Απόψεις|06.01.2019 11:04

Η ολέθρια σχέση Σύριζα - ΚΙΝΑΛ: Κοντσέρτο για πολυβόλα...

Χρήστος Μαχαίρας

Αν η τακτική αποτελεί ένα σύνολο µεθόδων που ακολουθούνται για να ηττηθεί ο αντίπαλος, η στρατηγική είναι το µέσο για να ηττηθεί ολοκληρωτικά. Ετσι τουλάχιστον διδάσκει η θεωρία του πολέµου. Τα ίδια πάνω-κάτω ισχύουν και στην πολιτική, όπου η κουλτούρα των όπλων βρίσκει ευρύ πεδίο εφαρµογής – ιδίως σε συνθήκες όπως αυτές που καλή ώρα διανύουµε.

Ο εχθρός Σύριζα

Στο Κίνηµα Αλλαγής, για παράδειγµα, επωάστηκε και αναπτύχθηκε η γραµµή της «στρατηγικής ήττας του ΣΥΡΙΖΑ», η οποία -κατά τις δηλώσεις των εµπνευστών τής όλης ιδέας- δεν αποσκοπεί στο να περιορίσει την επιρροή του συγκεκριµένου κόµµατος, αλλά να το βγάλει οριστικά από το παιχνίδι. Όπως λέγεται, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν πρέπει απλώς να ηττηθεί -ή κατά παραπλήσια προσέγγιση να... ταπεινωθεί- αλλά η ήττα του να είναι τέτοια που δεν θα του επιτρέπει στο διηνεκές να επηρεάζει τις εξελίξεις. Και επειδή η µοναδική συνθήκη για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο, ασχέτως του αριθµού των βουλευτών που ο ΣΥΡΙΖΑ θα καταφέρει να εκλέξει, είναι ο σχηµατισµός αυτοδύναµης κυβέρνησης της Ν∆, η γραµµή της «στρατηγικής ήττας» του ενός µπορεί να διαβαστεί και ως «στρατηγική νίκη» του άλλου.

Σε κάθε άλλη περίπτωση, η χώρα θα οδηγηθεί σε κάλπες µε απλή αναλογική, εκτός φυσικά και αν υπάρξει κόµµα πρόθυµο να προσφέρει στήριξη στον Κυριάκο Μητσοτάκη. Ενδιαφέρεται άραγε το ΚΙΝΑΛ; Και να ενδιαφέρεται, δεν προβλέπεται να το εκδηλώσει για λόγους στοιχειώδους αυτοσυντήρησης. Αυτό για το οποίο δεν ενδιαφέρεται -και τούτο ισχύει πέραν πάσης αµφιβολίας- είναι να αναζητήσει συγκλίσεις µε τον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος θεωρείται «µόρφωµα που δεν ανήκει στο µπλοκ των προοδευτικών δυνάµεων» και αποτελεί εξ ορισµού εχθρό τους.

Η αδύνατη σύγκλιση 

Για να το πούµε µε άλλα λόγια, παραµένοντας στην ατµόσφαιρα που δηµιουργεί η γραµµή της «στρατηγικής ήττας του ΣΥΡΙΖΑ», το Κίνηµα Αλλαγής δεν θέλει τον Τσίπρα και τους συνεργάτες να παραµένουν στο παιχνίδι όχι µόνο γιατί το αφαιµάσσουν εκλογικά ή γιατί άνοιξαν επικίνδυνα νταραβέρια µε τους Ευρωπαίους σοσιαλδηµοκράτες, αλλά και γιατί, προφανώς, θεωρεί επικίνδυνα για τη χώρα αυτά που εκπροσωπούν. Τι εκπροσωπεί όµως ο ΣΥΡΙΖΑ που σκανδαλίζει το ΚΙΝΑΛ;

Αν βάλουµε κατά µέρος όλα αυτά που συγκροτούν ζητήµατα «ύφους και ήθους» ή που παραπέµπουν στην εµπόλεµη σχέση των δύο χώρων την εποχή των πρώτων µνηµονίων, η κυβέρνηση προώθησε πολιτικές κεντροαριστερού προφίλ που θα ανέµενε κανείς να τη φέρουν εγγύτερα στα κόµµατα του µεσαίου χώρου. Συνέβη το ακριβώς αντίθετο.

Το Κίνηµα Αλλαγής δεν διαφωνεί -όπως είναι και λογικό- µόνο µε την οικονοµική πολιτική και τις κοινωνικές προτεραιότητες της κυβέρνησης ή µε τον τρόπο που τα κυβερνητικά στελέχη προσεγγίζουν ζητήµατα σκανδάλων. Βρίσκεται απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ για την οπτική µε την οποία διαχειρίζεται τα εθνικά θέµατα (Συµφωνία των Πρεσπών), για την αντίληψη οργάνωσης των θεσµών και της δηµοκρατίας (απλή αναλογική), καθώς και για τον τρόπο που αντιλαµβάνεται ζητήµατα εξορθολογισµού του δηµόσιου χώρου ή προστασίας δικαιωµάτων (άρση δηµοσιοϋπαλληλικής ιδιότητας κληρικών).

Το γεγονός ότι όλες αυτές οι πολιτικές φέρουν κεντροαριστερή σφραγίδα δεν εµποδίζει το ΚΙΝΑΛ να αναδείξει σε προτεραιότητα πρώτης γραµµής την πολιτική αποµόνωση του κυβερνώντος κόµµατος. Προέχει η συνεργασία µε τους ΑΝΕΛ, που εµφανίζεται ως απόδειξη του «εθνολαϊκιστικού» χαρακτήρα του ΣΥΡΙΖΑ και αξιοποιείται για να τεκµηριώσει τη θέση ότι το µόνο που συνέχει τον συνασπισµό που κυβερνά είναι «η µανία για την εξουσία».

Αλλαγή σελίδας

Η αλήθεια είναι ότι το δίπολο µνηµόνιο – αντιµνηµόνιο παραµόρφωσε σε µεγάλο βαθµό τη διάταξη των πολιτικών δυνάµεων, ταυτίζοντας τους εταίρους του παλιού δικοµµατισµού και οδηγώντας σε σύγκλιση κόµµατα µε άλλη ιστορική διαδροµή και διαφορετικά συστήµατα ιδεολογικής και πολιτικής αναφοράς.

Το τέλος των µνηµονίων συνεπάγεται την αναδιάταξη της πολιτικής σκηνής -ορισµένοι προτιµούν τον όρο «αποκατάσταση της πολιτικής τάξης»- και την επανεγγραφή της αντίθεσης «προόδου - συντήρησης» ως κεντρικής διαχωριστικής γραµµής. Αν και η διαφαινόµενη αποχώρηση των ΑΝΕΛ από την κυβέρνηση υπογραµµίζει αυτή την αλλαγή σελίδας, το ΚΙΝΑΛ παραµένει φανατικά προσηλωµένο στην παλιά ανάγνωση.

Του ύψους...

Με την κλεψύδρα του «Μακεδονικού» να τελειώνει και την κυβέρνηση Ζάεφ να ολοκληρώνει τον κύκλο των προαπαιτούµενων της Συµφωνίας των Πρεσπών, φαίνεται να κλείνει µια ανοιχτή επί 25 χρόνια διπλωµατική εκκρεµότητα, που περιόρισε τα περιθώρια της Ελλάδας να ασκήσει ηγετικό ρόλο στην περιοχή και επηρέασε τη διεθνή εικόνα της.

Αν όλα εξελιχθούν όπως δείχνουν τα πράγµατα και εκτιµούν στα Σκόπια όλες οι πλευρές, τη σκυτάλη των εξελίξεων θα παραλάβει το ελληνικό Κοινοβούλιο, που θα κληθεί περί τα τέλη του µήνα να κυρώσει τη Συµφωνία. Η υπερψήφισή της από 151 βουλευτές θα ενισχύσει το διεθνές status της χώρας, θα συντηρήσει ωστόσο την εσωτερική πόλωση και θα παγιώσει ως νέα διαιρετική τοµή την αντίθεση ανάµεσα σε «ρεαλιστές» και «πατριώτες».

& του βάθους

Στο σενάριο της εµπλοκής -επί αδυναµίας, δηλαδή, σχηµατισµού πλειοψηφίας κύρωσης- η χώρα ενδέχεται να βρεθεί µε τη Συµφωνία στο ράφι και τον διεθνή παράγοντα απέναντί της. Ετσι, µάλιστα, όπως η προοπτική επίλυσης του «Μακεδονικού» εµφανίζεται από τα διεθνή media και Ευρωπαίους αξιωµατούχους ως το µοναδικό καλό νέο σε ένα περιβάλλον αναζωπύρωσης των εθνικισµών, η Ελλάδα αντιµετωπίζει τον κίνδυνο να βρεθεί υπόλογη για την αναβίωση του αλβανικού µεγαλοϊδεατισµού, που εκτιµάται ότι θα πυροδοτήσει η ακύρωση ή η αναστολή της Συµφωνίας.

Μια τέτοια εξέλιξη θα επηρεάσει και τις εσωτερικές ισορροπίες, καθώς τα κόµµατα που συγκρότησαν το «ευρωπαϊκό µέτωπο» στο δηµοψήφισµα του 2015 θα βρεθούν απέναντι στις διαθέσεις των ευρωπαϊκών θεσµών και της Ουάσιγκτον.

ΣΥΡΙΖΑΚΙΝΑΛ