Απόψεις|04.01.2021 22:16

Η Οδύσσεια στη δίνη των πολιτιστικών πολέμων της εποχής μας

Γιάννης Καζάζης

Για να γίνει κατανοητή η πρόσφατη αναταραχή περί τη διδασκαλία της ομηρικής Οδύσσειας στο αμερικανικό σχολείο, οφείλουμε να την εγγράψουμε ως επεισόδιο μέσα στην κρίση της διδασκαλίας των κλασικών γραμμάτων στις ΗΠΑ –και στη συνέχεια την ίδια αυτή κρίση να την εντάξουμε στους «πολιτιστικούς πολέμους» (culture wars) που, από τη δεκαετία ήδη του ’80, σοβούν όχι μόνον στην Αμερική, αλλά και στη Δύση γενικότερα.  

Εξηγώ με κάθε δυνατή συντομία: 

Για το πρώτο ζήτημα:  Οι κλασικές σπουδές (Λατινικά και Αρχαία Ελληνικά εξ αδιαιρέτου) διέρχονται μια κρίση μακράς διαρκείας, που κρατάει από τα μέσα τουλάχιστον της δεκαετίας του ’60. Ήταν τότε που το «επιλεκτικό πανεπιστήμιο» μεταβλήθηκε σε μαζικό (mass university), και που άρχισε η τελεσίδικη στροφή της Αμερικής προς την τεχνολογική εκπαίδευση, απομακρυνόμενη από τις ανθρωπιστικές σπουδές, τις οποίες ως το ’50 θεράπευαν τα Liberal Arts Colleges, που αποτελούσαν το 40% των 3500 ΑΕΙ της Αμερικής.

Το αποτέλεσμα σε αριθμούς:  μέσα σε 14 έτη, οι μαθητές γυμνασίου που επέλεγαν τα Λατινικά έπεσαν από τους 702.000 που ήταν το 1962 στους 150.000 το 1976 –το 1930 ήταν 1.000.000!  Σήμερα τα Liberal Arts Colleges δεν υπερβαίνουν τα 200, με μέσο αριθμό φοιτητών 2500 έκαστο! Περιλαμβάνουν και Arts και Sciences: όπου τα Humanities ορίζουν, βέβαια, μια περιοχή γνωστικών αντικειμένων πολύ ευρύτερη από τις «κλασικές σπουδές», και όπου, ακόμη και εκεί, οι φοιτητές δείχνουν σαφή προτίμηση περισσότερο στα Sciences, ως κύρια κατεύθυνση σπουδών (major), και λιγότερο στα Humanities. Εν έτει 2020, στα Liberal Arts Colleges φοιτά μόλις το 5% από τα είκοσι εκατομμύρια συνολικού φοιτητικού πληθυσμού της χώρας. 

Για τις Κλασικές σπουδές στην Αμερική πρέπει να λαμβάνεται υπόψη μια σημαντικότατη διάκριση ανάμεσα στα προαναφερόμενα Liberal Arts Colleges τετραετούς φοίτησης αφενός, και στα Τμήματα κλασικών σπουδών (Departments of Classical Studies) αφετέρου, τα οποία λειτουργούν εντός των 3500 ΑΕΙ («Universities»), διαβαθμισμένων κατά την κλίμακα Carnegy, και που προσφέρουν άλλα μόνον προπτυχιακά ή ΒΑ πτυχία, άλλα έως και μεταπτυχιακά, ή ΜΑ, και άλλα όλα τα προηγούμενα συν Διδακτορικό.

Και στους δύο αυτούς τύπους ΑΕΙ, εντελώς όμως ιδιαίτερα στα πανεπιστημιακά τμήματα, ο κλάδος των ελληνικών σπουδών βρίσκεται υπό την ασφυκτική πίεση του λεγόμενου professionalization, ενός φαινομένου με ρίζες στον ύστερο 19ο αιώνα, αλλά σε πλήρη ανάπτυξη, σ’ όλο το φάσμα επιστημών, απ’ άκρη σ’ άκρη της μεταπολεμικής Αμερικής: σύμφωνα με αυτό, η επιστήμη καλλιεργείται με τις αυστηρότερες προδιαγραφές του «επαγγέλματος» –ταυτόχρονα όμως και σε πλήρη διάζευξη από το μοντέλο της  «Επιστήμης ως Επαγγέλματος» του Max Weber (1919), της επιστήμης δηλαδή που όφειλε να αποσκοπεί στην ασυσκότιστη από κάθε ιδιοτέλεια θεραπεία της καθαρής γνώσης και της αλήθειας.

Αισθανόμενοι, λοιπόν, την πίεση να εξασφαλίσουν και οι κλασικιστές της Αμερικής μιαν από τις λιγοστές θέσεις-με-μονιμότητα υπό τον ήλιο ενός όσο γίνεται καλύτερου ΑΕΙ της χώρας –για την ακρίβεια όσοι υπηρετούν σε κάποιο από τα 276 Τμήματα Κλασικών Σπουδών, κατά την απογραφή του 2012/13-- έχουν προοδευτικά ρίξει και αυτοί όλο το βάρος στην  έ ρ ε υ ν α  και στη δημοσίευση «τεχνικών» κατά κανόνα άρθρων ή μονογραφιών, συνταγμένων δηλαδή σύμφωνα με όλες τις απαιτήσεις «της τέχνης και της επιστήμης» --εις βάρος των  δ ι δ α κ τ ι κ ώ ν τους καθηκόντων, συμπεριλαμβανομένης και της νευραλγικής κατάρτισης των γυμνασιακών κλασικών φιλολόγων. 

Η αριθμητική περιθωριοποίηση των κλασικών σπουδών στην Αμερική παίρνει δραματικές διαστάσεις από το ’80 κυρίως και μετά, και μεταφράζεται σε επίμονα υψηλά ποσοστά ανεργίας μεταξύ των διδακτορούχων. Τούτο αφήνει προφανώς ασυγκίνητη την αφρόκρεμα της φιλολογικής ακαδημαϊκής ελίτ. Το άστρο των επιστημονικών δημοσιεύσεων μπορεί να μεσουρανεί, αλλά το φως που ρίχνει στην ταπεινή διδακτική φάτνη είναι πολύ λίγο και χλομό. 

Τα στοιχεία είναι συντριπτικά. Τα αντλώ πρόχειρα από το «Ποιος σκότωσε τον Όμηρο» των Victor Hanson και John Heath (1998), ένα φλογερό βιβλίο δύο καταξιωμένων ακαδημαϊκών δασκάλων, ενός φιλολόγου και ενός ιστορικού, που ανατάραξε βίαια τα ύδατα και αποδείχτηκε προφητικό: 

