµε πόλεµο ρε, πάρ’ το µαγαζί!» που λέει στον εαυτό του «βρωµιάρη βοσκέ, ποτέ δεν πήρες καλό χαρτί», αντικρίζεις εγχώριους φύλαρχους, πατριάρχες και γόνους, δηµαρχάρες, µάκαρους, µούρες στα επίσηµα των γηπέδων, µούρες στα καλά τραπέζια, ελίτ ανερχόµενες και ελίτ κυρίαρχες. Στο παραµιλητό του Γερακάρη, στην παγωνιά της Στέλλας, βρίσκεται πολλή, πηχτή, σκοτεινή Ελλάδα. Και δεν είναι µόνο παραµιλητό, είναι κατάδυση στο πλουτώνιο βένθος της πόλεως και της δηµοκρατίας. Χρωστάµε στον Γιάννη Οικονοµίδη και στους άξιους ηθοποιούς.

* Ο Νίκος Ξυδάκης είναι πρώην υπουργός και κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΣΥΡΙΖΑ