Απόψεις|03.01.2019 15:28

Περί λαϊκισµού ο λόγος

Γιώργος Σκαφιδάς

Οι λαϊκιστές δεν είναι απαραιτήτως δεξιοί και ανερχόµενοι. Θα µπορούσαν να είναι και στελέχη της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς που τρέχουν ξαφνικά να φωτογραφηθούν µε «κίτρινα γιλέκα» αγκαλιάζοντας τους επιθανάτιους ρόγχους των εργατικών κινηµάτων ωσάν νέα κινήµατα, ή πολιτικοί χαµαιλέοντες που όταν βρίσκονται στην εξουσία πορεύονται µε όρους Realpolitik και όταν επιστρέφουν στην αντιπολίτευση θυµούνται την «επανάσταση».

Οι λαϊκιστές τυχαίνει να είναι δεξιοί και ανερχόµενοι µόνο όταν το ευνοούν οι συνθήκες (βλ. παγκοσµιοποίηση). Τα στοιχεία, όµως, εκείνα που καθιστούν κάποιον λαϊκιστή είναι επί της ουσίας άλλα: η άρνηση κάθε µορφής πλουραλισµού, η µηδενιστική κριτική, η αυτόµατη δαιµονοποίηση κάθε αντίθετης γνώµης, όπως σηµειώνει µεταξύ άλλων εύστοχα στο βιβλίο του «Λαϊκισµός» (Εκδόσεις Παπαδόπουλος) ο ερευνητής στο Πανεπιστήµιο του Χάρβαρντ Αγγελος Χρυσόγελος.

Η κριτική είναι πια εύκολη, ειδικά όταν δεν συνοδεύεται από αντιπροτάσεις, και η κριτική «ανθεί» στην εποχή των social media δηµιουργώντας εντυπώσεις µέσα από ανέξοδες και συχνά ανώνυµες ή ψευδώνυµες αναρτήσεις στο ξέφραγο αµπέλι των κοινωνικών δικτύων.

Το πρόβληµα εντείνεται δε όταν οι προσωπικές αναρτήσεις αρχίζουν να περνιούνται για τάσεις και οι εν λόγω τάσεις µε τη σειρά τους να θεωρούνται... κοινή γνώµη στις επιταγές της οποίας νιώθουν ξαφνικά την ανάγκη να προσαρµοστούν άπαντες. Είναι εύκολο, για παράδειγµα, να αποκηρύσσει κανείς τη Συµφωνία των Πρεσπών, εξαπολύοντας βερµπαλισµούς περί «προδοσίας» επικαλούµενος το εθνικό (συν)αίσθηµα.

Είναι πολύ πιο δύσκολο, ωστόσο, να αρθρώσει κανείς µια ρεαλιστική αντιπρόταση στη Συµφωνία των Πρεσπών που να λαµβάνει υπόψη το διεθνές περιβάλλον (τους ανταγωνισµούς ΗΠΑ - ΝΑΤΟ - Ρωσίας - Τουρκίας και τη θέση της Ελλάδας µέσα σε αυτούς), ή να παρουσιάσει ένα εναλλακτικό µοντέλο συµφωνίας που θα µπορούσε ρεαλιστικά να επικυρωθεί κάποια στιγµή στο µέλλον, ή ακόµη και να υπερασπιστεί την προοπτική διαιώνισης µιας µη συµφωνίας µέσα σε έναν κόσµο που αλλάζει. Καθ’ όσον γνωρίζω, δεν υπάρχει πολιτική δύναµη στην Ελλάδα που να έχει δηµοσιοποιήσει αναλυτικά τέτοιες αντιπροτάσεις...

Θεµιτή η κριτική. Πολύτιµη η διαµαρτυρία. Αµφότερες, ωστόσο, υπάρχει ο κίνδυνος να επιτείνουν τη σύγχυση και την αστάθεια, όταν δεν εκπορεύονται από εποικοδοµητικές αφετηρίες. Σε χώρες όπως είναι η Γερµανία και η Ισπανία, για να ανατραπεί µε πρόταση δυσπιστίας η ηγεσία µιας κυβέρνησης, πρέπει να έχει προηγουµένως εξασφαλιστεί η κοινοβουλευτική πλειοψηφία που θα στηρίξει την επόµενη. Ονοµάζουν τη διαδικασία εποικοδοµητική πρόταση δυσπιστίας (konstruktives Misstrau ensvotum), µε την έµφαση να δίνεται στο «εποικοδοµητική».

Συμφωνία των Πρεσπών