  1. «Μέσα σε μια χρονιά, το 1992, οι κλασικιστικές δημοσίευσαν και έγραψαν κριτικές σε 16.168 άρθρα, μονογραφίες και βιβλία σχετικά με τους Έλληνες και τους Ρωμαίους [Σ.: με τα στοιχεία του διεθνούς βιβλιογραφικού οργάνου του κλάδου]. Η εργασία περισσότερων από 10.000 μελετητών [Σ.: από όλο τον κόσμο] εμφανίστηκε σε περίπου χίλια διαφορετικά επιστημονικά περιοδικά. Είμαστε ένα πολυάσχολο επάγγελμα λίγο πριν από τη δωδέκατη ώρα, την ώρα της καταστροφής.» (σελ. 29 της ελληνικής μετάφρασης, εκδ. Κάκτος 1999) [οι σημερινοί αριθμοί είναι πολλαπλάσιοι]
  2. «Την ίδια στιγμή που ο αριθμός των λογίων δημοσιεύσεων σκαρφάλωνε στα ύψη, ο αριθμός των μη επαγγελματιών στην Αμερική που μελετά ή διαβάζει για τον κλασικό κόσμο σημείωνε κατακόρυφη πτώση. 700.000 γυμνασιακοί μαθητές γράφτηκαν στο μάθημα των Λατινικών το 1962. Μέχρι το 1976 οι εγγραφές είχαν πέσει στις 150.000 (πτώση 80%). […] Ο αριθμός των φοιτητών των Λατινικών σε κολλέγια και ΑΕΙ έπεσε από 40.000 (το 1965) σε 25.000 το 1974.Μεταξύ 1971 και 1991 ο αριθμός φοιτητών που επέλεξαν Κλασικές Σπουδές ως κεντρική κατεύθυνση (major) έπεσε κατά 30%, όπως και οι εγγραφές στο μάθημα των Αρχαίων Ελληνικών στη δεκαετία 1977-1986. (ό.α. σ. 31)
  3. Το 2011 απονεμήθηκαν μόλις 1200 πτυχία προπτυχιακής βαθμίδας στην κλασική φιλολογία (σε μια χώρα των 330 εκατομμυρίων ανθρώπων).
  4. Ένα εκατομμύριο πτυχία Bachelors δόθηκαν στην Αμερική το 1994. Από αυτά μόλις μολις 600 ανήκαν στις κλασικές σπουδές
  5. «Ακόμη και με περικοπές στα μεταπτυχιακά προγράμματα κλασικών σπουδών, οι κλασικές σπουδές έχουν τα χαμηλότερα ποσοστά προσλήψεων των διδακτόρων τους στις ανθρωπιστικές σπουδές» (σ. 32).

Οι υποστηρικτές και οι πολέμιοι της πολυπολιτισμικότητας

Για το δεύτερο σημείο, τους πολιτιστικούς πολέμους, αντί άλλης ανάλυσης, αντιγράφω πάλι από τους Hanson & Heath:
«Στη δεκαετία του ΄80 και ΄90 συντελέστηκε μία ακόμη μεταστροφή στον ακαδημαϊκό κόσμο και εμφανίστηκε μία εντελώς διαφορετική πρόκληση για τον Όμηρο με τη μορφή της πολυπολιτισμικότητας.

Γενικά, οι υποστηρικτές της πολυπολιτισμικότητας ανήκουν σε ένα από δύο στρατόπεδα: Κάποιοι πιστεύουν ότι όλοι οι πολιτισμοί είναι ίσοι –ο δυτικός δεν είναι ούτε καλύτερος ούτε χειρότερος από οποιονδήποτε άλλον. Άλλοι, πιο πεισματάρηδες, είναι πεπεισμένοι ότι όλοι οι πολιτισμοί είναι ίσοι εκτός από τον δυτικό, που είναι ιδιαίτερα ιμπεριαλιστικός, ηγεμονιστικός, εθνικιστικός, σεξιστικός και πατριαρχικός, και κατά συνέπεια πρέπει να μελετάται μόνον ως παράδειγμα του τι πάει στραβά στον σύγχρονο κόσμο. Και στις δύο περιπτώσεις, οι Αρχαίοι Έλληνες χάνουν: αν είναι το ίδιο με τους Θράκες ή τους Καρχηδονίους, γιατί να μελετάμε Ελληνικά αντί για Φοινικικά, Χετιτικά ή Αιγυπτιακά; Αν είναι χειρότεροι, γιατί να τους μελετάμε καν;» (σ. 136)

Οι ανθρωπιστικές σπουδές, το φυσικό ακαδημαϊκό περιβάλλον των Κλασικών Σπουδών, μεταβλήθηκε  (ακριβέστερα ριζοσπαστικοποιήθηκε) στις κρίσιμες δεκαετίες, μετά το ’70 και κυρίως το ’80. Από τους κόλπους των ξεπήδησε, ως παράπλευρη απώλεια, και του Αρχαίου κόσμου η ριζική αμφισβήτηση. Οι κλασικοί, ωστόσο, φιλόλογοι, απορροφημένοι από τον αγώνα επιβίωσης που περιγράφηκε, δεν άνοιξαν μαζί τους καν διάλογο. Δεν αναμείχθηκαν με τον συνάδελφο του διπλανού γραφείου, δεν προκάλεσαν τις μόδες της ψυχολογίας, της κοινωνιολογίας, της παιδαγωγικής, των ξένων φιλολογιών (κυρίως της αγγλικής και της γαλλικής), της ανθρωπολογίας –της περιβόητης «κριτικής θεωρίας».

Ο περίκλειστος κόσμος του παραδοσιακού επιστημονικού προβληματισμού του δεν επέτρεψε τον διάλογο. Διαπιστώνει το νηφάλιο και εξαιρετικά τεκμηριωμένο πρόσφατο βιβλίο του Eric Adler, «Classics, the Culture Wars, and Beyond», 2016: οι κλασικοί είναι η μόνη κατηγορία ακαδημαϊκών φιλολόγων που αρνήθηκε να πάρει μέρος στους culture wars της εποχής μας,  θέτοντας σε πολύ μειονεκτική θέση τις προοπτικές ανάκαμψης του κλάδου από το μεγάλο σοκ της δεκαετίας του ’60.

Προπάντων ολιγόπιστοι αποδείχτηκαν την ώρα εκείνη οι κλασικοί φιλόλογοι, στην πλειονότητά τους. Γιατί ούτε οι ίδιοι είχαν πειστεί για την υπεροχή της κλασικής παιδείας και την αξία της στη θεμελίωση του Δυτικού Τρόπου –ο οποίος ήδη βαλλόταν υπό την πίεση της παγκοσμιοποίησης--, ούτε και τους νέους μπορούσαν να προσηλυτίσουν. Οι δύο συγγραφείς καταλογίζουν στους σύγχρονους ακαδημαϊκούς φιλολόγους ότι «δεν ζούσαν σαν τους Αρχαίους».

(Το μήνυμα των αρχαίων («τη σοφία τους» όπως την αποκαλούν), καθεαυτό και σε αντιδιαστολή προς άλλους αρχαίους πολιτισμούς, το κωδικοποιούν οι συγγραφείς σε ένα μεστό και ιδιαίτερα αξιανάγνωστο κεφάλαιο των 80 σελίδων.)  Πριν βιαστείτε να μειδιάσετε, αναλογιστείτε ότι την ίδια ακριβώς μομφή απέδιδε με προφητική οξύνοια στους συμπατριώτες του κλασικούς φιλολόγους του 19ου αιώνα ένας κλασικός φιλόλογος του διαμετρήματος του Νίτσε, στους καταλυτικούς «Ανεπίκαιρους Στοχασμούς» του (1873-76). 

Σε μια δεύτερη, μάλιστα, φάση μέρος των κλασικών φιλολόγων, από τους πιο δραστήριους και ενεργητικούς «νεωτέρισε»: προσχώρησε στην προβληματογραφία των αντιπάλων που μυκτήριζαν τις αξίες του ελληνισμού, και υιοθέτησε τη νεφελώδη λογική και στην πομπώδη γλώσσα τους –προφανώς με το αζημίωτο για την προώθηση της σταδιοδρομίας τους, τη στιγμή που οι ακαδημαϊκές έδρες ολοένα λιγόστευαν δραματικά, όπως και οι αριθμοί των απογοητευμένων φοιτητών που άκουγαν τα μαθήματά τους. Ένας φαύλος κύκλος.

Οι Χάνσον και Χηθ παραθέτουν και συζητούν τίτλους καινοφανών εργασιών σε τομείς όπως Όμηρος και ψυχανάλυση, Όμηρος και λογοτεχνική «θεωρία», ο φεμινιστικός Όμηρος, ο ομοσεξουαλικός Όμηρος – πλάι πλάι στον «φιλολογικό» Όμηρος (τον Όμηρο της παλαιάς κοπής φιλολογικής μικρολογίας). Δεν έχω καιρό να επιμείνω. Ο αμερόληπτος παρατηρητής θα προσυπέγραφε το συμπέρασμά τους ότι «οι Έλληνες, που παραμένουν άγνωστοι εν πολλοίς στο ευρύτερο [αμεριακανικό] κοινό, είναι τώρα νεκροί και μέσα στο ίδιο το πανεπιστήμιο» (σ. 34). 

Η κατά κράτος επικράτηση των professional Classicists στις κλασικές σπουδές δεν άφησε ακάλυπτους μόνον τους γυμνασιακούς φιλολόγους, αλλά και τα νεαρότερα μέλη του πανεπιστημιακού διδακτικού προσωπικού, που κατά κανόνα επιφορτίζονται με τη διδασκαλία των κλασικών κειμένων από εξαιρετικές μεταφράσεις (Όμηρος και Έπος, Τραγωδία-Κωμωδία) ή και άλλων μαθημάτων ευρείας εποπτείας (survey courses), όπως «Κλασικός Πολιτισμός», «Ο Αθλητισμός στην Αρχαιότητα», «Ελληνο-ρωμαϊκή Μυθολογία», μαθημάτων υψηλού επιπέδου και εξαιρετικά δημοφιλών για τα πολυπληθή φοιτητικά ακροατήρια από όλα τα πανεπιστημιακά τμήματα που τα παρακολουθούν.

ΚΑΙ τώρα, εν έτει 2020, αναρωτιόμαστε πώς συνέβη να αμφισβητείται η ομηρική Οδύσσεια! πώς είναι δυνατόν να συμβαίνει αυτό για ένα από τα κατεξοχήν best sellers μέσα στους αιώνες! Θέλω να τονίσω ότι δυστυχώς βρισκόμαστε ενώπιον αρνητικών διεργασιών που μετρούν δεκαετίες και έχουν ριζώσει, αν και κάποιοι δείκτες μπορεί ευκαιριακά να παρουσιάζουν μικρά κέρδη (λ.χ. με στοιχεία του 2012/13: στα 276 Τμήματα Κλασικής Φιλολογίας, 4.770 φοιτητές δήλωσαν κλασική κατεύθυνση, και σε 2.240 χορηγήθηκαν πτυχία στις κλασικές σπουδές).

Ανατροπή δεν φαίνεται στον ορίζοντα. Σύμφωνοι, «η τωρινή γενιά των κλασικιστών βοήθησε στην καταστροφή της κλασικής παιδείας», όπως καταγγέλλουν και οι δύο συγγραφείς (σ. 23). Πάντως, στο μέτρο που τα προβλήματα και η μοίρα των ουμανιστικών σπουδών συνολικά παραμένει κοινή και συνολικά εκτεθειμένη στις επιθέσεις των φιλισταίων της ακαδημαϊκής κοινότητας, θα ήθελα να πιστέψω ότι η απάντηση που θα στερεώσει και των κλασικών γραμμάτων τη θέση στον ακαδημαϊκό χώρο μπορεί να προέλθει όχι μόνον από τις κλασικές σπουδές, αλλά από το σύνολο των ανθρωπιστικών επιστημών --από κοινού, και ύστερα από έντονο διάλογο και συνεννόηση μεταξύ τους. Μόνον μια ειλικρινής και εκ βαθέων συνεννόηση έχει προοπτικές να αναιρέσει τις ανιστόρητες και παραπλανητικές ακαδημαϊκές αιρέσεις, που μαστίζουν και των αρχαιοελληνικών σπουδών τον χώρο, καλλιεργούν τη μηδενιστική σχετικοποίηση των πάντων και αφήνουν πίσω τους ερείπια. Τώρα που η κρίση, βγαίνοντας από τα πανεπιστημιακά όρια, έχει αγγίξει τον ευαίσθητο χώρο της μέσης εκπαίδευσης –κάτι πρωτοφανές και άκρως ανησυχητικό!—, στην Αμερική, μια χώρα που εν πολλοίς κρίνει τις τύχες των κλασικών γραμμάτων σε όλο τον κόσμο, δεν υπάρχει χρόνος για χάσιμο.

εκπαιδευτικό σύστημαΌμηροςΑμερικήΚαζάζηςΟδύσσειαΑΠΘ